Τι κοινό έχουν μεταξύ τους ο Όρσον Γουέλς, ο Λουκίνο Βισκόντι, ο Αλέν Ντελόν, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν, ο Ρότζερ Μουρ και η Λωρίν Μπακόλ; Είχαν όλοι τους την τιμή να συνεργαστούν με την μεγαλύτερη Ελληνίδα ηθοποιό του 20ου αιώνα – τη μία και μοναδική Κατίνα Παξινού.

Η Κατίνα Παξινού γεννήθηκε λίγες μόνο μέρες πριν την αυγή του 20ου αιώνα, είδε την σελίδα της ιστορίας να αλλάζει από την κούνια, μια σελίδα στην οποία έμελλε να γράψει κι εκείνη το δικό της κεφάλαιο.

Η Κατίνα γεννήθηκε Κατερίνα, στις 17 Δεκεμβρίου του 1900, σε μία από τις πλουσιότερες οικογένειες του Πειραιά. Ο πατέρας της, Βασίλης Κωνσταντόπουλος, ήταν αλευροβιομήχανος. Ως γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, η κατά κόσμο Κατερίνα Κωνσταντοπούλου φοίτησε αρχικά στη Σχολή Χιλλ, έπειτα στη Σχολή Ουρσουλινών της Τήνου και ύστερα στάλθηκε εσώκλειστη στην Ελβετία. Γι’ αυτό και η πρώτη της γλώσσα ήταν τα Γαλλικά, τα Ελληνικά θα τα μάθαινε αργότερα στο θέατρο.

Από μικρό παιδί είχε τεράστια κλίση στη μουσική. Όπως είχε πει για εκείνην ο Μινωτής, «Ήταν από Θεού έτσι γεννημένη μουσικός, ένα έρρυθμο πλάσμα, μια μουσική ευγλωττία». Πολύ πριν ενηλικιωθεί ακόμα, είχε λάβει ήδη χρυσό βραβείο ωδικής από το Ωδείο της Γενεύης στο οποίο φοιτούσε. Συνέχισε τις σπουδές τις σε αντίστοιχες σχολές στο Βερολίνο και τη Βιέννη. Το 1917 αποφοίτησε με τιμητικές διακρίσεις και επέστρεψε στην Ελλάδα.

Το «Παξινού» ήρθε μαζί με τον πρώτο της γάμο. Σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τον βιομήχανο Γιάννη Παξινό με τον οποίο απέκτησε δύο κόρες. Ωστόσο, αυτός ο πρώτος της γάμος δεν κράτησε πολύ. Η Παξινού, αψηφώντας τις νόρμες και τα στερεότυπα της εποχής, ζήτησε και πήρε διαζύγιο από τον σύζυγό της.

Λίγα χρόνια μετά ένα τραγικό γεγονός σημάδεψε τη ζωή της. Έχασε την πρώτη της κόρη, η οποία πέθανε από λευχαιμία. Η μεγάλη ηθοποιός, μιλώντας για την απώλεια της κόρης της, είχε πει: «Είμαι ένας άνθρωπος όπως όλοι. Έζησα. Έκανα παιδιά. Έθαψα παιδιά. Και πόνεσα θάβοντας αυτά τα παιδιά».

Ο πρώτος της σημαντικός ρόλος της ήταν εκείνος της Βεατρίκης, στην ομώνυμη όπερα «Αδελφή Βεατρίκη», που έγραψε ειδικά για την Παξινού ένας άλλος σπουδαίος Έλληνας με διεθνή καριέρα, ο συνθέτης και μαέστρος Δημήτρης Μητρόπουλος – όπερα η οποία ανέβηκε το 1920 στο Δημοτικό θέατρο Πειραιά. Ως το 1926 η καριέρα της συνεχίστηκε ως λυρική καλλιτέχνης, μιας και το θέατρο δεν είχε μπει ακόμα για τα καλά στη ζωή της.

Αυτό, όπως και πολλά άλλα, άλλαξαν στη ζωή της το 1928 και την γνωριμία της με τον Αλέξη Μινωτή. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στο καμαρίνι της Κοτοπούλη. Ο Μινωτής συμμετείχε στο θίασο της παράστασης και η Παξινού είχε πάει για να συγχαρεί. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Χρόνια αργότερα, μιλώντας για εκείνη την πρώτη τους συνάντηση, ο Μινωτής είχε πει:

«Μου έκανε εντύπωση η έντονη προσωπικότητα της και γι’ αυτό επεδίωξα να την ξαναδώ (…) Η Κατίνα είχε πάει στο Βερολίνο για να γίνει βαγκνερική τραγουδίστρια. Στις συζητήσεις που είχαμε προσπαθούσα να της εξηγήσω ότι η ελληνική μυθολογία είναι πολύ ανώτερη από τους τευτονικούς μύθους των Νυμπελούγκεν, θέλοντας να την πείσω να εγκαταλείψει το τραγούδι και να στραφεί στο κλασικό αρχαίο δράμα.»

Και πραγματικά φαίνεται να την έπεισε γιατί το 1929 η Παξινού εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο πρόζας ως μέλος του θιάσου της Μαρίκας Κοτοπούλη, παίζοντας στο έργο του Ανρί Μπατάιγ «Γυμνή Γυναίκα», που την καθιέρωσε ως πρωταγωνίστρια δραματικών ρόλων.

Το 1931, Παξινού και Μινωτής εισχωρούν μαζί στο Συνεταιρικό Θίασο του Αιμίλιου Βεάκη, που ανέβαζε σημαντικά έργα του διεθνούς ρεπερτορίου. Από το 1932 μέχρι και το 1940, η Παξινού εμφανιζόταν σταθερά στο Εθνικό Θέατρο ερμηνεύοντας ρόλους που την καταξίωσαν ως κορυφαία ηθοποιό στο σανίδι.

Στη διάρκεια αυτής της οχταετίας, με τη σκηνή του Εθνικού η Παξινού ταξίδεψε και έπαιξε στη Γερμανία, τη Μ. Βρετανία από Σοφοκλή μέχρι Ίψεν. Η καριέρα της απογειώθηκε. Το 1940 εκείνη και ο Μινωτής παντρεύονται και την ίδια χρονιά η Κατίνα γίνεται μόνιμο μέλος του Εθνικού Θεάτρου.

Τον 1940 και ενώ η Παξινού βρισκόταν στο Λονδίνο για την πρεμιέρα της παράστασης «Βρικόλακες» του Ίψεν, ξεκινούν οι μεγάλοι βομβαρδισμοί της πρωτεύουσας της Μ. Βρετανίας από τους Γερμανούς. Εκείνη έπαιξε χωρίς να χάσει στιγμή την ψυχραιμία της. Αδυνατώντας να επιστρέψει στην Ελλάδα, το Φεβρουάριο του 1941 και με τη βοήθεια της Δούκισσας του Κεντ, η Παξινού επιβιβάζεται σε στρατιωτικό πλοίο για την Αμερική. Το πλοίο τορπιλίζεται, η μεγάλη Ελληνίδα ηθοποιός όμως επιβιώνει και τελικά φτάνει στη Νέα Υόρκη.

Εκεί, παίζει στο θέατρο την Έντα Γκάμπλερ όταν μια μέρα δέχεται επίσκεψη στο καμαρίνι της από τον ίδιο τον Χέμινγουεϊ, ο οποίος της προτείνει να κάνει δοκιμαστικό για έναν ρόλο σε μια επερχόμενη μεγάλη παραγωγή της Paramount. Η Παξινού δεν πείθεται εύκολα, αλλά τελικά κάνει το δοκιμαστικό και ξαφνικά βρίσκεται στο λαμπερό κόσμο του Χόλυγουντ.

Τα γυρίσματα της ταινίας «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» ολοκληρώνονται και η ταινία βγαίνει στις αμερικανικές αίθουσες το 1943. Κοινό και κριτικοί την αποθεώνουν και γίνεται η πρώτη μη Αμερικανίδα ηθοποιός που κερδίζει Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου.

Η Παξινού παγιώνεται ως ισχυρή δύναμη στο Χόλυγουντ. Εντωμεταξύ, έχοντας περάσει δια πυρός και σιδήρου, καταφθάνει στις ΗΠΑ και ο σύζυγός της Αλέξης Μινωτής. Εγκαθίστανται στην Αμερική για δέκα χρόνια περίπου. Η Παξινού συνεχίζει να παίζει στον κινηματογράφο δίπλα στα ιερά τέρατα της 7ης Τέχνης. Όμως το 1952, Μινωτής και Παξινού αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.

Το 1955 επιστρέφουν μόνιμα στα πάτρια εδάφη και την σκηνή του Εθνικού. Στα χρόνια που ακολουθούν, η Παξινού ερμηνεύει μεγάλους ρόλους από την αρχαία τραγωδία, όπως την Εκάβη και τη Μήδεια, με τρόπο αξεπέραστο. Παράλληλα βέβαια, εμφανίζεται και στις ταινίες «Ο κύριος Αρκάντιν» του Όρσον Γουέλς και «Ο Ρόκο και τ΄ αδέλφια του Λουκίνο Βισκόντι (1960). Το 1968, η Παξινού και ο Μινωτής συγκροτούν δικό τους θίασο και χαράζουν τη δική τους θεατρική πορεία ανεβάζοντας έργα όπως «Οι Παλαιστές», «Οι Βρικόλακες» και «Ο Ματωμένος Γάμος».

Τελευταία της παράσταση ήταν το έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Μάνα Κουράγιο» που ανέβηκε στο θέατρο Πάνθεον με τεράστια επιτυχία. Η Κατίνα γνώριζε ότι πάσχει από καρκίνο από το 1969, όμως για έναν ολόκληρο χρόνο, όσο δηλαδή διήρκησαν οι παραστάσεις, έβγαινε στη σκηνή σέρνοντας ένα βαρύ κάρο. Μπορεί το κοινό να την αποθέωνε, όμως στο καμαρίνι την περίμεναν πάντα δυο νοσοκόμες.

Χτυπημένη από επάρατη νόσο, το καλοκαίρι του 1972 αποσύρθηκε από τη σκηνή. Η τελευταία της δημόσια εμφάνιση ήταν στην Επίδαυρο. Η μεγάλη Κατίνα Παξινού κάθισε στο κοινό. Όταν οι θεατές αντιλήφθηκαν την παρουσία της, σηκώθηκαν και της χάρισαν το πιο θερμό χειροκρότημα της καριέρας της. Κάποιους μήνες αργότερα άφησε την τελευταία της πνοή.