Οπως όλα τα συναισθήματα, έτσι και το συναίσθημα του φόβου ορίζει τον βαθμό της γείωσής μας με την πραγματικότητα. Πρακτικά, είναι προτιμότερο να φοβάσαι ότι θα σου πέσει ένα στέγαστρο στο κεφάλι από τον ίδιο τον ουρανό.

Από το να παριστάνεις τον ατρόμητο Γαλάτη και να ξορκίζεις τους φόβους σου με τον πιο παράλογο και απίθανο από αυτούς, είναι προτιμότερο – και σοφότερο – να λαμβάνεις υπόψη σου ακόμη και τις πιο μικρές, τις ελάχιστες πιθανότητες ενός ατυχήματος που θα προκαλούσαν ένα ξεβιδωμένο μπουλόνι που καμία τανάλια δεν έχει σφίξει εδώ και είκοσι χρόνια και ένα σκουριασμένο συρματόσκοινο που θα τιναζόταν με ασύμμετρη δύναμη στον αέρα.

Οι πληροφορίες λένε πως στη σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου το βράδυ της προπερασμένης Παρασκευής για το στέγαστρο Καλατράβα, ο φόβος του μπουλονιού κρίθηκε λογικός. H σύσκεψη οδηγήθηκε έτσι στην επιλογή του «χαμηλού ρίσκου». Το ΟΑΚΑ έκλεισε πριν ακόμη αναζητηθεί το χαμένο εγχειρίδιο συντήρησης του στεγάστρου. Η λευκή μεταλλική κατασκευή έγινε έτσι μια επιφάνεια από λευκό γιαούρτι – το γιαούρτι που φύσηξε μια κυβέρνηση η οποία έχει καεί στον χυλό των Τεμπών, της Δαδιάς και του Κάμπου.

Αν τα εγκαύματα «γράφουν» στις δημοσκοπήσεις αλλά καθόλου στις κάλπες, είναι επειδή το εκλογικό σώμα δείχνει να έχει συντονιστεί με την κυβέρνηση στην επιλογή του «χαμηλού ρίσκου» – ή τουλάχιστον του χαμηλότερου. Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Πριν από μόλις 8,5 χρόνια, ψήφισε αυτόν που του είπε να μη φοβάται τίποτε. Εξίσου «ατρόμητα» συμπεριφέρθηκε στο δημοψήφισμα το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς. Σαν γαλατικό χωριό αμέριμνο από μια μαγική παντοδυναμία. Κι έπειτα, με τα capital controls και ένα νέο μνημόνιο, του ήρθε ο ουρανός στο κεφάλι.

Οι εκλογικοί συσχετισμοί μαρτυρούν πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνήλθε ποτέ από την ομολογημένη αυταπάτη του. Στον αντίποδα, η κυβέρνηση τόκισε το πολιτικό της κεφάλαιο με καθεμία από τις επιλογές «χαμηλού ρίσκου». Στην πανδημία, η Ελλάδα ήταν μία από τις πρώτες χώρες που έκλεισαν την οικονομία τους, στην κρίση του Εβρου ο στρατός κινήθηκε με τέτοια ταχύτητα που τελικά τον επιθεώρησε πανευτυχής η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Και στις δύο αυτές κρίσεις αποδείχθηκε πως δεν έχει πλέον νόημα να πουλάς «όραμα» αλλά προστασία και ασφάλεια – ασφάλεια ακόμη και απέναντι στην «απιθανότητα» κάποιος σταθμάρχης να ξεχάσει ένα βράδυ να γυρίσει το κλειδί στις ράγες, ειδικά όταν μια επί χρόνια ανεκτέλεστη σύμβαση φρενάρει το σύστημα τηλεδιοίκησης.

Το περασμένο καλοκαίρι φάνηκε πως όχι μόνο έχει ξεθωριάσει το αφήγημα του οράματος, αλλά και πως έχει ανεβεί ο πήχης της ασφάλειας. Στις πυρκαγιές, η κυβέρνηση έδωσε την εντύπωση πως το μοναδικό της όπλο ήταν το «112» – καλό για να αποτρέψεις εκατόμβες θυμάτων, αλλά εντελώς ανεπαρκές για να γλιτώσεις εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα δάσους από τις φλόγες. Στις πλημμύρες, όπου από τον ουρανό έπεσε μια πρωτοφανής ποσότητα νερού, φάνηκε να λείπουν τα αντανακλαστικά περισσότερο και από τα αντιπλημμυρικά έργα.

Η κυβέρνηση τραυματίζεται σε όλες τις μετρήσεις οπουδήποτε και σε οτιδήποτε πολιτεύεται χωρίς την πρόνοια του «χαμηλού ρίσκου». Οχι όμως και στις κάλπες. Ακόμη και στις αυτοδιοικητικές εκλογές, που από τη φύση τους προσφέρονται για «μηνύματα», η εκλογική συμπεριφορά θρέφει τον στόχο του 13+3. Ενας πάνω – ένας κάτω, μικρή διαφορά κάνει. Οι ψηφοφόροι ψηφίζουν αυτούς που ξέρουν, περιφερειάρχες και δημάρχους που είτε έχει στηρίξει η ΝΔ είτε έχει «υιοθετήσει» στο πέρασμα του χρόνου. Ψηφίζουν βουβά όσο ποτέ άλλοτε. Με φόβο, όπως καταγγέλλει η αντιπολίτευση που επιχειρεί να ξαναστήσει πάνω στο συναίσθημα ένα νέο αφήγημα. Και οπωσδήποτε με κρύα καρδιά.

Ενδεχομένως η ψήφος της κρύας καρδιάς να είναι και το πιο εκκωφαντικό μήνυμα αυτής της κάλπης. Αλλά τουλάχιστον ο ουρανός είναι στη θέση του…