Η παροδικότητα, αυτή η αέναη ροή και μεταβολή που χαρακτηρίζει τη ζωή και τον κόσμο γύρω μας, είναι το κεντρικό θέμα της παράστασης «Impermanence», που παρουσιάζει η Sydney Dance Company στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου (4/7).

Ο Ραφαέλ Μπονατσέλα, καλλιτεχνικός διευθυντής της ομάδας και δημιουργός της συγκεκριμένης παράστασης, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Σίδνεϊ το 2021, αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα και το βάθος αυτής της στιγμής. «Η απήχηση του έργου σε αυτό το θέατρο δεν είναι μόνο καλλιτεχνική, αλλά φιλοσοφική και ιστορική» όπως θα πει στο «Βήμα».

«Το «Impermanence»είναι μια σωματική εξερεύνηση της παροδικότητας, της απώλειας και της μεταμόρφωσης, θεμελιωδών υπαρξιακών θεμάτων που αντηχούν τις ερωτήσεις που γεννήθηκαν ακριβώς σε αυτή τη γη». Η παρουσίαση του έργου στον τόπο όπου γεννήθηκε η δυτική σκέψη το εντάσσει σε έναν ζωντανό διάλογο με χιλιάδες χρόνια φιλοσοφικής αναζήτησης: «Τα ερείπια της Επιδαύρου ακόμα πάλλονται με τη σκέψη του Ηράκλειτου και της ιδέας πως «τα πάντα ρει». Και το έργο αυτό είναι, με έναν τρόπο, μια σύγχρονη προσφορά, μια σωματοποιημένη απόκριση σε αυτή την αρχαία, και πάντα επίκαιρη, συζήτηση για την ανθρώπινη συνθήκη».

Το έργο ξεκίνησε να δημιουργείται στις αρχές του 2020, λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία, με τη μουσική του επένδυση να την έχει αναλάβει ο αμερικανός συνθέτης, κιθαρίστας και συνιδρυτής του συγκροτήματος The National Μπράις Ντέσνερ (στο Ηρώδειο θα την ερμηνεύσει το κουαρτέτο εγχόρδων Zaïde Quartet).

Με την επιβολή της καραντίνας, η αρχική σύνθεση 40 λεπτών μεταμορφώθηκε σε κάτι μεγαλύτερο, κάτι που γεννήθηκε μέσα στην απομόνωση, σε έναν κόσμο εύθραυστο και αβέβαιο. «O Mπράις μου είπε ότι σκεφτόταν πολύ έντονα την έννοια της προσωρινότητας. Οτι τίποτα δεν είναι για πάντα, ούτε καν τα κτίρια που στέκουν για 600 χρόνια και μετά εξαφανίζονται».

Διότι είχε προηγηθεί η καταστροφική πυρκαγιά στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων, στην πόλη όπου ζει ο Ντέσνερ, ενώ είχαν ακολουθήσει σε σύντομο χρονικό διάστημα οι μεγάλες φωτιές στην Αυστραλία. Αυτό το «μαύρο καλοκαίρι» του ’19 εισχώρησε μέσα στο έργο, «έγινε μέρος της ίδιας του της ενέργειας» όπως θα πει ο Μπονατσέλα. «Κάθε εποχή, κάθε κρίση, προσθέτει ένα καινούργιο στρώμα στο έργο. Αυτή είναι η ίδια η φύση της τέχνης: ένα αποτύπωμα του καιρού μας».

Η χορογραφία του Μπονατσέλα συνδυάζει το κλασικό μπαλέτο με τη μοντέρνα κίνηση και φέρνει  το σώμα στο επίκεντρο, τις δυνατότητες του οποίου εξερευνά, αναδεικνύοντας τη συναισθηματική ένταση των έργων.

«Με αφορά το πώς κινείται, πώς αναπνέει, πώς επικοινωνεί. Γι’ αυτό και κάθε φορά που συνεργάζομαι με ενδυματολόγους, τους λέω ότι μπορούν να είναι όσο δημιουργικοί θέλουν, αλλά να κρατούν τη δουλειά τους λιτή: Δεν θέλω τίποτα που να αποσπά το βλέμμα από το σώμα». Το οποίο σώμα το θέλει να είναι «νοήμον» και με προσωπικότητα.

Ο Ραφαέλ Μπονατσέλα.

«Στη Sydney Dance Company κανείς δεν μοιάζει με κανέναν. Νιώθω ευγνώμων που δουλεύω με ανθρώπους που φέρνουν τόσο διαφορετικές εμπειρίες, τόση αυτοπεποίθηση. Δεν με νοιάζει μόνο η τεχνική ή η εμπειρία. Αν είσαι γυναίκα, μπορεί να χρειαστεί να σηκώσεις έναν άνδρα. Και μερικές φορές αυτό ξενίζει, γιατί κάποιοι περιμένουν από τις γυναίκες να είναι απλώς γλυκές, θηλυκές, διακριτικές. Στη δουλειά μας, οι γυναίκες μπορούν να είναι τα πάντα, όπως αντίστοιχα και οι άνδρες. Στην ομάδα υπάρχουν και άτομα που δεν προσδιορίζονται ούτε ως άνδρες ούτε ως γυναίκες. Είναι απλώς… άνθρωποι. Αυτό είναι για εμένα η Sydney Dance Company: μια συνάντηση ανθρώπων μέσα από τον χορό».

Από την Κάιλι ως την Τίνα

Στην καριέρα του Μπονατσέλα όμως υπάρχει και μια άλλη πτυχή που περιλαμβάνει ανθρώπους που προσδιορίζονται ως ποπ σταρ. Οπως η Κάιλι Μινόγκ, η οποία πρωτοείδε δουλειά του (για την ακρίβεια ο creative director της) στην παράσταση «Linear Remains» της Rambert Dance Company του Λονδίνου το 2001 και φρόντισε να επικοινωνήσει μαζί του για να τη χορογραφήσει για τα επερχόμενα Brit Awards.

Ακολούθησαν οι περιοδείες της «Fever» και «Showgirl», πριν και μετά τη μάχη της με τον καρκίνο. «Ανέκαθεν ονειρευόμουν να γίνω χορογράφος. Ομως στην πραγματικότητα έβγαζα τα προς το ζην ως χορευτής. Κι ύστερα ήρθε η πρόταση από την Κάιλι. Το είδα ως μια ευκαιρία. Σήμερα είναι πιο συνηθισμένο για σύγχρονους χορογράφους να συνεργάζονται με ποπ καλλιτέχνες, αλλά τότε δεν ήταν».

Πώς είναι, άραγε, να χορογραφείς για την ποπ μουσική, για θεάματα που δεν θεωρούνται «υψηλή τέχνη», όπως θεωρούνται ο κλασικός ή ο σύγχρονος χορός; «Προσωπικά, εγώ δεν βλέπω μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην «υψηλή τέχνη»και στην ποπ. Και τα δύο είναι μορφές έκφρασης, διαφορετικοί τρόποι συγκίνησης και σύνδεσης με το κοινό. Είτε δημιουργώ στον δομημένο χώρο του σύγχρονου χορού είτε συνεργάζομαι με σχεδιαστές μόδας ή για διαφημίσεις αυτοκινήτων, αυτό που με κινεί είναι πάντα το ίδιο: πώς να κάνω καλή δουλειά με σεβασμό προς τον κάθε καλλιτέχνη και πώς να παραμένω αληθινός απέναντι στον εαυτό μου και στην ενέργειά μου».

Θυμάται, για παράδειγμα, τη συνεργασία του με την Τίνα Τέρνερ: «Ηθελα πραγματικά το καλύτερο για εκείνη. Ξέρεις, εγώ είμαι ειδικός στο να κατανοώ το σώμα ως εκφραστικό μέσο, αλλά δεν σημαίνει ότι αυτό που της χρειάζεται είναι να κυλιστεί στο πάτωμα ή να κάνει αραμπέσκ. Σημαίνει ότι πρέπει να συνεργαστούμε ώστε εκείνη να μπορέσει να συνδεθεί ουσιαστικά με το κοινό της. Στον σύγχρονο χορό δουλεύουμε με ακρίβεια, βάθος, έννοιες. Στην ποπ, η σύνδεση γίνεται σε τελείως διαφορετική κλίμακα. Εχω βρεθεί σε στάδια με δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Και αυτό είναι μια άλλη, μοναδική μορφή επικοινωνίας».  

Στον απόηχο του Φράνκο

Δεν μπορούσε βέβαια να φανταστεί αυτή την εξέλιξη όταν γεννιόταν στη δεκαετία του ’70 στην Ισπανία, σε μια εποχή πολιτικής και κοινωνικής μετάβασης. «Η δικτατορία του Φράνκο έπεσε όταν ήμουν τριών ετών» θυμάται. H οικογένειά του έφυγε από τα νότια της χώρας και εγκαταστάθηκε κοντά στη Βαρκελώνη, στη La Carriga, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Ηταν άνθρωποι της εργατικής τάξης – οι παππούδες του εργάζονταν από τα 15 τους σε εργοστάσια – και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ήταν γεμάτο στερεότυπα γύρω από τα φύλα. «Ημουν το αγόρι που ήθελε να χορεύει σε μια πολύ μάτσο κουλτούρα. Ημουν ο μεγαλύτερος από τέσσερα αδέρφια, έπρεπε να δίνω και το καλό παράδειγμα. Δεν ήταν εύκολο».

Η μητέρα του υπήρξε η σύμμαχός του. «Ηθελα να τραγουδήσω, μου έλεγε: «τραγούδα». Ηθελα να χορέψω, με άφηνε να χορέψω. Ηταν πάντα στο πλευρό μου. Ο πατέρας μου είχε ζήσει μια σκληρή ζωή, δεν ήξερε πώς να διαχειριστεί ένα παιδί που ήθελε να χορεύει και να τραγουδάει. Ομως πιστεύω πως αν ζούσε σήμερα, θα ήταν περήφανος».

Ακόμα όμως και αυτός ο αμήχανος πατέρας τού επέτρεψε να παίρνει κάθε εβδομάδα το τρένο για Βαρκελώνη από τα 15 του χρόνια ώστε να παρακολουθεί μαθήματα χορού. Από την Ισπανία μετακόμισε στο Λονδίνο, όπου εκπαιδεύτηκε στο London Studio Centre, χόρεψε με τη Rambert Dance Company και οδηγήθηκε τελικά στην Αυστραλία το 2009 για να αναλάβει καθήκοντα καλλιτεχνικού διευθυντή στη Sydney Dance Company, η οποία ιδρύθηκε το 1969.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι την ανανέωσε πλήρως, μετατρέποντάς τη σε μία από τις πιο δυναμικές ομάδες σύγχρονου χορού στην Αυστραλία. Η ομάδα περιοδεύει σε μεγάλα φεστιβάλ και θέατρα παγκοσμίως και έχει κερδίσει διεθνή αναγνώριση.

Επιπλέον, ήταν η πρώτη δυτική ομάδα σύγχρονου χορού που παρουσίασε παράσταση στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. «Εχω κάνει αναθέσεις σε αυστραλούς χορογράφους όπως οι Μέλανι Λέιν, Στέφανι Λέικ, Γκαμπριέλ Νάνκιβελ, που πλέον δουλεύουν διεθνώς, και έχω φέρει στην Αυστραλία πολλούς χορογράφους από την Ευρώπη και την Ασία» όπως θα πει – σημειωτέον και τον Αντώνη Φωνιαδάκη.

«Με έχουν χαρακτηρίσει «γενναιόδωρο». Τι θα πει αυτό; Ενας καλός καλλιτεχνικός διευθυντής έχει καθήκον να υποστηρίζει ταλαντούχους δημιουργούς. Νιώθω πως βρίσκομαι σε προνομιακή θέση: διευθύνω τη μοναδική πλήρους απασχόλησης ομάδα σύγχρονου χορού της χώρας. Και αυτό έχει βάρος και ευθύνη».

Πέρα όμως από το καλλιτεχνικό όραμα, υπάρχει και η ευθύνη της υλοποίησής του. «Μόλις το 30% της χρηματοδότησής μας προέρχεται από το κράτος. Το υπόλοιπο πρέπει να το εξασφαλίσουμε μόνοι μας» εξηγεί. «Στην Αυστραλία υπάρχει διάθεση υποστήριξης από ιδιώτες, αλλά χρειάζεται ενεργοποίηση. Οργανώνω δείπνα για να βρω υποστηρικτές που θα συμβάλουν στη δημιουργία νέων έργων. Κάθε χρόνο κάνουμε ένα μεγάλο γκαλά, όπου πρέπει να συγκεντρώσουμε μισό εκατομμύριο δολάρια για να συνεχίσουμε να λειτουργούμε».

Μήπως είναι λοιπόν δύσκολοι οι καιροί για να είσαι καλλιτέχνης; «Είναι πάντα καλή εποχή να είσαι καλλιτέχνης» απαντά χωρίς δισταγμό ο Μπονατσέλα. «Δεν αρκεί βέβαια το ταλέντο. Πρέπει να έχεις προσωπική φωνή αλλά και να έχεις αντοχή να μείνεις πιστός σε αυτή, ειδικά σε μια εποχή γεμάτη θόρυβο, συγκρίσεις και πίεση από όλες τις πλευρές».

Ο ίδιος βλέπει την αυθεντικότητα ως βασική συνθήκη δημιουργίας: «Τα πιο δυνατά έργα γεννιούνται από έναν αυθεντικό εσωτερικό «τόπο». Οταν ήμουν νέος, προσπαθούσα να είμαι μοντέρνος, να γίνω σαν τους χορογράφους που θαύμαζα. Και μετά κατάλαβα: «Ραφαέλ, ο δρόμος σου είναι αλλιώτικος»». Η συμβουλή του προς τους νεότερους είναι ξεκάθαρη: να είναι περίεργοι, ανοιχτοί, να πιστεύουν σε αυτό που κάνουν και κυρίως να μη φοβούνται το ρίσκο ή την αποτυχία. «Συχνά η αποτυχία είναι η στιγμή όπου συμβαίνει η πραγματική εξέλιξη».

Θυμάται τις δικές του δυσκολίες στα πρώτα χρόνια στο Λονδίνο: «Εστελνα αιτήσεις παντού. Είχα μια κασέτα VHS, την αντέγραφα σε μια άλλη και την έστελνα σε όλους τους μεγάλους χορογράφους. Κάποιοι απαντούσαν, άλλοι όχι. Μιλώντας συχνά με νέους, μου λένε: «Εχετε ένα εντυπωσιακό βιογραφικό». Και τους απαντώ: «Eπρεπε να είχα άλλο ένα με όλες τις απορρίψεις που έχω εισπράξει. Αυτό θα ήταν πολύ μεγαλύτερο»».

INFO «Impermanence» από τη Sydney Dance Company στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 4 Ιουλίου.