Η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρεί ότι στην Ελλάδα συνέβη κάτι σοβαρό, απαράδεκτο και παράνομο. Το ονόμασε «εκτροπή».

Η «εκτροπή» αντιμετωπίστηκε με την  ανακύκλωση μιας φασαρίας από την πλευρά διαφόρων ενδιαφερομένων. Λογικό. Τι εκτροπή θα ήταν αυτή αν δεν ένοιαζε κανέναν;

Πολιτικοί, συνταγματολόγοι, δημοσιογράφοι, νομικοί, δικαστές, ακόμη και ενδιαφερόμενοι εισαγωγής όπως το μέντιουμ Μαντάμ Σοφί από το Ευρωκοινοβούλιο είπαν ό,τι νομίζουν για τις περιστάσεις και τα περιστατικά.

Εως εδώ κανένα πρόβλημα. Αυτά συμβαίνουν σε μια δημοκρατία κι ο καθένας τα αξιολογεί κατά τη γνώση των γεγονότων και κατά την κρίση του.

Με την πάροδο του χρόνου, η αντιπολίτευση έκανε διάφορους κοινοβουλευτικούς ή πολιτικούς χειρισμούς και τελικά κατέληξε σε μια πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης.

Ούτε αυτό είναι πρόβλημα. Ετσι λειτουργεί ο κοινοβουλευτισμός.

Στην κοινοβουλευτική διαδικασία η κυβέρνηση επικράτησε χωρίς πρόβλημα. Και μετά; Η αξιωματική αντιπολίτευση βρέθηκε καταφανώς σε ένα αδιέξοδο και δήλωσε ότι θα μεταφέρει την πρόταση δυσπιστίας που καταψηφίστηκε από τη Βουλή στον λαό.

Τι σημαίνει αυτό; Κανείς δεν ξέρει διότι δεν θυμάμαι να έχουμε ακούσει ανάλογο προηγούμενο.

Με την ίδια λογική θα μπορούσε να μεταφέρει την πρόταση δυσπιστίας και στην ΟΥΕΦΑ, αν και εικάζω χωρίς περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας.

Ο λαός πάντως θα κληθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει «δημοκρατία ή εκτροπή», δίλημμα το οποίο καθ’ οδόν μεταβλήθηκε σε «δημοκρατία ή Μητσοτάκης». Πού θα κληθεί; Δεν κατάλαβα καλά, μάλλον σε χώρους εκδηλώσεων όπως το κλειστό γήπεδο του Περιστερίου.

Εως ότου ο λαός κάνει την ορθή επιλογή η αξιωματική αντιπολίτευση ζήτησε με τελεσίγραφο εκλογές («σε τρεις εβδομάδες») και δήλωσε ότι εφεξής θα απέχει από τις ψηφοφορίες στη Βουλή – αλλά όχι από τις επιτροπές όπου η συμμετοχή αμείβεται χωριστά…

Δεν διευκρινίστηκε αν ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιστρέψει στη Βουλή μετά τις εκλογές. Υποθέτω πως ναι.

Κάπου εδώ βρισκόμαστε τώρα.

Ολο αυτό θα μπορούσε να είναι απλώς ένα αστείο. Κάτι σαν παιδιάστικη κακομαθησιά του τύπου «αν δεν μου κάνετε το χατίρι, θα κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να σκάσω».

Υποψιάζομαι όμως ότι είναι κάτι χειρότερο. Μια άγαρμπη προσπάθεια επιβολής.

Από το καλοκαίρι, η αντιπολίτευση και διάφοροι παρατρεχάμενοι νόμισαν ότι βρήκαν στις υποκλοπές την ευκαιρία να ρίξουν ή έστω να αποσταθεροποιήσουν την κυβέρνηση. Θεωρητικά είχε μια λογική.

Αλλά έως τώρα δεν το κατάφεραν.

Ο λόγος είναι (όπως φαίνεται) απλός. Η πλειοψηφική κοινή γνώμη έκρινε όχι πως δεν συνέβη τίποτα αλλά πως ο στόχος και οι επιδιώξεις των αντιπολιτευομένων υπερβαίνουν κατά πολύ την ουσία και τη σημασία των πραγματικών γεγονότων.

Λήξη επεισοδίου; Οχι.

Με ένα ακατανόητο πείσμα, η αξιωματική αντιπολίτευση θεωρεί ότι μπορεί να επιβάλλει τη δική της ανάγνωση των πραγμάτων – διότι ως γνωστόν για την Αριστερά τα «πράγματα» είναι μόνο πώς τα βλέπεις…

Και πώς θα την επιβάλει; Με τον τρόπο που ξέρει καλύτερα. Με έναν ιδιότυπο και παιδαριώδη ακτιβισμό. Αλλά με έναν δωρεάν ακτιβισμό.

Σκεφτείτε το. Ποιο πρόβλημα άραγε δημιουργεί στην κυβέρνηση η αποχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες; Κανένα.

Υποθέτω μάλιστα πως αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσιζε να μην ψηφίζει καθόλου και γενικώς, η κυβέρνηση θα έτριβε τα χέρια της.

Ακόμη περισσότερο που αυτός ο ελαφρώς ανεγκέφαλος και μάλλον παιδαριώδης ακτιβισμός οδήγησε τη νέα εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό της στη μνημειώδη κουταμάρα με τον υποτιθέμενο εκβιασμό του Ανδρουλάκη από τη… ΝΔ!

Χωρίς κέρδος κέρατα, δηλαδή. Διότι τι κέρδισε από αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ; Εμφανώς τίποτα. Μάλλον ζημιωμένος βγαίνει.

Ο λόγος είναι προφανής. Στην πολιτική δεν αρκεί να σου προκύψει μια ευνοϊκή συγκυρία ή μια καλή ευκαιρία, όπως καταφανώς ήταν για την αντιπολίτευση η υπόθεση των υποκλοπών.

Πρέπει να ξέρεις και να την εκμεταλλευτείς. Κάτι στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αποδείξει διαχρονικά την ανεπάρκειά του.

Η ανεπάρκεια αυτή δεν είναι διαχειριστική. Προκύπτει από την αδυναμία μιας μειοψηφικής πολιτικής ομάδας να υιοθετήσει πλειοψηφικούς κώδικες αξιολόγησης και ερμηνείας.

Είναι η δυσκολία του outsider να εξελιχθεί σε κυρίαρχο. Και κυρίως να αντιληφθεί γιατί δεν το καταφέρνει.

Να σημειώσω πως το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό και δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η επιτυχής διαδικασία ενσωμάτωσης ενός αντισυστημικού παράγοντα με λαϊκίστικα χαρακτηριστικά στο κυρίαρχο δημοκρατικό σύστημα δεν είναι εύκολο, ούτε συνηθισμένο πράγμα.

Τις τελευταίες δεκαετίες το μόνο αξιόλογο προηγούμενο που μπορώ να θυμηθώ είναι οι Πράσινοι στη Γερμανία. Και θα δούμε πού θα καταλήξει η περίπτωση της Μελόνι στην Ιταλία.

Στα δικά μας, ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί και συνήθως πιεστικά την αναγνώρισή του ως αδιαμφισβήτητο μέρος μιας κανονικότητας, την οποία την ίδια στιγμή αμφισβητεί και απαξιώνει.

Είναι μια θεμελιώδης αντίφαση την οποία είτε βρίσκεται στην κυβέρνηση, είτε στην αντιπολίτευση, δεν έχει καταφέρει έως τώρα να λύσει.

Αποτέλεσμα; Καταφεύγει στην εύκολη αλλά συνήθως καταδικασμένη μέθοδο μιας επιβολής διά της φασαρίας. Σαν τους πιτσιρικάδες που διαμαρτύρονται στην τάξη, αν ο γυμνασιάρχης δεν τους αφήνει να παίξουν μπάλα στο διάλειμμα.

Ενδεχομένως αυτή η μέθοδος ακόμη και ως απλή φασαρία να αποτελεί ταυτοτικό ανακλαστικό μιας Αριστεράς που βιώνει καταφανώς μια κρίση ταυτότητας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγόρησε προ ημερών το ΠΑΣΟΚ για «ανιστόρητο διμέτωπο αγώνα», όταν ο διμέτωπος αγώνας αποτελεί ιδρυτικό στοιχείο της δημοκρατικής παράταξης και σημαία του Γεώργιου Παπανδρέου σε δύσκολες εποχές.

Συνεπώς μάλλον αλλού βρίσκονται τελικά οι «ανιστόρητοι».