Σήμα κινδύνου για την πορεία της οικονομίας, η οποία παρά την έξοδο από το Μνημόνιο μπορεί να βρεθεί σε τέλμα με κύρια χαρακτηριστικά την επενδυτική άπνοια και την αδυναμία επιστροφής στις αγορές, αποτέλεσε η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
Πέρα από τις διαπιστώσεις ότι και ο εφετινός προϋπολογισμός κλείνει με υπερπλεόνασμα 8 δισ. ευρώ (4,5% του ΑΕΠ), δεδομένου ότι στο τέλος Οκτωβρίου το πρωτογενές πλεόνασμα ανήλθε σε 6,5 δισ. ευρώ(!), τα πράγματα δεν είναι ρόδινα, όπως θέλει να τα παρουσιάσει η κυβέρνηση. Αντίθετα, ο επικεφαλής του Γραφείου Φραγκίσκος Κουτεντάκης, ο οποίος έχει διατελέσει γραμματέας δημοσιονομικής πολιτικής, καταγράφει οκτώ κινδύνους για το 2019.
Το γεγονός ότι ο κ. Κουτεντάκης είναι ένα από τα «παιδιά του ΣΥΡΙΖΑ», όπως είχε χαρακτηριστεί από τα Μέσα όταν ανέλαβε ρόλο στις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς για το Μνημόνιο εξουσιοδοτημένος από τον Αλέξη Τσίπρα, δίνει ιδιαίτερο βάρος στις επισημάνσεις του για την πορεία την οικονομίας.
Οι επισημάνσεις απευθύνονται προς το Κοινοβούλιο, αλλά πρωτίστως προς τους «συντρόφους» του που παραμένουν σε άλλη εποχή. Φανταζόμαστε ότι με τις θέσεις αυτές συντάσσεται ακόμη και ο προκάτοχός του Παναγιώτης Λιαργκόβας.
Οι εστίες αβεβαιότητας
1. Η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων που θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και κατ’ επέκταση να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας.
2. Η συνέχιση των αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές εξαιτίας ταχύτερης ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων και ανατίμησης του δολαρίου και οι συνεπακόλουθες αρνητικές συνέπειες στις αναδυόμενες οικονομίες.
3. Η συνέχιση της έντασης στις σχέσεις ΕΕ – Ιταλίας που αναμένεται να κορυφωθούν με την επιβολή ποινών (προστίμων) από τις Βρυξέλλες καθώς την περασμένη Τετάρτη η ιταλική κυβέρνηση αρνήθηκε να προσαρμόσει τον προϋπολογισμό της και να περιορίσει το έλλειμμά της στο 2,4% το 2019.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδηγεί στην αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους, γεγονός που προφανώς αποτρέπει τις νέες εκδόσεις ομολόγων και δρα ανασταλτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Στην έκθεση επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι «ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του Μνημονίου οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου βρίσκονται σε επίπεδα άνω του 4%, κυρίως λόγω της Ιταλίας. Ευτυχώς το ταμειακό απόθεμα ασφαλείας διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας τουλάχιστον δύο έτη.
Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά τη μακρόχρονη κρίση».
4. Οι αποδόσεις των τίτλων του Δημοσίου επηρεάζουν το σύνολο των εγχώριων επιτοκίων και διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, δρώντας αποτρεπτικά για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων.
Συμπληρωματικά σε αυτό, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών περιορίζει τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις εγχώριες επενδύσεις και την ανάκαμψη της οικονομίας.
5. Το ενδεχόμενο βραδύτερης από την αναμενόμενη αύξησης των επενδύσεων το 2019, σε συνδυασμό με ταχύτερη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια αγαθά και τις υπηρεσίες, θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης.
6. Νέα, σημαντική πηγή αβεβαιότητας αποτελεί και η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια
πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα.
Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες.
Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων, με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο.
7. Η αβεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό, ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί.
8. Μια ακόμα εστία αβεβαιότητας προέκυψε από πρόσφατες υποθέσεις που έλαβαν ιδιαίτερη δημοσιότητα και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές αφορούν τις δημοσιευμένες λογιστικές καταστάσεις της εισηγμένης εταιρείας Folli Follie και την παραβίαση των κεφαλαιακών ελέγχων της Κίνας από ελληνική επιχείρηση με τη χρήση των συστημάτων πληρωμών POS ελληνικής συστημικής τράπεζας. Τέτοιες υποθέσεις δημιουργούν αμφιβολίες για τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και την επάρκεια των εποπτικών
αρχών και δεν συνεισφέρουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην επενδυτική κοινότητα.
Το μεγάλο ζητούμενο λοιπόν, σύμφωνα με τον κ. Κουτεντάκη, είναι «η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Αυτό είναι πρωτίστως ζήτημα θεσμικού πλαισίου και διαμόρφωσης των κατάλληλων μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου που διασφαλίζουν ότι τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας λειτουργούν με διαφανείς κανόνες ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα δημοσιονομικής ανευθυνότητας, χειραγώγησης αγορών και μονοπωλιακές καταστάσεις».

Χάνουμε διαρκώς σε ανταγωνιστικότητα

Ολα αυτά και ειδικά τα επιχειρηματικά σκάνδαλα εξηγούν και το γεγονός ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει χαμηλή σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και εμφανίζει τάσεις επιδείνωσης (παρά τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους).
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (Doing Business Report, Οκτώβριος 2018) η Ελλάδα κατατάσσεται στην 72η θέση μεταξύ 190 χωρών το 2018 έναντι της 67ης και 61ης θέσης αντίστοιχα το 2017 και το 2016. Επίσης, ο Δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum, Οκτώβριος 2018) κατατάσσει την Ελλάδα στην 57η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες καταγράφοντας υποχώρηση 4 θέσεων σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.