Η δίκη για το Μάτι έληξε. Δεν είναι βέβαιο όμως ότι ικανοποίησε το δημόσιο αίσθημα. Σε σημείο που η δίκη μιας ανείπωτης τραγωδίας παρεκτράπηκε σε μια δίκη της δίκης.

Προφανώς έχει δίκιο η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων όταν λέει ότι «σε ένα Κράτος Δικαίου η Δικαιοσύνη δεν απονέμεται ούτε με όρους λαϊκισμού ούτε με όρους οχλαγωγίας» (ανακοίνωση 30/4).

Και φυσικά κανείς συνετός άνθρωπος δεν επιθυμεί την επιστροφή στον «Νόμο του Λιντς», ούτε αρέσκεται στην ασυνείδητη και αβασάνιστη ενοχοποίηση των δικαστών.

Η Δικαιοσύνη άλλωστε προφανώς δεν είναι υπεύθυνη αν μια επιεικής νομοθεσία του 2019 επέτρεψε στους κατηγορούμενους «να πέσουν στα μαλακά», ανεξάρτητα αν η νομοθεσία αυτή καταργήθηκε στη συνέχεια.

Υπεύθυνη είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ που νομοθέτησε παραμονές εκλογών και υπό αμφιλεγόμενες συνθήκες.

Από την άλλη πλευρά όμως δεν χωράει το μυαλό του μέσου πολίτη πώς κατηγορούμενοι που κρίθηκαν ένοχοι για 104 νεκρούς και καταδικάστηκαν σε 111 χρόνια φυλάκιση καταλήγουν τελικά με μια απλή χρηματική ποινή.

Ακόμη περισσότερο δεν χωράει το μυαλό του πώς χρειάστηκαν έξι χρόνια να ολοκληρωθεί αυτή η δίκη, ένα διάστημα που οδήγησε στα όρια της παραγραφής των αδικημάτων.

Διότι για την απίστευτη αυτή καθυστέρηση και τις ενδεχόμενες συνέπειές της δεν φταίει ούτε η οχλαγωγία ούτε ο λαϊκισμός. Ευθύνονται εκείνοι που είχαν αναλάβει την απονομή της δικαιοσύνης.

Στο διάστημα αυτό τρεις(!) φορές ζήτησε ο αρμόδιος ανακριτής την αναβάθμιση του κατηγορητηρίου ώστε να αποφευχθούν ακριβώς εκείνα που αγανακτούν σήμερα τον μέσο πολίτη.

Και τις τρεις φορές δεν ήταν η οχλαγωγία, ούτε ο λαϊκισμός, αλλά το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών που απέρριψε το αίτημα της αναβάθμισης.

Ενα καχύποπτο μυαλό θα μπορούσε να διαγνώσει κάποιο πολιτικό σχέδιο ώστε οι υπεύθυνοι της τραγωδίας «να πέσουν στα μαλακά», ένα σχέδιο που ξεκίνησε από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ολοκληρώθηκε την περασμένη Δευτέρα.

Μακριά από εμένα τέτοια σκέψη. Τη Δικαιοσύνη την εμπιστευόμαστε και την τιμούμε συνολικά και όχι μόνο όταν μας αρέσουν οι αποφάσεις της.

Δεν της ζητούμε καν να ανταποκρίνεται στο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» ή να ικανοποιεί τους συγγενείς και φίλους των θυμάτων. Δεν είναι δουλειά της.

Της ζητούμε όμως να τιμά την εμπιστοσύνη μας. Ωστε να μην υποχρεωνόμαστε να εξηγούμε τα ανεξήγητα και να κατανοούμε τα ακατανόητα.