Αναγκαίο μέτρο ή επικοινωνιακό σόου άνευ ουσίας; Αυτό το ερώτημα απασχολεί την επιστημονική κοινότητα των ΗΠΑ και τις οικογένειες των θυμάτων του θανατηφόρου συνθετικού ναρκωτικού φαιντανύλη, το οποίο πριν λίγες μέρες ο Ντόναλντ Τραμπ ανακήρυξε «όπλο μαζικής καταστροφής». Κι αυτό όχι μόνο γιατί η συγκεκριμένη απόφαση δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη πώς θα εφαρμοστεί αλλά και γιατί τα αποτελέσματα της επιθετικής προσέγγισης του Λευκού Οίκου κάθε άλλο παρά εγγυημένα είναι.
«Καμία βόμβα δεν κάνει αυτό που κάνει [σ.σ. η φαιντανύλη]: 200.000 έως 300.000 άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο» δήλωσε την περασμένη Δευτέρα ο Τραμπ, υπογράφοντας το εκτελεστικό διάταγμα που εντάσσει τη συγκεκριμένη ναρκωτική ουσία στα «όπλα μαζικής καταστροφής».
Όπως συχνά συμβαίνει με τους ισχυρισμούς του αμερικανού προέδρου, οι πραγματικοί αριθμοί είναι διαφορετικοί αφού σύμφωνα με τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC), ο συνολικός αριθμός των θανάτων από υπερβολική δόση ναρκωτικών στις ΗΠΑ το 2024 ήταν της τάξης των 80.000, εκ των οποίων περισσότεροι από 48.000 αποδόθηκαν σε συνθετικά οπιοειδή και το 88% αυτών (περίπου 42.250) αφορούσε τη φαιντανύλη. Τα στατιστικά δεδομένα δείχνουν μείωση κατά 35,6% σε σχέση με το 2023, όταν καταγράφηκαν 76,282 θάνατοι από φαιντανύλη.
Υπαρκτό πρόβλημα
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία πάντως έρχεται να απαντήσει σε ένα υπαρκτό πρόβλημα, αφού την τριετία 2021-2023 οι απώλειες που σχετίζονταν με την φαιντανύλη σημείωσαν πραγματική έκρηξη, «σπάζοντας το φράγμα» των 70.000 θανάτων ετησίως. Του εκτελεστικού διατάγματος Τραμπ άλλωστε έχουν προηγηθεί ανάλογες νομοθετικές πρωτοβουλίες σε πολιτειακό επίπεδο, με 31 από τις 50 πολιτείες των ΗΠΑ να ταυτίζουν τη χορήγηση θανατηφόρας δόσης με το αδίκημα της ανθρωποκτονίας.
«Αυτά δεν είναι πλέον “ναρκωτικά του δρόμου”. Είναι δηλητήριο», είχε δηλώσει ο Τζον Ταβολάτσι, διευθύνων σύμβουλος του κέντρου απεξάρτησης «Odyssey House» στη Νέα Υόρκη το 2023, κρούοντας «κώδωνα κινδύνου» σχετικά με τη φαιντανύλη και τις πιο θανατηφόρες επιδράσεις της σε σχέση με άλλες ναρκωτικές ουσίες. Πενήντα φορές ισχυρότερη από την ηρωίνη και ογδόντα φορές από τη μορφίνη, η φαιντανύλη αναπτύχθηκε αρχικά ως αναλγητικό, ωστόσο πλέον χαρακτηρίζεται ως πανίσχυρο συνθετικό οπιοειδές το οποίο έχει ήδη «πλημμυρίσει» την αγορά των σκληρών ναρκωτικών στις ΗΠΑ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μέτρο εξεταζόταν από την πρώτη θητεία Τραμπ, αλλά υπήρχαν αντιρρήσεις για την αποτελεσματικότητά του στο ίδιο το προεδρικό επιτελείο αλλά και σε υπηρεσίες όπως το Κέντρο Μελέτης Όπλων Μαζικής Καταστροφής (CSWMD), που το 2019 μέσα από έρευνά του εξέφραζε ενστάσεις.
Έκτοτε, μερίδα συγγενών των θυμάτων και ακτιβιστές υπέρ της πιο σκληρής αντιναρκωτικής πολιτικής άρχισαν να ασκούν έντονες πιέσεις στον Λευκό Οίκο. Ενδεικτικό είναι πως τον Σεπτέμβριο του 2024 η σύμβουλος Εσωτερικής Ασφαλείας του τότε προέδρου Τζο Μπάιντεν, Ελίζαμπεθ Σέργουντ-Ράνταλ, είχε αποκαλέσει την φαιντανύλη «όπλο μαζικής καταστροφής» στην Παγκόσμια Σύνοδο για την Αντιμετώπιση των Συνθετικών Ναρκωτικών.
Αμφιβολίες και συνέπειες
Δεν είναι πρώτη φορά που πρόεδρος των ΗΠΑ κηρύσσει «πόλεμο στα ναρκωτικά», καθώς η συγκεκριμένη ρητορική είχε πλασαριστεί πρώτη το 1971 από τον Ρίτσαρντ Νίξον ο οποίος χαρακτήριζε την χρήση ναρκωτικών ως τον «υπ’ αριθμόν ένα δημόσιο εχθρό» της Αμερικής. Αν όμως η απόφαση του σημερινού προέδρου δεν συνιστά επουδενί κεραυνό εν αιθρία, το πώς αυτή πρόκειται να εφαρμοστεί γεννά απορίες.
Όπως τονίζει η Βάντα Φέλμπαμπ Μπράουν, ερευνήτρια του Ινστιτούτου Brookings με ειδίκευση στο εμπόριο ναρκωτικών και την επιδημία των οπιοειδών ουσιών που πλήττει τις ΗΠΑ, η έννοια του όπλου μαζικής καταστροφής στοιχειοθετείται μέσα από συγκεκριμένες προϋποθέσεις που καταδεικνύουν το στοιχείο της πρόθεσης.
«Ο χαρακτηρισμός της φαιντανύλης ως “όπλο μαζικής καταστροφής” ποινικοποιεί σημαντικά περισσότερο την παράνομη διακίνησή της, ίσως ακόμη και τη χρήση της. Ενισχύει την γενικότερη πολιτική κατά των ναρκωτικών της κυβέρνησης Τραμπ, που επικεντρώνεται σε στρατιωτικά μέτρα μέγιστης ισχύος ενώ περιορίζει την πρόσβαση στην απεξάρτηση», τονίζει σε άρθρο της.
Το γεγονός ότι μια ναρκωτική ουσία κατηγοριοποιείται ως όπλο μαζικής καταστροφής δημιουργεί ασάφεια ως προς το νομικό καθεστώς.
Υπενθυμίζεται ότι από τις αρχές Σεπτεμβρίου έως σήμερα, 104 άνθρωποι έχουν θανατωθεί σε 28 επιθέσεις των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε σκάφη ανοικτά των ακτών της Βενεζουέλας. Η Ουάσιγκτον κατηγορεί τον πρόεδρο της χώρας Νικολάς Μαδούρο για διακίνηση ναρκωτικών, μολονότι ειδικοί επισημαίνουν ότι η Βενεζουέλα δεν είναι ανάμεσα στις κυριότερες πηγές των ναρκωτικών που εισέρχονται στις ΗΠΑ και δεν παράγεται εκεί φαιντανύλη.
Και προσθέτουν –τονίζοντας το πολιτικό κίνητρο – ότι ο καταδικασμένος για εμπορία και διακίνηση ναρκωτικών πρώην πρόεδρος της Ονδούρας, Χουάν Ορλάντο Ερνάντες, αφέθηκε ελεύθερος αφού έλαβε χάρη από τον ίδιο τον Τραμπ.
«Υπάρχει ζήτηση για το συγκεκριμένο ναρκωτικό. Το πρόβλημα επομένως είναι ο εθισμός» τονίζει ο Τζέφρι Σίνγκερ, γιατρός ειδικευμένος στις ναρκωτικές ουσίες και συνεργάτης του Cato Institute, μιλώντας στον ιστότοπο NPR. Και συμπληρώνει: «Δεν ξέρω πώς μπορείς να εξισώνεις μια πράξη πολέμου με τους λαθρέμπορους που καλύπτουν τη ζήτηση ενός παράνομου προϊόντος πουλώντας το σε τοξικοεξαρτημένους».
Πρόκειται για προσέγγιση στον αντίποδα της κυβερνητικής πρακτικής, την οποία τον περασμένο Απρίλιο «ποσοτικοποίησε» η υπουργός Δικαιοσύνης Παμ Μπόντι, όταν ισχυρίστηκε ότι οι κατασχέσεις ναρκωτικών ουσιών είχαν διασώσει τις ζωές 258 εκατομμυρίων Αμερικανών.






