«Κύριε, πόσο βδελύττομαι την αισχρότητα του έργου σου και τα γλυκερά έμβρυα που σε λιβανίζουν και σου μοιάζουν! Μισώντας σε, ξέφυγα απ’ τα ζαχαρώματα της βασιλείας σου, από τις ματαιολογίες που αραδιάζουν τα νευρόσπαστά σου. Είσαι ο πνιγεύς της φλόγας και της εξέγερσής μας, ο πυροσβέστης των εναγκαλισμών μας, η προκείμενη της φθοράς μας. Πριν καν σε περιλάβω μέσα σε μια διατύπωση, ποδοπάτησα τα μυστήριά σου, περιφρόνησα τις απάτες και όλα αυτά τα τεχνάσματα που σε περιβάλλουν με την ενδυμασία του Ανεξήγητου. Μου προσέφερες με μεγαλοδωρία τη χολή που η ευσπλαχνία σου φειδωλεύτηκε στους δούλους σου. Αφού γαλήνη υπάρχει μόνο στη σκιά της μηδενικότητάς σου, για τη σωτηρία του βέβηλου αρκεί να αφεθεί σε σένα ή στις παραποιήσεις σου. Ανάμεσα στους ακόλουθούς σου και σε μένα δεν ξέρω ποιος παραπονείται περισσότερο: ερχόμαστε όλοι απευθείας από την αναρμοδιότητά σου»

Διαβάζω και ξαναδιαβάζω την «προσευχή» αυτή του Σιοράν στην λαμπρή μετάφραση του Κωστή Παπαγιώργη και την καταλαβαίνω, αλλά δεν πείθομαι. Κι όχι πως μεταστράφηκα, στην ηλικία μου, όπως ο Πωλ Κλωντέλ στη Νοτρ Νταμ κι ούτε πως «απόρησα» με τους ανθρώπους που γονατιστοί ανεβαίνουν απ’ το λιμάνι στη Μεγαλόχαρη -όλοι μαζί αδιαχώριστα, αταξικά, ρομά, πρεζόνια, αστοί, πουτάνες. Είχα κάποτε μια άλλου είδους εμπειρία (με τη Μεγαλόχαρη) που, ενώ λειτούργησε μέσα μου (με την ποίηση) δεν μπόρεσε να με μεταστρέψει στερώντας μου τον «Κλήρο του Μεσημεριού». Ό,τι κληρώθηκε όμως στη ζωή μου – σημαντικότερο από την πίστη— ήταν η διαύγεια και η αγωνία κάποιου που διαβάζει τον πεσιμιστή Ρουμάνο φιλόσοφο με την ίδια συγκίνηση που ακούει το τροπάριο της Ακολουθίας του Παρακλητικού Κανόνος για την Υπεραγία Θεοτόκο. Και τις δύο φορές (Σιοράν, Παρακλήσεις) αυτό που με γοητεύει είναι η γλώσσα στα χείλη ευσεβών και ασεβών συγχρόνως, όπως εκείνο το «άλαλα» που τα δοξολογεί.

Δεν έχουν τόση σημασία για μένα οι ευσεβείς και οι ασεβείς όσο τα χείλη και το φιλί. Γιατί δέχομαι την πίστη από ευγένεια, πιστεύοντας πως η απιστία προδίδει εγωισμό όπως και η μελαγχολία μου. Πιστούς και απίστους τους κατανοώ εξίσου αλλά μόνο στο βαθμό της ανεκτικότητάς μου. Δεν είναι μόνο η θεολογία, που κρύβει την έπαρση του κριτή, αλλά και ο άθεος λόγος διαφωτιστών τρίτης κατηγορίας. Και προφανώς γελώ με τους πρώτης κατηγορίας συμπολίτες μου (τους πολιτικούς) στις δοξολογίες στη Μητρόπολη και τις ορκομωσίες τους στη Βουλή γιατί στο νου τους μοναδικός Θεός είναι η καρέκλα. Όμως τι να κάνουμε; Όσο πλησιάζουμε τον δαίμονα ή τον άγγελο, γεννάμε τέρατα, όπως ο ύπνος της λογικής. Οπότε τι θα είχα να χάσω, στοιχηματίζοντας με τον Πασκάλ: «Αν ο Θεός υπάρχει κερδίζω, γιατί πιστεύω. Κι αν δεν υπάρχει, πάλι κερδίζω γιατί δεν έχω να χάσω τίποτα». Το προσκύνημα όμως στη Μεγαλόχαρη Δεκαπενταύγουστο, η περιφορά του εικονίσματος, οι παραλυτικοί… να το θαύμα του Μιχάλη Κακογιάννη. Τι θα ήταν η ζωή χωρίς «Το τελευταίο ψέμα»;

Άλλωστε πώς θα μπορούσα να φανταστώ τον Μητσοτάκη και την Μαρέβα στην τρίτη θέση του “Δέσποινα” πάνω σε χράμια; Αυτό θα ήταν το πρώτο κι όχι το τελευταίο ψέμμα.