Το τελευταίο διάστημα οι τιμητικές βραδιές αρχίζουν να πληθαίνουν. Γκάλης, Σπανούλης, Αναστόπουλος και άλλοι που λογικά θα ακολουθήσουν, παίρνουν το standing ovation που τους αξίζει, έστω και καθυστερημένα σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε αυτή του Νίκου Γκάλη που χρειάστηκαν αρκετά χρόνια για να του πούμε ένα ευχαριστώ που παρότι Θεός, δέχθηκε να περπατήσει και κυρίως να “χορέψει” ανάμεσα μας. Στην περίπτωση του «Ξανθού» δεν προλάβαμε, παρότι ο Γιάννης Ιωαννίδης ήθελε να αγαπάει και να αγαπιέται.  

Δεν προλάβαμε, όχι μόνο επειδή σήμερα αποφάσισε να πάρει το σακάκι του και να “φύγει”, αλλά κι επειδή τα τελευταία χρόνια τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχε και τα οποία τον κρατούσαν σε μια απόσταση ακόμη και από όσα ο ίδιος κατάφερε. Όμως, δεν είμαι σίγουρος ότι θα βλέπαμε ποτέ καμιά ειδική εκδήλωση για τον προπονητή που κατέβασε το μπάσκετ από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο λιμάνι του Πειραιά. Βλέπεις, το να είσαι “Ιωαννιδικός” ποτέ δεν νομιμοποιήθηκε για κάποιους.  

Ο κορυφαίος Έλληνας προπονητής στη σύγχρονη ιστορία του μπάσκετ, είχε πάντα φανατικούς οπαδούς και ορκισμένους εχθρούς. Ιωαννιδικούς και αντι-Ιωαννιδικούς, για να δανειστούμε τη δική του ζυγαριά με την οποία κάποτε χώρισε την Ελλάδα σε ολυμπιακούς και αντι-ολυμπιακούς.  

Η εμπλοκή του στην πολιτική, μάλιστα, έδωσε λόγους για να συμφωνήσουμε σχεδόν άπαντες ότι δεν είμαστε όλοι για όλα, καθώς ο πρώην προπονητής του Άρη, του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ και της Εθνικής ομάδας, δεν επιβεβαίωσε την ιδιότητα του πολυνίκη ως υφυπουργός Αθλητισμού και αντί να δώσει λύσεις, μάλλον πρόσθεσε προβλήματα. Ευτυχώς, όμως, στο τέλος μένει πάντα αυτό που είσαι πραγματικά. Και ο Ιωαννίδης ήταν ένας νικητής, ίσως η επιτομή και η προσωποποίηση της νίκης για τα ελληνικά αθλητικά δεδομένα της εποχής.  

Σκληρός, αλλά με ένα αληθινό χαμόγελο που το χάριζε όταν και όπου επέλεγε εκείνος. Μάγκας με την παλιά, κλασική έννοια της λέξης. Κέρδισε πρωταθλήματα, μετέτρεψε τον Άρη σε αυτοκράτορα του ελληνικού μπάσκετ, πήρε τον Ολυμπιακό από το κρύο και άραχνο Παπαστράτειο και τον οδήγησε σε μια πραγματική δυναστεία εντός συνόρων. Δεν κατάφερε να σηκώσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών, παρότι έφτασε αρκετές φορές πολύ κοντά. Εκείνος μπορεί να χρέωσε αυτές τις αποτυχίες στις μαύρες γάτες ή κανά σπασμένο καθρέφτη, αλλά στην πραγματικότητα απλώς δεν τα κατάφερε. Ε και; 

Κανείς δεν φεύγει με τα τρόπαια του για τον άλλον κόσμο, εκτός από τους Φαραώ ή τους Μακεδόνες βασιλιάδες. Φεύγει με ένα όνομα, μια ιστορία, μια υστεροφημία και μια παρακαταθήκη. Άλλος με μεγάλη, άλλος με μικρή και οι περισσότεροι από εμάς, με μηδαμινή. Η παρακαταθήκη του Γιάννη Ιωαννίδη, παρότι θαμπωμένη τα τελευταία χρόνια από το “σύγχρονο μπάσκετ” και τα phd που πρέπει να έχει κάποιος για να αναλύσει το άθλημα, είναι ότι δεν έχει υπάρξει άλλος Έλληνας προπονητής με τόσο καθοριστική παρέμβαση στο ελληνικό μπάσκετ τα τελευταία 35-40 χρόνια. Θα μου πεις, άλλες εποχές.  

Ναι άλλες, αλλά ωραίες.  

Καλό ταξίδι κόουτς. Ξέρουμε ότι δεν θα επιστρέψεις αυτή τη φορά, αλλά μας ηρεμεί που πέθανες όρθιος όπως μας είχες υποσχεθεί. Εμείς οι Ιωαννιδικοί, θα σ’ αγαπάμε μια ζωή…