Η πρώτη επαφή του Αντώνη Φωνιαδάκη με το «Boléro» του Μoρίς Ραβέλ ήταν «σαν ένα γαργαλητό», κάτι που ξυπνά το σώμα και τη φαντασία· ένα στιγμιαίο πυροτέχνημα που όμως άφησε αποτύπωμα. Το έργο αυτό, τόσο εμβληματικό και πολυερμηνευμένο, αποτέλεσε αφορμή και αφετηρία για μια δημιουργία που, όποτε παρουσιάζεται, ανανεώνεται.
Από την αρχική του μορφή με το Εθνικό Θέατρο της Κροατίας στη Ριέκα, μέχρι την παράσταση εν είδει περφόρμανς στον ανοιχτό χώρο του Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας και την πιο πρόσφατη πρεμιέρα με την Dance Company Theaterhaus στη Στουτγάρδη με 14 χορευτές – πάντα πάνω σε τραμπολίνο(!) –, το «Boléro» έγινε ένα έργο που συνεχίζει να μεταμορφώνεται και να επανατοποθετείται.
Στην εκδοχή που φέρνει στο Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» (στις 28, 29 και 30/5), ο Φωνιαδάκης τοποθετεί απέναντι στο «Boléro» το «Unseen», που συνομιλεί με μια σειρά λιγότερο γνωστών έργων πιάνου του Ραβέλ, δημιουργώντας ένα δίπτυχο με αντιθέσεις και συνομιλίες: δύο διαφορετικές όψεις του ίδιου συνθέτη, αλλά και δύο διαφορετικές ποιότητες στη χορογραφία.
Εξάλλου, όπως θα πει και ο ίδιος από το σπίτι του στην Αθήνα, όπου βρίσκεται αυτόν τον καιρό – αυτός ο «νομάς του χορού», καθότι ανεξάρτητος χορογράφος –, η φύση της χορογραφίας του είναι τέτοια που δεν είναι ποτέ η ίδια: αφήνει χώρο για διαφορετικές εκτελέσεις, για μια «παιχνιδιάρικη διάθεση» που δεν εγκλωβίζεται στη σκηνική σύμβαση.
Τι σας ενέπνευσε να συνδέσετε τη μουσική επιμονή του «Boléro» του Ραβέλ με τη σκηνική χρήση των τραμπολίνο;
«Οταν ακούω το «Boléro», νιώθω πως υπάρχει ένας πομπός που επιμένει ασταμάτητα. Σαν τις μηχανές που αντλούν πετρέλαιο, έχει αυτή την παλμική, σχεδόν επίμονη, ενέργεια. Με εντυπωσίασε αυτή η λιτότητα, η εμμονή σε ένα μοτίβο.
Ετσι, αναζητούσα τρόπους να το αποδώσω σκηνικά. Μια μέρα, τυχαία, προτού πάω στην πρόβα, περνούσα έξω από ένα γυμναστήριο και είδα κάποιους να πηδούν σε τραμπολίνο. Τράβηξα ένα βίντεο. Το βράδυ, στο ξενοδοχείο, έβαλα τη μουσική του «Boléro» πάνω στο βίντεο και μου έκανε τρομερή εντύπωση πόσο φυσικά ταίριαζε αυτή η κίνηση, η αίσθηση του σώματος επάνω σε μια μεμβράνη που πάλλεται. Είπα: «Θα το κάνω».
Δεν ήξερα ακριβώς τι θα προκύψει, αλλά πήρα το ρίσκο. Η παράσταση έχει σίγουρα ακροβατικά στοιχεία, είναι εξαντλητική για τους χορευτές, τεχνικά πολύ απαιτητική. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω πως υπάρχει μέσα της μια μουσική μελέτη: πώς μπορεί ένα μοτίβο να διατηρείται σταθερό, να επαναλαμβάνεται, και όμως να μετακινείται μέσα στον παλμό της μουσικής. Ηθελα επίσης να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό σε σχέση με τη μέχρι τώρα δουλειά μου.
Συνήθως δημιουργώ σύνθετα ντουέτα, σωματικές επαφές, ομαδικές συνθέσεις. Εδώ είναι η μόνη χορογραφία μου όπου οι χορευτές δεν αγγίζουν καθόλου ο ένας τον άλλον. Πάντα φοβόμουν να το κάνω αυτό, αλλά αυτή η φόρμα μού έδωσε την ευκαιρία. Αργότερα, σκέφτηκα και την εμπειρία μου από τον Μπεζάρ και τη χορογραφική του προσέγγιση στο «Boléro».
Θυμάμαι μια σκηνή με ένα τεράστιο τραπέζι και έναν άνθρωπο επάνω του. Ξαναβλέποντας τα τραμπολίνο, τα ένιωσα σαν μικρά τραπέζια που πάλλονται. Μια μικρογραφία του «Boléro» του Μπεζάρ, αλλά με μια άλλη ανάγνωση. Αυτές ήταν οι πρώιμες ιδέες που είχα».
Εχετε αναφέρει ότι δεν φοβάστε κανένα είδος ή τεχνική στον χορό. Ποιο είναι το πιο απροσδόκητο είδος ή στοιχείο που έχετε ενσωματώσει σε έργο σας;
«Σε κάθε δουλειά, πάντα υπάρχουν μέρη ή πτυχές της δημιουργικότητάς μου μέσα από τα οποία θέλω να προκαλέσω μια εσωτερική ζύμωση, να ξαναδώ τι κάνω και πού στέκομαι.
Συχνά με χαρακτηρίζουν ως έναν χορογράφο περίτεχνο, τεχνικό, με έντονη κινησιολογική ταχύτητα. Αυτό το στοιχείο της εντυπωσιακής έκφρασης υπάρχει, αλλά δεν επαναπαύομαι σε αυτό. Δεν θέλω να έχω μια ταυτότητα που απλώς επαναλαμβάνεται. Αναζητώ ρίσκα.
Εχω συνεργαστεί με εικαστικούς, έχω δουλέψει με break dancers. Υπάρχει μια παιδική αφέλεια μέσα μου, μια διάθεση να δοκιμάσω πράγματα που δεν γνωρίζω πλήρως και νομίζω ότι κάπως αυτή η «γραφή» εισχωρεί και τελικά δένει τα ετερόκλητα στοιχεία.
Αυτό με ενδιαφέρει: να δημιουργείται ένα σύνολο μέσα από διαφορετικά υλικά και εμπειρίες. Δεν προσπαθώ να παρουσιαστώ ως χορογράφος που ακολουθεί το status quo ή που έχει μια σφραγισμένη υπογραφή και την επαναλαμβάνει.
Ταυτόχρονα, δεν απορρίπτω όσα έχω κατακτήσει. Τιμώ τη διάθεσή μου, σέβομαι την τεχνική μου – υπάρχει, είναι εκεί, απλώς δεν την αφήνω να με περιορίζει».
Η τεχνική σας μοιάζει να κινείται με ευελιξία ανάμεσα στην ακρίβεια και τον αυτοσχεδιασμό. Πόσο απαιτητική είναι για εσάς η διατήρηση αυτής της ισορροπίας;
«Αυτή η αντίθεση υπάρχει έντονα στη δουλειά μου: από τη μία, η σύνθεση είναι εξαιρετικά τεχνική, από την άλλη, απαιτεί από τον χορευτή να την αφομοιώσει και να την εκφράσει με προσωπικότητα. Το να φτάσει κανείς σε αυτό το σημείο, προϋποθέτει υψηλή τεχνική κατάρτιση και βαθιά κατανόηση του σώματος.
Παρ’ όλα αυτά, ο στόχος δεν είναι να αναδείξω τη δυσκολία, όπως γίνεται στο κλασικό μπαλέτο, που το βλέπεις και λες «ουάου». Στη δική μου περίπτωση, μπορείς να αισθανθείς ότι κάτι είναι δύσκολο, αλλά δεν προβάλλεται με την πρόθεση να εντυπωσιάσει. Η πρόθεση είναι να σε βάλει σε μια εσωτερική εγρήγορση, να συμμετέχεις συναισθηματικά. Μπορεί να σε ταράξει, να σε αναστατώσει, αλλά για εμένα αυτό είναι το ενδιαφέρον σημείο.
Εκείνη την ώρα, στη σκηνή, οι χορευτές δεν ελέγχουν απόλυτα την κατάσταση. Μετουσιώνονται. Η κόπωση έρχεται, τους μεταμορφώνει, δημιουργεί μια διαφορετική δυναμική. Και κάθε φορά αυτή η δυναμική είναι αλλιώτικη. Η παράσταση ποτέ δεν είναι ίδια. Τα λάθη είναι ευπρόσδεκτα, η εξάντληση επίσης, γιατί φέρνει μαζί της μια άλλη ποιότητα, μια άλλη έκφραση.
Οι χορευτές δεν λειτουργούν σαν ρομπότ – το ζουν πραγματικά. Και αυτό το «ζωντανό» στοιχείο είναι που κρατά το έργο αυθεντικό».
Εχετε μπει σε πολλά διαφορετικά πεδία, από την όπερα μέχρι το σινεμά. Υπάρχει κάποιο που νιώθετε πως ακόμα σας «καλεί» αλλά δεν το έχετε προσεγγίσει;
«Ενα περίεργο πεδίο που με καλεί, γιατί κάποια στιγμή μού είχαν κάνει πρόταση, είναι το καλλιτεχνικό πατινάζ, αλλά τότε δεν του έδωσα σημασία. Ισως τώρα να κάνω κάτι διαφορετικό, για παράδειγμα να αναλάβω τη χορογραφία σε μια μεγάλη διοργάνωση ή μια συναυλία. Είναι μεν χορός, αλλά έχει μια άλλη συνειδητοποίηση για το τι ακριβώς κάνεις.
Εχει και ένα στοιχείο διασκέδασης, αλλά και μια τεράστια εμβέλεια. Είναι και κάπως της μόδας τώρα, βλέπεις μεγάλους τραγουδιστές που έχουν ενσωματώσει τον χορό βαθιά στο έργο τους. Ο χορός έχει εισχωρήσει παντού. Και, παρ’ όλα αυτά, είναι σαν να παραμένει πάντα ο «δεύτερος πρωταγωνιστής». Και αυτό το θεωρώ κρίμα. Γιατί στην ουσία ο χορός είναι παντού, απλώς δεν του δίνεται πάντα η θέση που του αξίζει».
Γίνεται πάντως πολύ μεγαλύτερη κουβέντα από ό,τι παλαιότερα για χορογράφους χάρη στα social media. Αυτό δεν ευνοεί τον χορό;
«Γίνεται όντως και υπάρχουν εμπνευσμένοι άνθρωποι που έχουν δουλέψει στο εμπορικό θέατρο και έχουν κάνει εξαιρετικά πράγματα. Αλλά στο τέλος τι μένει; Η συνεργασία με έναν διάσημο ποπ τραγουδιστή ή μια μακρά πορεία, μέσα από την οποία πάλεψαν, εξάντλησαν τον εαυτό τους και έχτισαν σταδιακά μια διαδρομή;
Αυτό που με εντυπωσιάζει σήμερα είναι το πώς το επικοινωνιακό κομμάτι έχει γίνει πιο δυνατό από το ίδιο το έργο. Ξαφνικά κάποιος γίνεται «κάτι», ενώ προηγουμένως δεν ασχολιόταν κανείς, παρά την πολλή δουλειά που είχε ήδη κάνει. Είναι σημείο των καιρών, εκεί πηγαίνει ο κόσμος.
Απλώς, επειδή ανήκω σε μια γενιά προ Internet, με ξαφνιάζει. Με προβληματίζει η ταχύτητα με την οποία κάποιοι αναδύονται, σε σύγκριση με άλλους που έχουν κάνει μεγάλο έργο αθόρυβα. Δεν το κατακρίνω, απλώς τονίζω ότι χρειάζεται σεβασμός, όχι απλώς στην «πορεία» κάποιου, αλλά στον χρόνο που απαιτείται για να ωριμάσει και να παρουσιαστεί κάτι ουσιαστικό.
Με ενοχλεί αυτή η αδηφαγία: να χρησιμοποιείς έναν άνθρωπο, μια δυναμική του, και μετά να τον αφήνεις, να πας στον επόμενο. Εμένα μου αρέσει η πίστη, το να παρακολουθείς κάτι, να περιμένεις να εξελιχθεί, να καταλάβεις το βάθος του».
Από τη στιγμή που δεν έχετε πια σταθερή ομάδα, η εναλλαγή προσώπων φέρνει προκλήσεις ή είναι κάτι που εμπλουτίζει τη δημιουργική διαδικασία;
«Πλέον γνωρίζω όλους τους χορευτές, έχουμε ξαναδουλέψει μαζί. Κάθε φορά που ξεκινώ κάτι καινούργιο, επιδιώκω ένα 70% της ομάδας να αποτελείται από ανθρώπους με τους οποίους έχω ήδη συνεργαστεί. Μου προσφέρει ένα πάτημα, μια αίσθηση ασφάλειας.
Δεν νομίζω ότι έχω πια το σθένος να ανοίγομαι εντελώς σε καινούργια πρόσωπα χωρίς να είμαι σίγουρος ότι η χημεία θα λειτουργήσει άμεσα. Θέλω ένα πάντρεμα: ανθρώπους οικείους και κάποιους νέους που, αν όλα πάνε καλά, ίσως επανέλθουν και σε επόμενα πρότζεκτ.
Η μόνη δυσκολία με αυτόν τον τρόπο δουλειάς είναι ότι, όταν προκύπτει η ανάγκη να ξαναπαρουσιαστεί η παραγωγή, όπως τώρα, με έναν προγραμματιστή από το εξωτερικό που ενδιαφέρεται να την πάρει, δεν υπάρχει σταθερή ομάδα. Και αυτό μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε μια ενδεχόμενη περιοδεία, γιατί οι περισσότεροι έχουν άλλες υποχρεώσεις.
Το ίδιο ζήτημα αντιμετώπισα και στο «Salema», που παρότι έκανε μια αρκετά μεγάλη περιοδεία, δεν πήγε όσο μακριά θα μπορούσε».
Τη σταθερότητα βάσης και ομάδας θα τη θέλατε, σας λείπει;
«Από τη μία, έχω συνηθίσει να φεύγω, να πηγαίνω σε νέους προορισμούς, γιατί πάντα υπάρχει η αγάπη για το καινούργιο, το συναρπαστικό στοιχείο του άγνωστου. Από την άλλη, όμως, έρχεται και η κούραση με τα χρόνια, όχι μόνο βιολογικά και σωματικά, γιατί μεγαλώνουμε, αλλά και ψυχολογικά.
Βρίσκομαι σε ένα κομβικό σημείο αυτή την περίοδο. Αν υπήρχε κάτι που μπορούσε να διασφαλίσει ότι κάτι μπορεί να εξελιχθεί και να ευδοκιμήσει για τρία ή τέσσερα χρόνια, τότε σίγουρα θα σκεφτόμουν σοβαρά να δημιουργήσω μια βάση από την οποία θα μπορούσα να συνεχίσω τα freelance πρότζεκτ. Αυτή τη στιγμή ίσως αναζητώ κάτι τέτοιο.
Δεν το επιδιώκω ακόμα και δεν κάνω κινήσεις, αλλά είμαι τελείως ανοιχτός στο να μπω σε μια τέτοια συνθήκη».
Τι μορφή θα είχε αυτή η συνθήκη; Θα ήταν μια θεσμική θέση;
«Στην Αθήνα είχα την εμπειρία με κρατικό θεσμό στη Λυρική και ήταν φανταστική, αλλά αν ήταν να ξεκινήσω κάτι από την αρχή, θα προτιμούσα να είναι κάτι δικό μου. Θα ήθελα να υπάρχει κάτι εξολοκλήρου καινούργιο που να διαπνέεται από τη δουλειά μου και να ανοίγεται και σε άλλους δημιουργούς.
Μια τέτοια ομάδα θα μπορούσε να είναι φιλοξενούμενη σε μια σκηνή, συνεργαζόμενη με κρατικό και ιδιωτικό φορέα. Να είναι μια σύμπραξη για να δημιουργηθεί μια ομάδα ρεπερτορίου στην ελεύθερη αγορά, που δεν υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα. Η ομάδα θα μπορούσε να έχει συμβόλαιο με τους χορευτές για όλη τη χρονιά, με έναν σταθερό προγραμματισμό, ώστε να είναι βιώσιμη και να δρα σε συνεργασία με θέατρα της χώρας. Δεν με ενδιαφέρει να δημιουργώ μια ομάδα που απλώς ζητά επιχορήγηση για κάθε πρότζεκτ.
Θέλω κάτι που να τρέχει συνεχώς, με ένα σχέδιο και προγραμματισμό, ώστε να δημιουργηθεί μια βιώσιμη βάση. Εχω ήδη διαμορφώσει ένα πλάνο στο μυαλό μου και στο παρελθόν υπήρξαν συζητήσεις με κάποιες φωνές που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά δεν ευδοκίμησε».
Γιατί συνέβη αυτό;
«Θεωρώ ότι στην Ελλάδα δεν έχουμε δει τον χορό ως προϊόν, αλλά κυρίως ως καλλιτεχνική συνεισφορά και παρουσία, χωρίς να αναγνωρίζεται η αξία του ως μια αγορά στην οποία πραγματικά γίνεται δουλειά. Στο εξωτερικό, αυτός είναι ο τομέας στον οποίο κινούμαι και δημιουργώ, σε μια βιομηχανία θεάματος που αποφέρει μεγάλα έσοδα. Στην Ελλάδα, υπάρχει φοβία σχετικά με το αν κάτι τέτοιο μπορεί να πετύχει».
Υπάρχει το κοινό στην Ελλάδα που μπορεί να υποστηρίξει αυτή τη διευρυμένη αγορά;
«Από την εμπειρία μου στη Λυρική Σκηνή είδαμε ότι κάναμε παραστάσεις με γεμάτα θέατρα. Ο κόσμος δείχνει ενδιαφέρον για τον χορό. Οταν οι NDT έρχονται στο Μέγαρο, το Μέγαρο γεμίζει – το ίδιο συνέβη και με το «Salema». Οταν υπάρχει μια βάση, όπου ο κόσμος καταλαβαίνει ότι γίνεται χορός, αυτό είναι σίγουρα θετικό.
Ωστόσο, δεν μπορεί αυτό να ισχύει μόνο για δύο ή τρία θέατρα στη χώρα. Θα μπορούσε να αποτελέσει έμπνευση και για μικρότερες σκηνές, ώστε να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο ροής, αλλά αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με μία μόνο παρουσίαση τον χρόνο. Πρέπει να κάνεις τον κόσμο να ενδιαφερθεί για κάτι που υπάρχει. Οσο υπάρχει, θα θέλει να το βλέπει, ειδικά όταν παρουσιάζεις έργα και ιδέες που τον ξεσηκώνουν και προκαλούν δονήσεις, που δεν απευθύνονται μόνο σε 200 άτομα.
Για εμένα, ο χορός στην Ελλάδα έχει συνδεθεί με κάτι που είναι μεν καλλιτεχνικό, αλλά απευθύνεται κυρίως σε ένα εξειδικευμένο κοινό, και πολλές φορές δημιουργείται μια εσωστρέφεια και βαρύτητα γύρω από αυτό. Στο εξωτερικό υπάρχει μια πραγματική βιομηχανία χορού, με πληθώρα προτάσεων, και το κοινό βλέπει χορό τακτικά. Το γεγονός ότι ομάδες χορού από το εξωτερικό γεμίζουν τα θέατρα στην Ελλάδα δείχνει πως υπάρχει ενδιαφέρον. Ωστόσο, η ερώτηση είναι: «Γιατί δεν ευδοκιμεί η ανεξάρτητη σκηνή χορού στη χώρα μας;»».
Γιατί λοιπόν;
«Διότι πιστεύω πως υπάρχει μια θεωρία στον καλλιτεχνικό κόσμο ότι οι χορογράφοι είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για θέματα που είναι εσωστρεφή, σημαντικά, βαρύτατα, πλέον και κοινωνικά θέματα, αλλά δεν έχει δοθεί ουσία στο επικοινωνιακό κομμάτι, το εμπορεύσιμο, και τη μεγάλη κλίμακα.
Στην Ελλάδα δεν γίνονται μεγάλες παραστάσεις. Οταν σου δίνονται ελάχιστα χρήματα για να δημιουργήσεις ένα τρίο ή ένα ντουέτο και δεν έχεις τη δυνατότητα να καλέσεις το κοινό να δει κάτι αναπάντεχο, αλλά απλώς δύο κορμιά που κινούνται και παραμένουν στα κλισέ του σύγχρονου χορού, τότε πώς να δημιουργήσεις κάτι πραγματικά εντυπωσιακό;
Οταν ο κόσμος δεν έχει τη δυνατότητα να δει αρκετές διαφορετικές παραστάσεις και να καταλάβει ότι ο χορός, συγγνώμη, δεν είναι πέντε θέατρα και δύο προτάσεις, αλλά αποτελεί ένα πολύ μεγάλο, σύνθετο φάσμα, γεμάτο ομορφιά, εμβέλεια και δυναμικές παραστάσεις, τότε πώς να έχει τη δίψα να το αναζητήσει; Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση και θεωρώ ότι οι δημιουργοί στην Ελλάδα συχνά παρασύρονται και πιπιλίζουν το μυαλό τους με την ιδέα ότι πρέπει να ακολουθήσουν συγκεκριμένες τάσεις ή να συμπεριφερθούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, μπας και καταφέρουν να προγραμματιστούν».
Ποιες είναι αυτές οι τάσεις;
«Δεν είμαι εδώ για να έχω την ακριβή εποπτεία αλλά σίγουρα υπάρχουν τάσεις και υποτάσεις στον χορό και ο καθένας τοποθετείται όπου θέλει. Υπάρχει μια γενική τάση προς την ενδοσκόπηση και την εσωτερική μάχη. Τα κορμιά γίνονται πιο σπαστά, πιο μινιμαλιστικά, με μια ένταση που δεν αποφορτίζεται. Τάσεις όπως το tribal και το clubkids vibe έχουν κουράσει πια ύστερα από 15 χρόνια. Δεν βλέπω μια φιλοδοξία για ποίηση, για να δημιουργήσει κάποιος περιβάλλοντα σχεδόν αλλόκοτα.
Η σύγχρονη σκηνή, καθώς επηρεάζεται από τα social media και την καθημερινή κοινωνική ατζέντα, κινείται γύρω από τα ίδια θέματα, τα κοινωνικά προβλήματα, τις ανησυχίες του παρόντος. Ναι μεν μας αφορούν, όμως δεν κάνουμε ρεαλισμό και ντοκιμαντέρ στον χορό. Πού είναι η διάθεση να δημιουργείς πράγματα που μας κάνουν να ονειρευόμαστε, που προτείνουν ιδέες οι οποίες αλλάζουν τον τρόπο σκέψης και όχι απλά υπογραμμίζουν την καθημερινότητα με έναν τρόπο που όλοι ήδη γνωρίζουμε;
Δεν έγινα καλλιτέχνης για να μιλώ για το αυτονόητο, για να κάνω δημοσιογραφία. Το κουτί της τέχνης πρέπει να είναι πιο μεγάλο, να ανοίγει πέρα από την ανθρώπινη ψυχή, να δημιουργεί κάτι που δεν έχουμε φανταστεί ποτέ. Αυτό είναι το σημείο που πιστεύω ότι λείπει από τον σύγχρονο χορό. Η γνώμη μου δεν διατυπώνεται για να αναιρέσει όσα γίνονται – υπάρχουν αξιόλογες, φανταστικές προσπάθειες γύρω μας – αλλά για να εμπλουτίσει τη συζήτηση και να προσφέρει μια διαφορετική προοπτική».
Υπάρχουν κάποια τέτοια παραδείγματα;
«Τα τελευταία δύο χρόνια ήμουν πολύ απασχολημένος και δεν είχα χρόνο να παρακολουθήσω σύγχρονο χορό. Οταν παρακολουθώ έργα που θα με συνεπάρουν, χρειάζομαι έναν ολόκληρο κύκλο παραστάσεων και μια συνεχόμενη ροή, για να μπορέσω να κάνω μια ουσιαστική αποτίμηση.
Το να δω μια παράσταση «εκτός κλίματος» κάποιες φορές μπορεί να είναι επικίνδυνο, γιατί μπορεί να αφήσει μια εντύπωση χωρίς να σου δώσει τον χρόνο να καταλάβεις αν τελικά έχει ουσία. Φυσικά, αν είναι κάτι πραγματικά εξαιρετικό, το αντιλαμβάνεσαι αμέσως και δεν έχεις καμία αμφιβολία».
Πώς βλέπετε τη διαδικασία επιλογής καλλιτεχνικών διευθυντών σε πολιτιστικούς θεσμούς; Ρωτώ με αφορμή όσα έγιναν στο Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας και την άκομψη αποπομπή της Λίντας Καπετανέα.
«Αυτό που μπορώ να πω γενικά είναι ότι η δημοκρατική διαδικασία περιλαμβάνει αιτήσεις, συναντήσεις με υποψήφιους και κατανόηση του έργου τους, και απαιτεί μια βαθιά γνώση και συνεχή παρακολούθηση των καλλιτεχνών. Δεν αρκεί να δεις μόνο μία παράσταση, αλλά να παρακολουθήσεις την πορεία του καλλιτέχνη, για να καταλάβεις τι θέλει να υπηρετήσει και αν αυτό εξυπηρετεί το φεστιβάλ. Οταν πήγα στη Λυρική, ακολούθησα κανονικά τη διαδικασία, έκανα αίτηση και συνέντευξη.
Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι λογικό για κάθε θεσμό να υπάρχει αλλαγή κάθε τριετία ή τετραετία. Ο κόσμος και οι τέχνες εξελίσσονται συνεχώς, και η παλαιότερη άποψη περί πολλών θητειών για να δείξεις το έργο σου είναι ξεπερασμένη. Η συνεχής ροή καλλιτεχνικών διευθυντών μπορεί να φέρει νέες προοπτικές και να δημιουργήσει προσμονή για κάτι φρέσκο. Επιπλέον, το να λέμε ότι πέντε άνθρωποι είναι οι μόνοι σημαντικοί είναι περιοριστικό. Ολοι είναι σημαντικοί, ανάλογα με τις δυνατότητες και το εύρος που τους δίδεται για να το δείξουν».
INFO
«Unseen-Boléro: Δίπτυχο Ραβέλ»: Ολύµπια, Δηµοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας», Ακαδηµίας 59,
28-30 Μαΐου.