Ο Νίκος Παππάς δεν εμφανίστηκε ξαφνικά στην πολιτική ως «ασυγκράτητος». Η συμπεριφορά του δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ήταν, αντίθετα, η φυσική συνέχεια μιας πορείας που είχε ήδη δείξει τα όριά της – και τις σκοτεινές της πλευρές – πολύ πριν περάσει το κατώφλι της πολιτικής εκπροσώπησης.
Στον αθλητισμό, όπου αναδείχθηκε και απέκτησε δημόσια αναγνωρισιμότητα, ο Παππάς δεν ξεχώρισε μόνο για το ταλέντο του, αλλά και για την επαναλαμβανόμενη ένταση στη συμπεριφορά του. Αποβολές, ποινές για αντιαθλητική συμπεριφορά, έντονες αντιπαραθέσεις με διαιτητές και αντίπαλους παίκτες, εκρήξεις θυμού που καταγράφονταν στα φύλλα αγώνα και σχολιάζονταν δημόσια. Δεν επρόκειτο για μεμονωμένα περιστατικά «νεύρων της στιγμής», αλλά για ένα μοτίβο: αδυναμία αποδοχής του ορίου, δυσανεξία στην κριτική, αντίληψη ότι η σύγκρουση κερδίζεται με επιβολή.
Το συγκεκριμένο περιστατικό δεν μπορεί να εκληφθεί ως μεμονωμένη εκτροπή στη δημόσια διαδρομή του Νίκου Παππά. Ο ευρωβουλευτής έχει επανειλημμένα απασχολήσει την κοινή γνώμη με επιθετικές συμπεριφορές και προκλητικές εμφανίσεις: από υβριστικές αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έως ηχητικά ντοκουμέντα με απειλητικό περιεχόμενο προς πολίτες. Παράλληλα, καταγγελίες για χυδαία σχόλια και τραμπουκισμούς ενισχύουν την εικόνα μιας πολιτικής παρουσίας που συχνά υπερβαίνει τα όρια του θεσμικού λόγου.
Ο μύθος του μαχητή
Αυτές οι συμπεριφορές, στο πλαίσιο του επαγγελματικού αθλητισμού, (δυστυχώς) συχνά συγχωρούνται. Ο μύθος του «μαχητή», του παίκτη που «δεν χαρίζεται», λειτουργεί ως άλλοθι. Όμως η πολιτική δεν είναι γήπεδο. Δεν έχει διαιτητές για να αποβάλουν προσωρινά τους υπερβάλλοντες. Έχει θεσμούς, κανόνες και – κυρίως – ευθύνη απέναντι στην κοινωνία.
Το πρόσφατο περιστατικό βίας κατά δημοσιογράφου στο Στρασβούργο δεν ήταν απλώς μια προσωπική εκτροπή. Ήταν η μεταφορά της λογικής του αγώνα στην καρδιά της δημοκρατίας. Ο δημοσιογράφος αντιμετωπίστηκε όχι ως θεσμικός ελεγκτής, αλλά ως αντίπαλος που έπρεπε να «τιμωρηθεί».
Αυτή ακριβώς η λογική (λογική του «θα σου δείξω ποιος είμαι») είχε εμφανιστεί πολλές φορές στο παρελθόν, απλώς τότε περιοριζόταν σε τέσσερις γραμμές παρκέ. Η πολιτική, όμως, δεν αντέχει τέτοιες μεταφορές. Όποιος δεν μπορεί να διαχειριστεί την κριτική χωρίς εκρήξεις, όποιος αντιλαμβάνεται την ερώτηση ως πρόκληση και τον έλεγχο ως προσβολή, δεν είναι απλώς ακατάλληλος· είναι επικίνδυνος για τον δημόσιο χώρο.
«Πολιτικό προϊόν»
Και εδώ η ευθύνη βαραίνει τα κόμματα, στην προκειμένη περίπτωση τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί ο Νίκος Παππάς δεν αυτοχρίστηκε πολιτικός. Επιλέχθηκε. Τοποθετήθηκε σε ψηφοδέλτια όχι επειδή είχε αποδείξει πολιτική επάρκεια, θεσμική ωριμότητα ή δημοκρατική παιδεία, αλλά επειδή ήταν αναγνωρίσιμος. Ένας ακόμα αθλητής-σύμβολο που μετατράπηκε σε πολιτικό προϊόν, με την ελπίδα ότι το χειροκρότημα της εξέδρας θα μεταφραστεί σε ψήφους. Κι αυτό έγινε, όπως έχει γίνει και σε άλλες περιπτώσεις.
Όταν, όμως, τα κόμματα επιλέγουν πρόσωπα με βάση τη φήμη αγνοώντας τον χαρακτήρα, τότε δεν εκπλήσσονται από τα αποτελέσματα. Τα παράγουν. Η δημοκρατία δεν χρειάζεται «σκληρούς παίκτες». Χρειάζεται ανθρώπους που γνωρίζουν πότε να μιλούν και, κυρίως, πότε να συγκρατούν τη δύναμή τους. Γιατί έξω από το γήπεδο, κάθε αυταρχική συμπεριφορά δεν είναι απλώς φάουλ· είναι θεσμικό τραύμα.









