Υποδύεται τη Λαμπρινή Κωνσταντάκη, μια κλασική γυναίκα της υπαίθρου που κάνει τα πάντα για να προστατεύσει τον μονάκριβο γιο της, Πέτρο. Δεν χάνει την πίστη της για την τύχη του παιδιού της μετά το ναυάγιο, ακόμη και όταν όλα τα στοιχεία δείχνουν πως εκείνος χάθηκε για πάντα. «Με ελκύει σαν ηρωίδα η πίστη της σε μια αγάπη, εν προκειμένω στον γιο της, η διαίσθησή της, αλλά και η δύναμή της που ποιος ξέρει πού θα την οδηγήσει» θα πει στο «Βήμα» η Γιώτα Φέστα, για τον ρόλο της στη δραματική σειρά του Mega «Το Ναυάγιο» (Κυριακή-Τετάρτη, 22.50).

«Με γοητεύουν αυτές οι ηρωίδες, που κανείς δεν περιμένει, μέσα στα στενά πλαίσια ενός χωριού, 60 χρόνια πριν, να αντιδράσουν με αυτόν τον τρόπο. Η Λαμπρινή είναι «εκτός πλαισίου». Κι αυτό έχει μεγάλο υποκριτικό ενδιαφέρον. Αυτή η διαισθητική διερεύνηση  που προέκυψε στον χαρακτήρα αυτής της μάνας ήταν ένας δρόμος υποκριτικός που νιώθω πως κάπου με πηγαίνει, που έχει ενδιαφέρον και ίσως ξεφεύγει κι από μια στερεοτυπική προσέγγιση. Εχω ακόμα πολλά ερωτήματα για τη Λαμπρινή, κι όσο παραμένει αίνιγμα για μένα, τόσο κεντρίζει το ενδιαφέρον μου. Υποκριτικά προσπαθώ να λειτουργώ περισσότερο με ερωτηματικά παρά με απαντήσεις» συμπληρώνει.

Η αγάπη της μάνας για τα παιδιά της και η προσπάθειά της να τα σώσει με κάθε τρόπο, διαφοροποιείται στο πέρασμα των χρόνων; Πώς θα αντιδρούσατε στη θέση τής;

«Δεν πιστεύω πως διαφοροποιείται η αγάπη στο πέρασμα των χρόνων. Αλλάζουν τα κοινωνικά πλαίσια, ο τρόπος που διαχειρίζεται κανείς αυτή την αγάπη και φυσικά έχει πάντα σημασία ο χαρακτήρας μιας μητέρας. Δεν είναι όλες οι μητέρες το ίδιο. Η αγάπη όμως είναι η πιο δυνατή προστασία. Εύχομαι να μη βρεθώ στη θέση της ηρωίδας μου γιατί δεν έχω ιδέα πώς θα αντιδρούσα».

Τα δικά σας «ναυάγια» πώς τα διαχειρίζεστε;

«Με ψυχραιμία. Οσο περνάνε τα χρόνια προσπαθώ να προσθέτω και λίγη σοφία. Δεν τα καταφέρνω πολύ συχνά».

Στο «Ναυάγιο» συνυπάρχετε διαφορετικές γενιές ηθοποιών. Σας εμπνέει η συνεργασία με νέους καλλιτέχνες;

«Πάρα πολύ. Θαυμάζω πολύ τις νέες γενιές των ηθοποιών. Πέρα από τα ταλέντα τους, που είναι πολλά, έχουν μια ωριμότητα που δεν υπήρχε στη δική μου γενιά στις αντίστοιχες ηλικίες. Δουλεύω πολύ και καλά με νέους ανθρώπους, αλλά δεν πιστεύω και στη λατρεία της νεότητας. Εχω συναντήσει ανθρώπους μεγάλης ηλικίας νεότατους από πλευράς μυαλού και διάθεσης και αντίστοιχα νέους ανθρώπους με μυαλά παρωχημένα και αρτηριοσκληρωτικά. Δεν υπάρχουν κανόνες σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Επίσης να πω πως χαίρομαι και τις συναντήσεις με ηθοποιούς της γενιάς μου που δεν έτυχε να συναντηθούμε ή έχουμε να βρεθούμε πολύ καιρό. Είμαι ηθοποιός που έχω μεγάλη ανάγκη τον ηθοποιό απέναντί μου. Οπως οι περισσότεροι ηθοποιοί. Θέλω εκεί που ακουμπάει το βλέμμα μου να νιώθω σιγουριά, αποδοχή και εκτίμηση. Στην αντίθετη περίπτωση νιώθω μεγάλο κενό και είμαι δυστυχής».

Η μυθοπλασία συναντά ξανά τη λογοτεχνία. Ποιο βιβλίο/κείμενο θα θέλατε να δείτε στην τηλεόραση και γιατί;

«Θα μου άρεσε πολύ να δω ένα σύγχρονο αστικό μυθιστόρημα, όπως το «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές» της Ερσης Σωτηροπούλου ή το «Για την αγάπη της γεωμετρίας» της Σώτης Τριανταφύλλου, μάλιστα το συγκεκριμένο είχα σκεφτεί να το προτείνω κάπου. Οταν τα διάβαζα μπορούσα να τα φανταστώ πολύ εύκολα στην οθόνη. Είμαι σίγουρη πως υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα μυθιστορήματα που αγνοώ, που κανείς μπορεί να βασιστεί και να γράψει ένα σενάριο».

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια έκρηξη της μυθοπλασίας. Θεωρείτε ότι η τηλεόραση μπορεί να υποστηρίξει τόσο πολλές σειρές;

«Και βέβαια. Περισσότερη μυθοπλασία, λιγότερη ανοησία».

Τι σας λείπει από τη μικρή οθόνη;

«Η τηλεόραση έχει πολύ ωραίες στιγμές. Χαίρομαι που η ΕΡΤ έδωσε χώρο στη μυθοπλασία και από όσο έχει πάρει το μάτι μου, έχει πολύ ενδιαφέρουσες σειρές. Θα μου άρεσε να βλέπω πιο πολλές συνεντεύξεις με χαρισματικούς ανθρώπους. Ανθρώπους όχι τόσο διάσημους αλλά που μπορεί να διαθέτουν μια αποκαλυπτική ζωή».

Τελευταία γίνεται λόγος για κινηματογραφικές δουλειές στην τηλεόραση. Αληθεύει; Βλέπουμε κινηματογράφο στην τηλεόραση ή αυτά τα δύο διαφορετικά είδη δεν μπορούν να συναντηθούν;

«Κοιτάξτε, ο όγκος της δουλειάς που απαιτείται από μεριάς σεναρίων, σκηνοθεσίας, ηθοποιών και τεχνικών είναι πολύ μεγάλος. Σε σχέση με αυτό λοιπόν πιστεύω πως στην ελληνική τηλεόραση συντελείται ένα μικρό θαύμα. Ακριβώς επειδή ο κινηματογράφος δεν βρίσκεται και στην καλύτερη στιγμή του, οι άνθρωποι που δουλεύουν για την τηλεόραση και από πλευράς προγραμματισμού στοχεύουν στα καλύτερα. Και σε έναν μεγάλο βαθμό το έχουν πετύχει. Οι ηθοποιοί χρωστάμε μεγάλη χάρη στους ανθρώπους αυτούς που αποφασίζουν να ασχοληθούν με τη μυθοπλασία στην τηλεόραση. Ας μην ξεχνάμε πως οι περισσότεροι προέρχονται από κινηματογραφικές σπουδές και αγαπάνε το σινεμά. Η ποιότητα των τηλεοπτικών σειρών έχει μεγάλη διαφορά από τα προηγούμενα χρόνια. Κινηματογράφος δεν είναι φυσικά γιατί ο στόχος είναι ένα μεγαλύτερο κοινό. Αλλά τα τελευταία χρόνια ακούω ανθρώπους που δεν έβλεπαν τηλεόραση στο παρελθόν να έχουν μια σχέση και να αναζητούν στην τηλεόραση ενδιαφέροντα πράγματα. Ας μην ξεχνάμε και τα χρόνια της πανδημίας. Ο εγκλεισμός μας δημιούργησε άλλες ανάγκες. Προσωπικά όμως θα ήθελα και να ξαναβρούμε τη γοητεία της κινηματογραφικής αίθουσας».

Σας λείπει ο κινηματογράφος;

«Σαν θεατής ναι. Τον τελευταίο καιρό άρχισα πάλι να πηγαίνω σινεμά και αυτό το αίσθημα της ελευθερίας που έχω πηγαίνοντας να δω μια ταινία που περιμένω στο σινεμά, αναγνωρίζω πόσο αναντικατάστατο είναι. Σαν ηθοποιός επίσης δεν μπορώ να μη δω πόσο στενεύουν τα περιθώρια για ρόλους στο σινεμά όταν μεγαλώνεις. Οπως και να έχει, το σινεμά είναι για τους νέους. Αλλά έχω περάσει πολύ ωραία χρόνια στο σινεμά που ήταν στενά συνδεδεμένα με την προσωπική μου ζωή. Εχω πολλά να θυμάμαι».

Στις δουλειές λειτουργείτε περισσότερο μεθοδικά η βάσει ενστίκτου;

«Στη δουλειά έχω πολύ δυνατό ένστικτο, ιδιαίτερα όταν κάτι με ενδιαφέρει πολύ. Και συνήθως συμβαίνει να βρίσκω αρκετά νωρίς την κατεύθυνση που θα ακολουθήσω υποκριτικά. Αλλά πιστεύω στη συνέργεια στη δουλειά μας. Φροντίζω το προσωπικό μου ένστικτο να συμπεριληφθεί στο όραμα μιας ομάδας ή ενός σκηνοθέτη. Είναι πολύ ανακουφιστικό για τον ηθοποιό να υπακούει στη μέθοδο ενός σκηνοθέτη όταν αυτή υπάρχει».