Ορίζει κανείς και έτσι την ύπαρξή του. Ορίζεται – και κατά συνέπεια διαμορφώνεται – από τους εχθρούς του. Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και έπειτα από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ανέφελης ζωής, η Ευρώπη υποχρεώνεται σε μια τέτοια άσκηση ετεροκαθορισμού. Το ερώτημα όμως δεν είναι μόνο ποιοι και γιατί την απειλούν. Αλλά και πώς αντιδρά η ίδια απέναντί τους. Είναι, εν τέλει, εάν θα αφήσει πίσω της τη μακαριότητα μιας εποχής για να σηκώσει το βάρος αυτής που ανατέλλει. Θα τα καταφέρει;

Από την έρευνα της Metron Analysis για το «Βήμα», που δημοσιεύεται σήμερα, προκύπτουν μια σειρά από ενδιαφέροντα στοιχεία. Κατ’ αρχάς, ένα συντριπτικό ποσοστό της τάξης του 80% ανάμεσα στους έλληνες πολίτες που βλέπουν την επιρροή της Ευρώπης να μειώνεται. Η ήπειρος δεν είναι μόνο γηραιά, είναι και ανίσχυρη. Εξίσου ενδιαφέρουσα όμως είναι και η αξιολόγηση των συνιστωσών αυτής της ετερόκλητης συμμαχίας που εχθρεύεται την Ευρώπη. Οι περισσότεροι Ελληνες λένε πως μεγαλύτερος κίνδυνος από τη Ρωσία του Πούτιν, την Αμερική του Τραμπ ή την Κίνα του Σι είναι ο εσωτερικός. Το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται εκεί, στην «πίσω αυλή», και έχει τη μορφή των κοινωνικών ανισοτήτων και της άκρας Δεξιάς.

Η άσκηση γίνεται ακόμη δυσκολότερη. Πώς καθαρίζεις την πίσω αυλή σου, ενώ συγχρόνως οι γείτονες στέκονται έξω από τον φράκτη σου με το βλέμμα καρφωμένο στο σαλόνι σου; Γίνεται να ξεριζώνεις τα παράσιτα του λαϊκισμού και μαζί να θωρακίζεσαι απέναντι στο ενδεχόμενο της μπούκας;

Μπορεί να δει κανείς τον ευρωπαϊκό γρίφο σε ελληνική μικρογραφία. Οι σημερινές αγωνίες της Ευρώπης είναι βιωμένες εδώ και χρόνια στην Ελλάδα. Ζούμε με τον διπλό κίνδυνο του εσωτερικού λαϊκισμού και της εξωτερικής απειλής συγχρόνως. Ζήσαμε και ζούμε και με τις συνέπειες αυτού του διπλού κινδύνου. Της παράτασης της οικονομικής κρίσης την περίοδο της χρεοκοπίας. Μα και της παράτασης της εξοπλιστικής κούρσας την εποχή του δικαίου της ισχύος.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είχε ασφαλώς αυτό στο μυαλό του όταν στην ομιλία του για τον προϋπολογισμό, την περασμένη Τρίτη, παρέδωσε στους πρακτικογράφους της Βουλής τη φράση «σήμερα η Ευρώπη λέει: γινόμαστε Ελλάδα». Το νόημα ήταν άλλο, ο Πρωθυπουργός περιέγραψε ένα success story ή, όπως είπε ο ίδιος, «ένα ποτήρι μισογεμάτο» για την οικονομία, η πορεία της οποίας αναγνωρίστηκε από τους εταίρους με την εκλογή του Κυριάκου Πιερρακάκη στην προεδρία του Eurogroup. Τώρα όμως δεν αρκεί να συστήνεσαι ως φάρος οικονομικής ανάπτυξης. Η Ευρώπη δεν είναι πια το «καλύτερο μέρος για να ζεις», εκείνος ο τόπος ευημερίας και ειρήνης όπου ευτυχισμένοι Βόρειοι κάνουν βόλτες στο χιόνι με τα έλκηθρα και ζωηροί Νότιοι προσφέρουν ήλιο, άμμο και θάλασσα.

Η Ευρώπη ζει μια «στιγμή Ελλάδας». Και η Ελλάδα – ή τουλάχιστον η ηγεσία της, που στο μεταξύ κατηγορείται από τους αντιπάλους της για «αντιρωσική υστερία» και ως «προβλέψιμος σύμμαχος» – συντάσσεται με αυτή την Ευρώπη. Την Ευρώπη των υπαρξιακών κινδύνων που ορίζεται και διαμορφώνεται από τους εχθρούς της.

Στο συνέδριο του «Βήματος» ο Πρωθυπουργός υπογράμμισε αυτή την προσήλωση στη Γηραία Ηπειρο. Αποστρέφεται, όπως είπε, «την ιδέα να είναι κάποιος και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ». Οπως προκύπτει όμως από το ρεπορτάζ που υπογράφει η Δήμητρα Κρουστάλλη, η κυβέρνηση μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες με τους πολίτες. Διακρίνει τους ίδιους κινδύνους για τη συνοχή της Ευρώπης, που προστίθενται στα παλιά και γνωστά εμπόδια στον δρόμο προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

Είναι, λοιπόν, η Ευρώπη ένα «κουτσό άλογο» στο οποίο δεν αξίζει να ποντάρεις; Θα μπορούσε να οριστεί κανείς από καινούργιους φίλους. Αρκεί να είναι βέβαιος πως πιάνονται φίλοι ο Τραμπ, ο Πούτιν, ο Σι ή ο Μασκ.