Οι λόγοι που οδήγησαν τον Μπόρις Τζόνσον στην παραίτηση εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στα απανωτά σκάνδαλα που βυθίστηκε το κόμμα των Τόριδων αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο η Μάρθα Γκιλ στους New York Times εκτιμά ότι αυτό που πραγματικά στοίχισε στον Τζόνσον δεν ήταν τα σκάνδαλα αλλά το γεγονός ότι ζήτησε συγγνώμη εγκαταλείποντας το αλαζονικό και αμετανόητο ύφος του, κάνοντας φανερή την αδύναμη θέση του.

Όπως αναφέρει, το απόγευμα της Τρίτης, δύο από τις πλέον κορυφαίες φιγούρες της βρετανικής κυβέρνησής- ο υπουργός Οικονομικών, Ρίσι Σουνάκ, και ο υπουργός Υγείας, Σάτζιντ Τζάβιντ– παραιτήθηκαν, ακολουθούμενοι γρήγορα από βουλευτές, υφυπουργούς και κοινοβουλευτικά στελέχη. Την Τετάρτη, τα πράγματα χειροτέρεψαν: Ένα κρεσέντο παραιτήσεων κορυφώθηκε μετά από μια έκτακτη συνάντηση στη Ντάουνινγκ Στριτ 10, την επίσημη κατοικία του πρωθυπουργού. Μια σειρά από μέλη του υπουργικού συμβουλίου συγκεντρώθηκαν, λέγοντας στον κ. Τζόνσον να παραιτηθεί.

Αρνήθηκε, αλλά μέχρι το πρωί της Πέμπτης είχε συμφωνήσει να παραιτηθεί από της ηγεσία των Συντηρητικών. Σκοπεύει να παραμείνει στην πρωθυπουργία μέχρι το φθινόπωρο, αν και δεν είναι σαφές αν θα μπορέσει.

Στο φόντο των σκανδάλων

Η άμεση αιτία της αναγκαστικής παραίτησής του ήταν ένα ακόμη σκάνδαλο. Τις τελευταίες ημέρες, αποκαλύφθηκε ότι ο κ. Τζόνσον είχε διορίσει έναν βουλευτή, τον Κρις Πίντσερ, σε μια θέση επίβλεψης της πειθαρχίας και της πρόνοιας στο Συντηρητικό Κόμμα, παρά τις καταγγελίες εναντίον του για σεξουαλική παρενόχληση. Ο πρωθυπουργός προσπάθησε αρχικά να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε τις καταγγελίες. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι είχε γνώση, προκαλώντας έντονη αγανάκτηση.

Το σκάνδαλο αυτό όμως, αν και αναμφισβήτητα αρνητικό, δεν είναι ό,τι χειρότερο έχει διαπράξει ο κ. Τζόνσον. Και όμως αποδείχθηκε ικανό για να οδηγήσει στην ανατροπή ενός ανθρώπου που για μήνες είχε ματαιώσει κάθε προσδοκία ότι θα απομακρυνόταν από το αξίωμα. Ενός ανθρώπου, που με τη στάση του, που φαινόταν να υπερβαίνει κάθε κανόνα πολιτικής πρακτικής.

Σε αυτή την πυρετώδη ατμόσφαιρα, υπάρχουν πολλά ερωτήματα που χρήζουν απάντησης γύρω από τη βρετανική πολιτική. Ένα από τα πιο σχετικά είναι: Γιατί τώρα; Φυσικά, η απάντηση εν μέρει είναι ότι ο κ. Σουνάκ και ο κ. Τζαβίντ, εκτιμώντας τη βαθιά δυσαρέσκεια στο κόμμα, περίμεναν την κατάλληλη στιγμή για να ρίξουν τον πρωθυπουργό. Τι έκανε όμως κατάλληλη αυτή τη στιγμή;

Φαίνεται περίεργο, αλλά αυτό που μπορεί στην πραγματικότητα να οδήγησε τον κ. Τζόνσον στην πτώση από την εξουσία δεν ήταν ένα σκάνδαλο αλλά μια συγγνώμη. Την Τρίτη, έσπασε τη συνήθεια της πολιτικής ζωής και παραδέχτηκε το προσωπικό του λάθος στο διορισμό του Πίντσερ. «Ήταν ένα λάθος», είπε, «και ζητώ συγγνώμη για αυτό». Λίγα λεπτά αργότερα άρχισαν οι παραιτήσεις…

Το στιλ του αμετανόητου

Σε μια θητεία που χαρακτηρίζεται από σκάνδαλα και διαμάχες, ο κ. Τζόνσον έχει κατά καιρούς εκφράσει τη λύπη του ή έχει πει με μισή καρδιά ότι τα πράγματα θα αλλάξουν. Αλλά ποτέ δεν είχε ζητήσει συγγνώμη. Ήταν, μαζί με το θορυβώδες χιούμορ και την ιδιαίτερη στάση του, ο ακρογωνιαίος λίθος της συμπεριφοράς και του στυλ του.

Τώρα, καθώς η χώρα περιμένει την απομάκρυνσή του, μπορεί να αντιληφθεί ότι από όλους τους λάθος υπολογισμούς του, ο πιο μοιραίος ήταν να ζητήσει συγγνώμη. Ο κύριος Τζόνσον έπρεπε να το αυτό γνωρίζει καλύτερα. Τον Ιανουάριο, πιεσμένος να ανταποκριθεί σε αυξανόμενες αποδείξεις ότι είχε παραβιάσει τους περιορισμούς της πανδημίας, έχασε τη συνηθισμένη του έπαρση. «Λυπάμαι βαθιά και πικρά για ό,τι συνέβη», είπε σε τηλεοπτική συνέντευξη κοιτάζοντας τα πόδια του. Ο αντίκτυπος ήταν ακαριαίος.

Συντηρητικοί βουλευτές, που μέχρι τότε εμφανίζονταν σχετικά αισιόδοξοι για τις λεπτομέρειες σχετικά με το πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ, είπαν ότι είχαν υποβάλει επιστολές με πρόταση μομφής. Ένας εξ αυτών αποχώρησε και έγινε μέλος σε άλλο κόμμα.

Οι σχολιαστές προέβλεψαν την επικείμενη απομάκρυνση Τζόνσον. Το δράμα αποκλιμακώθηκε μόνο όταν, την επόμενη μέρα, ο κύριος Τζόνσον επέστρεψε στο αμετανόητο ύφος του, μειώνοντας την ισχύ σε κάθε ένσταση και συμπεριφερόμενος σαν να μην έκανε τίποτα λάθος.

Τις εβδομάδες και τους μήνες που ακολούθησαν -κατά τη διάρκεια των οποίων μια ανεξάρτητη έρευνα διαπίστωσε ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι παραβίασαν τους περιορισμούς για τον Covid και τα ποσοστά αποδοχής του πρωθυπουργού έπεσαν- μόνο όταν επιβλήθηκε στον κ. Τζόνσον πρόστιμο από την αστυνομία για συμμετοχή σε παράνομο πάρτι κόντεψε να ζητήσει συγγνώμη. Αλλά και εκεί ήταν στο περίπου.

Η πρώτη δοκιμασία της πρότασης μομφής

Ακόμη και όταν οδηγήθηκε στη διαδικασία της πρότασης μομφής, αρνήθηκε να ρίξει τους τόνους. Κι αυτό λειτούργησε: ο κ. Τζόνσον ταρακούνησε το εσωτερικό του κόμματος του, με τα δύο πέμπτα να ψηφίζουν εναντίον του. Αυτό φαινόταν να είναι ένα αδιέξοδο σενάριο, που κατά πάσα πιθανότητα θα είχε διάρκεια μέχρι το καλοκαίρι. Μετά ήρθαν τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας.

Αξίζει να αναλογιστούμε γιατί μια συγγνώμη φαίνεται να έχει αλλάξει τόσο πολύ την κατάσταση. Στην πραγματικότητα, η απόφαση να τιμωρηθούν οι ηθικές παραβάσεις είναι συχνά λιγότερο απλή από ό,τι θέλουμε να παραδεχτούμε.

Τα σκάνδαλα τείνουν να ξεσπούν όχι στο σημείο που οι άνθρωποι «ανακαλύπτουν» την κακή συμπεριφορά -ιστορίες για την ανάρμοστη συμπεριφορά του κ. Πίντσερ κυκλοφορούσαν εδώ και καιρό στο Γουέστμινστερ, για παράδειγμα- αλλά όταν πιστεύουν ότι η πλειονότητα των άλλων κρίνουν ότι είναι λάθος. Οι άνθρωποι, εξάλλου, σπάνια κάνουν ηθικές επικρίσεις στο κενό.

Πόσο μετράει η «συγγνώμη» στην πολιτική

Στην πολιτική, όπου η υποστήριξη μπορεί να μετρηθεί σε αριθμούς, αυτό ισχύει ιδιαίτερα. Μία συγγνώμη συχνά μπορεί να προκαλέσει πλημμύρες, μολονότι προσφέρθηκε με την ελπίδα να μετριαστούν οι ζημιές. Επιβεβαιώνοντας ότι κάνατε κάτι λάθος, δίνετε σε όσους σας κατηγορούν την άδεια να επιδιώξουν ανταπόδοση. Αποδεικνύεται ότι -χωρίς αμφιβολία- έχουν δίκιο να σας κατακρίνουν. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι οι πολιτικοί σφάλουν όταν ζητούν συγγνώμη σε περίπτωση που έχουν κάνει ένα λάθος.

Απλώς, στην πολιτική, υπάρχει η ισχυρή πιθανότητα αυτό να μην πάει τόσο καλά. Δεν πρόκειται για νέο φαινόμενο, ακόμη κι αν, σε αυτούς τους περίεργους καιρούς, το πολιτικό κόστος της συγγνώμης φαίνεται να έχει αυξηθεί.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον, για παράδειγμα, σφράγισε την ήδη κακή φήμη του όταν ζήτησε συγγνώμη για τις πράξεις του. Η πολιτική καριέρα ενός Βρετανού αντιπροέδρου της κυβέρνησης, του Νικ Κλεγκ, δεν ανέκαμψε ποτέ αφού ζήτησε συγγνώμη για την αθέτηση μιας εκλογικής δέσμευσης. Και οι συγγνώμες που προσέφερε ο Αλ Φράνκεν, όταν κατηγορήθηκε για σεξουαλική παρενόχληση, εκτιμάται ευρέως ότι αποδυνάμωσαν τη θέση του.

Ηθικό κενό

Ο κ. Τζόνσον φαινόταν, περισσότερο από κάθε άλλον εκ των προκατόχων του, να αντιλαμβάνεται αυτό το γεγονός. Η ικανότητά του να μην ζητάει συγγνώμη ήταν αξιοσημείωτη. Οι θυελλώδεις αρνήσεις του προκαλούσαν ένα είδος γνωστικής ασυμφωνίας στο μυαλό όσων τον κατηγόρησαν. Υπήρχε κάποιο γεγονός που είχαν παραλείψει; Τρελαίνονταν; Ήταν; Αυτό επέτρεπε επίσης στους υποστηρικτές του να έχουν τη δική τους άρνηση.

Τους τελευταίους μήνες, δημιουργήθηκε ένα είδος ηθικού κενού στην κυβέρνηση της Βρετανίας, στο οποίο κανείς δεν φαινόταν να έχει τη δύναμη να ζητήσει από τον πρωθυπουργό να λογοδοτήσει. Όχι πια. Η εξουσία του κ. Τζόνσον έχει ουσιαστικά τελειώσει. Μάλλον δεν είναι παρήγορο για εκείνον ότι δεν έχει κανέναν να κατηγορήσει παρά μόνο τον εαυτό του.