Δεν έχω εντρυφήσει στο αμερικανικό ποινικό δίκαιο. Ξέρω ωστόσο ότι συχνά γίνεται στους κατηγορούμενους η εξής πρόταση: να ομολογήσουν εξαρχής την ενοχή τους και να τους επιβληθεί μια ποινή βαριά μεν, πλην όχι συντριπτική. «Με δεκαπέντε χρόνια καθαρίσαμε» λέει ο εισαγγελέας.

«Δέκα και υπογράφουμε αυτοστιγμεί» απαντάει η υπεράσπιση. «Δώδεκα κι άμα σας αρέσει». Το σκέπτονται δικηγόρος και πελάτης, μετράνε, υπολογίζουν. «Το 2034 θα έχεις ξεμπερδέψει. Θα ξαναρχίσεις στα σαράντα δύο τη ζωή σου. Ενώ εάν πάμε στο ακροατήριο, κινδυνεύεις να σε κάψει μια κατάθεση, ένα έγγραφο, και να βγεις γέρος από τη φυλακή… Εμένα με συμφέρει να εξετάζω μάρτυρες, να αγορεύω, να πληρώνομαι. Μα σε λυπάμαι νέο παιδί. Αντε, πες ναι να ξεμπερδεύουμε!». Ο κατηγορούμενος ξινίζει τη μούρη του, βρίζει μέσα απ’ τα δόντια του και τελικά υποκύπτει.

Σε εμάς τους Ευρωπαίους η παραπάνω διαδικασία φαίνεται προσβλητική της ίδιας της Δικαιοσύνης, με Δέλτα κεφαλαίο. «Πού ακούστηκε να ανεβοκατεβάζουν την ποινή σαν σε ανατολίτικο παζάρι;» αγανακτούμε. «Τι τα θες; Αμερικανοί. Υπέρτατη αξία τους η οικονομία. Η οικονομία σε χρήμα, σε χρόνο…».

Προφανώς η κύρια σκοπιμότητα των προδικαστικών συμβιβασμών είναι να μη φρακάρουν τα δικαστήρια, να μην ξοδεύονται εργατοώρες και φαιά ουσία. Στις αστικές δίκες το δεχόμαστε όλοι ασμένως. Στις ποινικές όμως; Εκεί όπου διακυβεύεται η ελευθερία, η τιμή ενός ανθρώπου; Όπου η ηθική προστάζει να έρθει στο φως, να λάμψει η αλήθεια;

Ποια αλήθεια, φίλοι μου; Κοιτάξτε γύρω σας. Εκτεθείτε στο αστυνομικό και στο δικαστικό ρεπορτάζ που τέτοιο σουξέ γνωρίζει στις μέρες μας – το κοινό γαρ καταναλώνει εγκλήματα πιο βουλιμικά από ποτέ…

Το ιδεώδες θα ήταν πράγματι ο κατηγορούμενος να μιλάει ειλικρινά. Να ξεδιπλώνει ατόφια την προσωπική του εμπειρία, τη γνήσια αντίληψή του για τα γεγονότα. Οι υπερασπιστές, ο εισαγγελέας, η πολιτική αγωγή να φωτίζουν την προσωπικότητά του, τις συνθήκες που τον οδήγησαν στο κακό. Και οι δικαστές – έχοντας τον νόμο όχι για λυσάρι αλλά για πυξίδα, ζυγίζοντας με ψυχραιμία και με ανοιχτή καρδιά – να καταλήγουν στην ετυμηγορία. Κάθε πότε συμβαίνει έτσι; Σπανίως νομίζω…

«Αποφεύγω να ρωτάω τον εντολέα μου εάν είναι ένοχος» μου έλεγε ένας εξαίρετος, μπαρουτοκαπνισμένος ποινικολόγος. «Εάν νιώσει εκείνος την ανάγκη να μου εξομολογηθεί, έχει καλώς, θα τον ακούσω. Ούτε όμως τη γνώμη μου θα εκφράσω ούτε θα μεταβάλω καν την υπερασπιστική γραμμή μου. Χρέος μου έχω να κάνω το παν για να αθωωθεί, να πέσει έστω στα μαλακά. Την τελική κρίση την αφήνω στον Θεό».

Σωστά μιλούσε. Από την εποχή του Λυσία και του Ισοκράτη οι συνήγοροι πλάθουν και αφηγούνται εκδοχές, τις συμφερότερες για τους πελάτες τους. Οι κατήγοροι επιδίδονται στο ακριβώς αντίθετο, διεκτραγωδούν τα περιστατικά, συντρίβουν με τα λόγια τους όποιον κάθεται στο σκαμνί. Στο πλευρό τους έχουν τον κίτρινο Τύπο, ο οποίος ψωμίζεται μπουκώνοντας με φρίκη το κοινό. Και η αλήθεια; Βρίσκεται κάπου στη μέση; Φοβάμαι ότι βρίσκεται εντελώς αλλού.

Το τι έχουμε δει τον τελευταίο ιδίως καιρό δεν περιγράφεται. Από ολογράμματα νεκρών παιδιών στην τηλεόραση μέχρι μάρτυρες να έρχονται σχεδόν στα χέρια με τους δικηγόρους του αντιδίκου, να περιγράφουν με δασκαλεμένη γλαφυρότητα την κόλαση που βίωσαν ή πιθανόν επινόησαν, να απευθύνονται πρωτίστως στην κοινή γνώμη… Να εξαλλάσσονται οι ποινικές δίκες σε πολιτικά γεγονότα, ως και σε χάπενινγκ, να αντιλαλεί στη διαπασών «φωνή λαού» –  πώς να σταθούν οι δικαστές σε απόσταση; Πώς να καταλήξουν σε νηφάλια κρίση;

Ισως τελικά οι Αμερικανοί να το κάνουν καλύτερα. Ισως να διαφυλάσσουν με τον τρόπο τους την υπόληψη της Δικαιοσύνης – όποιος είναι πράγματι αθώος δεν πρόκειται να διαπραγματευτεί την ποινή του. Και ο ένοχος; «Το δικαστήριο συνιστά χώρο ιερό. Δεν χρωστάει να ακούει κλαψουρίσματα και στρεψοδικίες. «Καταθέσεις ψυχής» και εξωφρενικές χυδαιότητες εκατέρωθεν. Κάλλιο ανατολίτικο παζάρι παρά κάκιστο θέατρο. Πάρε δώδεκα χρόνια και άδειασέ μας τη γωνιά…».