Από την εποχή που ήταν ακόμα κομίστας («Ιστορίες από τις αθώες εποχές»), ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης, είχε αναπτύξει μια «περιφερειακή επαφή» με το σινεμά.

Η γνωριμία του, το 2017, με έναν επαγγελματία του χώρου, τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Κουτσαλιάρη, οδήγησε τον Γούση στην δημιουργία του μικρού μήκους ντοκιμαντέρ πορτρέτου «Χειροπαλαιστής» με πρωταγωνιστή τον αδελφό του.

Η περιπέτεια της μεγάλου μήκους μυθοπλασίας ήρθε το καλοκαίρι του 2020 με τα «Μαγνητικά πεδία», την ιστορία δύο μοναχικών, άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων (Ελενα Τοπαλίδου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος) στην Κεφαλονιά.

Η «χειροποίητη» αυτή ταινία απέσπασε τον Χρυσό Αλέξανδρο στο τμήμα Film Forward του περσινού φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είναι υποψήφια για επτά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και από την Πέμπτη 19 Μαίου προβάλλεται στις αίθουσες.

Ο σκηνοθέτης Γιώργος Γούσης προερχόμενος από τον χώρο του κόμικ

Τι ήταν αυτό που σας απασχολούσε, ή σας προβλημάτιζε και για το οποίο θελήσατε να εκφραστείτε με τα «Μαγνητικά παιδία»;

«Δεν υπήρχε πρόθεση ως προς το περιεχόμενο, στόχος ήταν η ίδια η κινηματογραφική πράξη, η ταινία προέκυψε κυρίως από την ανάγκη που νιώθαμε να κάνουμε σινεμά. Στήνοντας βέβαια στην πορεία την σκαλέτα της ιστορίας και απ’ ότι μπορώ να διακρίνω σήμερα, με μια απόσταση πια, πιστεύω ότι υποσυνείδητα, μια και τα “Μαγνητικά Πεδία” έγιναν επί πανδημίας και καραντίνας, όσο τα γυρίζαμε ανακαλύψαμε πως το κεντρικό θέμα είναι η δύναμη της συντροφιάς και της κίνησης. Ό,τι μας έλειπε δηλαδή. Έχουμε ανάγκη από συντροφιά.»

Ποια θα λέγατε ότι ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία στην δημιουργία της ταινίας;

«Το να καταφέρουμε να φύγουμε από την Αθήνα και να φτάσουμε στην Κεφαλονιά, καθώς υπήρχε απαγόρευση κυκλοφορίας και όλες οι διαδικασίες ήταν δυσκίνητες και πολύπλοκες. Όσο γυρίζαμε την ταινία, μας συνέβησαν πολλές αναποδιές και ατυχίες, αλλά αυτά δεν τα βιώναμε ως δυσκολίες, αφού η περιπέτεια του εγχειρήματος ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίο είχαμε πάει εκεί.»

Τεχνικά τα «Μαγνητικά πεδία» έχουν ενδιαφέρον, ιδιαίτερα στην χρήση των χρωμάτων αλλά και της φωτογραφίας. Η ταινία αφήνει μια αίσθηση θολούρας ή και αποσύνθεσης, θα την έλεγες ακόμα και μεταποκαλυπτικής ατμόσφαιρας. Μιλήστε λίγο για την τεχνική σας.

«Πριν κάνουμε την ταινία, είχαμε τραβήξει με την ίδια MiniDV κάμερα ένα βίντεο κλιπ, στο οποίο ανακαλύψαμε πως η εικόνα που παράγει έχει ένα πολύ ιδιαίτερο αισθητικό αποτέλεσμα, αρκετά ιμπρεσιονιστικό, αλλά και «ταξιδιάρικο» θα έλεγα, το οποίο ταίριαζε αρκετά σε ένα road movie. Ταίριαζε απόλυτα και στα ελάχιστα χρήματα που είχαμε στην διάθεση μας για να κάνουμε την ταινία. Ετσι, αρχίσαμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτό και τις υπόλοιπες επιλογές, όπως το location, το φως, τα ρούχα, τα σκηνικά κτλ. Μια βασική αναφορά που είχαμε στο μυαλό μας για το χρώμα ήταν από το έγχρωμο κομμάτι της ταινίας «Ελεγεία του Έρωτα», του Ζαν Λικ Γκοντάρ.»

Γιατί επιλέξατε νησί και γιατί το συγκεκριμένο, την Κεφαλονιά;

«Αρχικά υπήρχε ένας πολύ πρακτικός λόγος: στην Κεφαλονιά βρισκόταν ο Μαρίνος Σκλαβουνάκης, ο άνθρωπος που τυπικά είχε και τον ρόλο του διευθυντή παραγωγής της ταινίας. Ζει εκεί, αγαπάει το σινεμά, κάνει σινεμά ο ίδιος ως σκηνοθέτης και θα μας έλυνε τα χέρια από άποψη παραγωγής. Όλοι οι β ρόλοι της ταινίας είναι φίλοι του Μαρίνου και πολλά σημεία γυρισμάτων ανακαλύψεις του, μέρη που αγαπά από το νησί του. Πέρα από αυτό όμως, νιώσαμε ότι σαν χώρος, το νησί εξυπηρετεί και την ιστορία που θέλουμε να πούμε, καθώς μπορεί να λειτουργήσει ως ένα απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο σύμπαν. Ένας συγκεκριμένος χώρος, στον οποίο ασκούνται μαγνητικά πεδία, και έλκουν ανθρώπους που κουβαλάνε αντίθετα φορτία. Ειδικά η Κεφαλονια, έχει ένα πλούσιο φυσικό τοπίο, που δεν είναι ίδιο σε όλη της έκταση, έχει ένα από τα ψηλότερα βουνά της Ελλάδας και ταυτόχρονα κοιλάδες και παραλίες. Επίσης, έχει τρομερούς ουρανούς.»

Πόσο ενθαρρυντικό βρίσκετε το γεγονός ότι τα «Μαγνητικά Πεδία» διακρίθηκαν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και έχουν υποψηφιότητες στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου; Ποια είναι η γνώμη σας γενικώς για τα βραβεία;

«Αρκετά ενθαρρυντικό και κολακευτικό για εμάς, μιας και στην Ακαδημια ψηφίζουν επαγγελματίες του σινεμά, κάτι που σ’εμάς τους νέους στον χώρο, δίνει κουράγιο και στήριξη. Τα βραβεία είναι ένα κοινωνικό γεγονός και μια διαδικασία ανάδειξης των έργων τέχνης και των δημιουργών τους. Δεν θεωρώ σε καμία περίπτωση βέβαια πως είναι μέσο αξιολόγησης, ή μάλλον, ακόμα κι αν είναι, σίγουρα δεν είναι το μόνο. Η ιστορία έχει δείξει πως ταινίες που σήμερα θεωρούνται κλασικές, στον καιρό τους αγνοήθηκαν αλλά και το ανάποδο, ταινίες που διέπρεψαν στα βραβεία όταν βγήκαν, αλλά σήμερα δεν τις γνωρίζει πια κανείς. Ο χρόνος και η διαχείριση έχουν πάντα μεγαλύτερη σημασία.»

Μπορεί ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου να βιοποριστεί αμιγώς από αυτό το επάγγελμα σήμερα στην Ελλάδα;

«Δεν μπορώ να απαντήσω γενικά, υποθέτω όμως ότι αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί αποκλειστικά και μόνο με το σινεμά, μάλλον «όχι». Οι ευκαιρίες είναι αραιές, το σύνηθες αναμονής για μια ταινία 4-5 χρόνια και πολλές φορές κεφαλαιοποιείς την αμοιβή σου ως σκηνοθέτης, βάζοντάς την μέσα στο μπάτζετ της ταινίας χωρίς να πληρωθείς. Επίσης, οι χρηματοδοτήσεις από το Κράτος είναι ακόμα μικρές, οπότε σίγουρα αυτό δεν δημιουργεί μια οικονομική ροή με την οποία ένας σκηνοθέτης να μπορεί να προγραμματίσει την ζωή του.»

Η δεύτερη μεγάλου μήκους, είναι το ντοκιμαντέρ «Χειροπαλαιστής». Τι ήταν εκείνο που σας οδήγησε να μετατρέψετε σε μεγάλου μήκους την μικρού μήκους σας που είχε προηγηθεί;

«Η μεγάλου μήκους εκδοχή του “Χειροπαλαιστή”, προέκυψε όταν ο αδερφός μου, ο άνθρωπος του οποίου κάνουμε το πορτρέτο, αποφάσισε να αλλάξει για δεύτερη φορά περιβάλλον και να επιστρέψει από την επαρχία στην Αθήνα. Παρατηρώντας την νέα του ζωή, καταλάβαμε ότι τώρα επιχειρεί να κυνηγήσει τα όνειρα που έλεγε πως έχει στην μικρού μήκους. Οπότε, αφού το φυσικό πρόσωπο μας έδωσε από μόνο του την συνέχεια της ιστορίας του, αποφασίσαμε πως αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε να τον παρακολουθούμε και εμείς.»_