Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, διαγράφεται ένα χάσμα μεταξύ Ελλάδας και των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών καθώς αφενός εντείνεται η αγροτική αγωνία στην Ελλάδα, αφετέρου καταγράφεται αγροτική ευημερία στην Ευρώπη.

Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών υπογραμμίζουν ότι η κρίση στον πρωτογενή τομέα δεν είναι «μια μπόρα που θα κοπάσει». Η κόντρα με την κυβέρνηση διαρκώς κλιμακώνεται, καθώς δεν έχουν βρεθεί ακόμη στο ίδιο τραπέζι συζήτησης οι δύο πλευρές.

Η αγροτική παραγωγή στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καταγράφει ανοδική τάση, ενώ στην Ελλάδα μειώνεται, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat. Ειδικότερα, στην ΕΕ η παραγωγικότητα της αγροτικής εργασίας ανεβαίνει, το πραγματικό αγροτικό εισόδημα ενισχύεται, ενώ στην Ελλάδα τα οικονομικά περιθώρια στενεύουν και η ρευστότητα γίνεται καθημερινή αγωνία για τους αγρότες.

«Θέλουμε να ζούμε από τη δουλειά μας»

Όπως επισημαίνει στο ΒΗΜΑ ο Ρίζος Μαρούδας, Πρόεδρος της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Λάρισας, αυξάνεται διαρκώς το κόστος παραγωγής με αποτέλεσμα οι Έλληνες αγρότες να μην μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους στην Ευρώπη.

Η αναδυόμενη ευημερία των αγροτών στην Ευρώπη

Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της Eurostat για τα οικονομικά δεδομένα γεωργίας, η παραγωγικότητα εργασίας στον αγροτικό τομέα της ΕΕ αυξήθηκε το 2025 κατά 9,2% σε σχέση με το 2024. Η αύξηση αυτή συνδέεται με άνοδο 8,1% στο πραγματικό εισόδημα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και με ταυτόχρονη μείωση 1,0% στον όγκο της αγροτικής εργασίας. Στο ίδιο πλαίσιο, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία της ευρωπαϊκής γεωργίας ανέβηκε κατά 10,3% το 2025, ενώ η αξία της γεωργικής παραγωγής αυξήθηκε 5,3%. Με άλλα λόγια, η «μηχανή» της ευρωπαϊκής γεωργίας παρήγαγε περισσότερη αξία, με σχετικά πιο ήπια αύξηση στο κόστος των εισροών.

Εμφανίζονται δε σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Το 2025 σε 19 κράτη-μέλη η παραγωγικότητα αυξήθηκε, αλλά σε οκτώ μειώθηκε. Η Ελλάδα βρίσκεται στην «αρνητική» πλευρά. Η ευρωπαϊκή άνοδος είναι λοιπόν πραγματική, αλλά γεωγραφικά άνιση και ευάλωτη σε κλιματικούς κινδύνους και σε διαρκώς μεταβαλλόμενους εμπορικούς όρους.

Η αγροτική αγωνία διαρκώς εντείνεται

Ο αγροτικός τομέας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια «φυτοζωεί». Η Eurostat εκτιμά ότι η αγροτική παραγωγικότητα στην Ελλάδα μειώθηκε το 2025 κατά 8,84%, την ώρα που ο μέσος όρος της ΕΕ κινήθηκε έντονα ανοδικά. Στην πράξη, συνδέεται με τον τρόπο που οργανώνεται η παραγωγή, με τη δυνατότητα των εκμεταλλεύσεων να επενδύσουν, να αντέξουν τιμολογιακά σοκ και να έχουν πρόσβαση σε σταθερή χρηματοροή.

Ο Ρίζος Μαρούδας, Πρόεδρος της Ενωτικής Ομοσπονδίας Αγροτικών Συλλόγων Λάρισας, αναφέρει στο ΒΗΜΑ πως «εμείς θέλουμε να ζούμε από τη δουλειά μας. Σήμερα δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις με τις χαμηλές τιμές και με το κόστος να ζούμε από τη δουλειά μας. Δεν βγάζουμε, δηλαδή, ένα μεροκάματο.Για αυτό μιλάμε για μείωση του κόστους παραγωγής, για κατώτερες εγγυημένες τιμές ή την αναπλήρωση του εισοδήματος».

Η Ελλάδα εμφανίζεται έντονη σύνδεση με προϊόντα με μεγάλες πτώσεις τιμών (όπως το ελαιόλαδο σε επίπεδο ΕΕ) και μια εσωτερική αγορά όπου οι μεσάζοντες, οι ενδιάμεσοι κρίκοι της οικονομικής αλυσίδας, αντλούν μεγάλη υπεραξία, αφήνοντας στους αγρότες παραγωγούς στενότερα περιθώρια κέρδους.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι η ελληνική γεωργία αποτελείται από περίπου 700.000 εκμεταλλεύσεις, «μάλλον μικρές» σε φυσικό μέγεθος, με μέσο όρο περίπου 7 εκτάρια. Περισσότερο από 70% των εκμεταλλεύσεων είναι μικρότερες από 5 εκτάρια. Οι μικρές σε μέγεθος εστίες γεωργικής παραγωγής στην Ελλάδα στην πράξη δυσκολεύουν την επένδυση σε εξοπλισμό, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση με όρους ανταγωνιστικούς, την αποθήκευση και τυποποίηση, καθώς και τη διαπραγματευτική ισχύ απέναντι σε εμπόρους και μεταποιητές.

Σε αυτό το περιβάλλον, η πολιτική διαχείριση των πληρωμών και οι αλλαγές στον μηχανισμό ελέγχου και καταβολής των οικονομικών ενισχύσεων λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές της έντασης.

Το αποτέλεσμα είναι ένας κυκεώνας προβλημάτων. Το δυσθεώρητο κόστος παραγωγής, οι χαμηλές τιμές πώλησης για τους παραγωγούς και η αβεβαιότητα στις ταμειακές ροές συνθέτουν μια δυσμενή πραγματικότητα για τους αγρότες. Και αυτή ακριβώς η αίσθηση ότι «η εξίσωση δεν βγαίνει» είναι που δίνει στα μπλόκα τη διάρκεια και την ένταση, όπως αποτυπώνεται στα σχετικά ρεπορτάζ από ΤΟ ΒΗΜΑ, από τις εστίες των κινητοποιήσεων.

Τι αλλάζει για τα αγροτικά προϊόντα

Το 2025, οι πρώτες εκτιμήσεις της Eurostat δείχνουν ότι οι μέσες τιμές των αγροτικών προϊόντων στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά 3% σε σχέση με το 2024, ενώ οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που συνδέονται με τη γεωργία αυξήθηκαν λιγότερο από 1%. οι τιμές για βοοειδή ανέβηκαν 26% και για αυγά 23%, ενώ φρούτα και γάλα κινήθηκαν περίπου στο +10%. Την ίδια ώρα, το ελαιόλαδο κατέγραψε μεγάλη πτώση (-37%) και οι πατάτες -22%, με μικρότερες μειώσεις για χοίρους (-6%) και δημητριακά (-1%). Από την πλευρά των εισροών, λιπάσματα/βελτιωτικά εδάφους αυξήθηκαν 5% και τα κτηνιατρικά έξοδα 3%, ενώ η ενέργεια και τα λιπαντικά υποχώρησαν 2%.

Αυτή η εικόνα εξηγεί γιατί η ευρωπαϊκή «άνοδος» μπορεί να συνυπάρχει με επιμέρους εστίες πίεσης. Σε έναν κλάδο όπου η κερδοφορία εξαρτάται από λίγες ποσοστιαίες μονάδες, μια βουτιά -37% σε ένα προϊόν όπως το ελαιόλαδο αποτελεί μια τεράστια οικονομική ζημιά, ειδικά για χώρες και περιοχές που συνδέονται εν πολλοίς με το συγκεκριμένο προϊόν, όπως άλλωστε η Ελλάδα.

Μια γεωργία που δεν αντέχει άλλο να δουλεύει «στο όριο»

Το μεγαλύτερο διακύβευμα για τον αγροτικό τομέα στην Ελλάδα είναι πως θα περάσει από ένα μοντέλο που βρίσκεται στο όριο της επιβίωσης σε ένα σύγχρονο μοντέλο ανθεκτικότητας. Ο μετασχηματισμός του μοντέλου παραγωγής θα μπορούσε να λειτουργήσει καταπραϋντικά για την αγροτική αγωνία. Ένα μοντέλο με καλύτερη οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, υποδομές που μειώνουν το κόστος (ιδίως σε νερό και ενέργεια), ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης του παραγωγού στην αλυσίδα αξίας και, κυρίως, ένα σύστημα πληρωμών και ελέγχων που να μην παράγει αβεβαιότητα.