Οταν τον συναντήσαμε τις προάλλες, το πρώτο πράγμα που ζητήσαμε από τον Χρήστο Αστερίου ήταν να μας υπενθυμίσει αν καπνίζει. «Οχι, δεν καπνίζω. Είχα δοκιμάσει παλαιότερα και τσιγάρο και πούρο, αλλά δεν εθίστηκα ποτέ στον καπνό. Εχω υπάρξει περιστασιακός ή κοινωνικός καπνιστής – αυτό που λένε οι Γερμανοί «ψευδοκαπνιστής». Θυμάμαι όμως τη μητέρα μου στο σπίτι, φανατική καπνίστρια, να μην αποχωρίζεται ποτέ τα Καρέλια της». Το νέο του βιβλίο με τίτλο Μικρές αυτοκρατορίες: Μuratti / Ενας αποχαιρετισμός είναι ένα υβριδικό αφήγημα στην έκταση μιας νουβέλας, με πολλά ντοκουμέντα αλλά στοιχειώδη μυθοπλασία, μέσω του οποίου ο ίδιος αναπλάθει την ιστορία της γνωστής σε όλους – ακόμη και σε αυτούς που δεν καπνίζουν – καπνοβιομηχανίας.

Χρήστος Αστερίου – Μικρές αυτοκρατορίες: Μuratti / Ενας αποχαιρετισμός

Εκδόσεις Πόλις, 2021, σελ. 96, τιμή 14 ευρώ

Ομως, τι ακριβώς ξέρουμε σήμερα για το παρελθόν της και, εν πάση περιπτώσει, γιατί μας αφορά; «Τα τελευταία πέντε χρόνια τα έζησα στο Βερολίνο. Μια μέρα, πίνοντας καφέ στο Κρόιτσμπεργκ, ένας φίλος ανέφερε ότι εκεί κοντά υπήρχε κάποτε ένα εργοστάσιο της συγκεκριμένης εταιρείας. Οταν μου επισήμανε ότι o ιδιοκτήτης ήταν Ελληνας, με εξέπληξε. Δεν είχα ξανακούσει τέτοιο πράγμα…» είπε προς «Το Βήμα» ο 50χρονος συγγραφέας. «Οπότε άρχισα να το ψάχνω, γεγονός που εξελίχθηκε σε μια έρευνα η οποία κράτησε τέσσερα χρόνια. Επισκέφθηκα αρχεία και πραγματοποίησα δύο ταξίδια, ένα στο Μάντσεστερ και ένα στο Τζέρσι, ένα από τα νησιά της Μάγχης. Λοιπόν, οι αδελφοί Muratti, οι αδελφοί Μουράτογλου δηλαδή, ήταν Ελληνες με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα κατάφεραν να επεκτείνουν σημαντικά τις εμπορικές τους δραστηριότητες, από την Κεντρική Ευρώπη ως την Αγγλία. Το ενδιαφέρον μου πυροδοτήθηκε από το ελληνικό στοιχείο, προφανώς. Το πιο συγκινητικό μάλιστα σε αυτό είναι ότι ο πατριάρχης-ιδρυτής της καπνοβιομηχανίας Βασίλειος (Μπαζίλ) Μουράτογλου, ένας οθωμανός υπήκοος του 19ου αιώνα για τον οποίο δεν γνωρίζουμε τίποτα, φρόντισε να δώσει στους δύο γιους του αρχαιοελληνικά ονόματα, Σοφοκλής και Δημοσθένης. Πέραν αυτού, όμως, συνέτρεχε και μια άλλη παράμετρος στο εγχείρημα, πιο προσωπική. Εγώ τότε ετοιμαζόμουν σε έξι μήνες να φύγω από το Βερολίνο, οπότε άρχισα να σκέφτομαι, αφενός, πώς είναι δυνατόν εκείνοι οι άνθρωποι – Ελληνες που είχαν μια τόσο έντονη παρουσία σε μια τόσο μεγάλη μητρόπολη – να έχουν εξαφανιστεί εντελώς από τη μνήμη της και, αφετέρου, τι σήμαινε το δικό μου ελάχιστο ίχνος σε αυτήν».

 

Ατομικές αυτοκρατορίες

Ο Χρήστος Αστερίου, μπροστά σε ημερολογιακές καταχωρίσεις, επιστολές και ποικίλα επίσημα έγγραφα, δεν είχε ένα συγκεκριμένο σχέδιο στο μυαλό του. «Στην εναρκτήρια φάση, ας πούμε, δεν ήξερα καν τι ήθελα να κάνω. Καταλαβαίνοντας ότι δεν επρόκειτο να βρω άλλα στοιχεία επειδή απλούστατα δεν υπήρχαν, καταλαβαίνοντας με άλλα λόγια ότι θα έπρεπε να γράψω με βάση την έλλειψη και όχι την αφθονία στοιχείων, συνέχισα αυτό που ήδη έκανα. Και καθώς κρατούσα σημειώσεις για τον χρόνο, για τη μνήμη και τη λήθη, για το πέρασμά μου και το πέρασμα όλων μας από τη ζωή, μου αποκαλύφθηκε ξαφνικά ο τίτλος «Μικρές αυτοκρατορίες», σαν παράδειγμα αλλά και κάτι περισσότερο από παράδειγμα. Με ποια έννοια; Οτι και εμείς προοριζόμαστε να χαθούμε, ο καθένας από εμάς, ανεξαιρέτως, σαν μια μικρή αυτοκρατορία. Στο βιβλίο, ο 72χρονος αφηγητής-ερευνητής με τη φθίνουσα υγεία αντικρίζει στον καθρέφτη των Muratti τη γερασμένη αυτοκρατορία ενός εαυτού, του δικού του, αντικρίζει το αναπόδραστο τέλος που επέρχεται και για τον ίδιο» εξήγησε.

Αφού, όπως ανέφερε, τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του δεν ήταν πολλά, γιατί δεν προτίμησε τη μυθοπλασία; «Επειδή θέλησα να διατηρήσω μια ισορροπία μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Προσωπικά, δεν μου αρέσουν καθόλου τα μυθιστορήματα με τις ατέλειωτες πληροφορίες ιστορικής γνώσης. Επί της ουσίας, επιχείρησα μια συναρμογή κειμένων διαφορετικής θερμοκρασίας τα οποία λειτουργούν μόνο ως σύνολο. Αν τραβήξετε από αυτή την αφήγηση, λόγου χάρη, κάποιο βιογραφικό σημείωμα και το διαβάσετε μόνο του, δεν λέει κάτι. Ομως εκεί μέσα, μαζί με τα υπόλοιπα, λέει αρκετά. Σκεφτείτε το κολάζ, το νόημά του έγκειται στην ολοκληρωμένη εικόνα του. Από το υλικό που συγκέντρωσα, άφησα πολλά πράγματα έξω, όπως εκείνο το υπέροχο συμβόλαιο του 1919 για την ενοικίαση μιας αποθήκης στον Γαλατά. Το άφησα έξω διότι και δεν κούμπωνε με τα άλλα και δεν χωρούσε στη λογοτεχνία που είχα κατά νου. Θέλησα ακριβώς να δημιουργήσω κάτι πιο συμπαγές και επιπλέον – επειδή προτιμώ να ξεβολεύομαι και να μην επαναλαμβάνομαι από βιβλίο σε βιβλίο – να πειραματιστώ σε ένα είδος με το οποίο δεν είχα ως τώρα καταπιαστεί, ένα μη-μυθοπλαστικό αφήγημα, μεικτό ως προς την τεχνική και τη σύνθεσή του».

Ο λογοτέχνης έχει τη δυνατότητα να αναδείξει ορισμένες διαστάσεις των πραγμάτων που ο ιστορικός δεν μπορεί, όσο χαρισματικός αφηγητής κι αν είναι, επειδή πειθαρχεί στην επιστήμη του

 

Μεταξύ λογοτεχνίας και Ιστορίας

Κατόπιν κουβεντιάσαμε με τον Χρήστο Αστερίου για τις ποικίλες τάσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας, ως προς τη διαχείριση της Ιστορίας και της μνήμης, από τον Β. Γκ. Ζέμπαλντ ως τον Ερίκ Βιιγιάρ. «Υφίστανται διάφορες στρατηγικές και διαβαθμισμένες ποιότητες. Θα ήθελα ωστόσο να πω κάτι για τις φωτογραφίες του βιβλίου, τον λελογισμένο αριθμό τους, την προσεκτική επιλογή τους. Δεν είναι κάποια πόζα, νομίζω. Αντιθέτως, έχω την αίσθηση ότι είναι απαραίτητες για την ανάγνωση. Γιατί; Ενόσω ακόμη ερευνούσα, βρήκα μια διαφημιστική καταχώριση της εταιρείας Muratti σε γερμανική εφημερίδα, από την περίοδο που ξεσπούσε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Υστερα από περίπου ενάμιση χρόνο, και εδώ είναι το θέμα, βρήκα κάτι ανάλογο σε ένα αγγλικό περιοδικό για τους στρατιώτες. Και εκείνη ακριβώς την ώρα άρχισα να κάνω τις συνδέσεις. Κοίτα να δεις, είπα μέσα μου, και οι δύο αδελφοί, ο ένας από ‘δω κι άλλος από ‘κει, επιδίδονται στο ίδιο κόλπο, πουλάνε καπνό και στις δύο μεριές των χαρακωμάτων. Πού θέλω να καταλήξω; Οτι τα γεγονότα, τα αντικειμενικά δεδομένα, είναι πάντοτε εκεί, το ζητούμενο είναι πώς καταφέρνει κανείς να τα συσχετίσει ώστε να τα ερμηνεύσει και να τα νοηματοδοτήσει. Οι αδελφοί Muratti μπορεί να ήταν δύο στυγνοί καπιταλιστές, αλλά, για εμένα, αυτό είναι το γοητευτικό της μυθοποίησης. Αν τους ήξερα, ενδέχεται να μην έγραφα ποτέ για αυτούς. Το βιβλίο προκρίνει μια θέαση των πραγμάτων από λογοτεχνική σκοπιά και όχι ιστορική» έσπευσε να ξεκαθαρίσει ο συγγραφέας.

Και βεβαίως τον ρωτήσαμε, ακαριαία σχεδόν, ποια είναι η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο. «Ο λογοτέχνης έχει τη δυνατότητα να αναδείξει ορισμένες διαστάσεις των πραγμάτων που ο ιστορικός δεν μπορεί, όσο χαρισματικός αφηγητής κι αν είναι, επειδή πειθαρχεί στην επιστήμη του. Ανατρέξτε στην ονειροφαντασία του αφηγητή-ερευνητή στον σταθμό της Φρίντριχστρασε, όπου οι εποχές δεν διαδέχονται η μία την άλλη (αυτό που έλεγε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ότι οι νέες αυτοκρατορίες χτίζονται πάνω στα ερείπια των προηγούμενων), αλλά εκδηλώνεται η αρκούντως μεταφυσική πιθανότητα της συνύπαρξης όλων μας στο ίδιο χρονικό φάσμα, ό,τι θα συνιστούσε μια στιγμή αθανασίας ενώπιον της σαρωτικής ανθρώπινης ιστορίας, να συζητούσα εγώ τώρα, φέρ’ ειπείν, με έναν από τους δύο αδελφούς. Ομως παραμένουν φαντάσματα για εμένα, δεν τους έχω δει ποτέ ή για την ακρίβεια τους βλέπω ακόμη ως εξής, σαν δύο πνιγμένους που τους παρασέρνει το ορμητικό ποτάμι του χρόνου κι εγώ, ζωντανός στην όχθη, προσπαθώ να τους αρπάξω απ’ τα μαλλιά, να τους διασώσω έστω για λίγο, μέχρι να μπω κι εγώ στο ίδιο μοιραίο ποτάμι. Η πράξη μου ως συγγραφέα αυτή είναι, τίποτα παραπάνω. Αποδίδω πίσω στην πόλη του Βερολίνου, έστω για λίγο, έναν μύθο της. Γιατί αυτό ακριβώς είναι μια πόλη, ένα παλίμψηστο φτιαγμένο από μύθους».

Ο Ντοστογέφσκι και το διαστημόπλοιο

Ο Χρήστος Αστερίου, ένας συγγραφέας σοβαρός με διευρυμένο βλέμμα, έχει πλέον επιστρέψει στην Ελλάδα. «Οι μεγάλες πόλεις σε κάνουν να συνειδητοποιείς ότι είσαι απλώς ένας ακόμη, ένας από τους χιλιάδες συγγραφείς που εργάζονται δίπλα σου. Το σύγχρονο Βερολίνο, ως ένα παγκόσμιο κέντρο της λογοτεχνίας, εδραίωσε μέσα μου την αίσθηση του μέτρου… Είναι αδύνατον σε κάθε χωριό να υπάρχει ένας Ντοστογέφσκι, τι να κάνουμε…» σχολίασε με νόημα. «Δεν υπάρχουν στεγανά στη λογοτεχνία. Είναι κάτι το αχανές όπου συμβαίνουν τα πάντα. Οταν όμως παρατηρώ κάποιες ιστορίες να χάνονται εξαιτίας του περιορισμένου ορίζοντά τους, σκέφτομαι: Η λογοτεχνία είναι ένα διαστημόπλοιο, έχεις την προοπτική να επιβιβαστείς και να πας μέχρι το φεγγάρι. Δεν είναι κρίμα να πάρεις το διαστημόπλοιο για να πεταχτείς απλώς παραδίπλα;» κατέληξε.

Βιβλίο ανοιχτό σε πολλαπλές προσεγγίσεις

Ο Χρήστος Αστερίου πιστεύει ότι το βιβλίο του είναι ανοιχτό σε πολλαπλές προσεγγίσεις. «Κάποιος μπορεί να εστιάσει στην επιχειρηματική ιστορία, άλλος στις τεχνολογικές εξελίξεις, στο ποδήλατο και στον κινηματογράφο, αφού και με αυτά διασταυρώνεται η πορεία των Muratti, άλλος στα πιο δοκιμιακά μέρη του. Κάθε ενότητα θα μπορούσε να αποτελέσει εκκίνηση για ένα άλλο, ολόκληρο βιβλίο. Εχουμε πάντως Ελληνες τότε να μεσουρανούν επιχειρηματικά στην καρδιά της Ευρώπης. Με ένα προϊόν, το τσιγάρο, να ανταποκρίνονται στην οριενταλιστική ματιά της Δύσης, πουλώντας μαζί με τον καπνό έναν μύθο, την Ανατολή και τις συνδηλώσεις της. Ομως είναι πολλά, τόσο πολλά. Εξακολουθεί να μου φαίνεται εντυπωσιακό, ας πούμε, ότι το μεγαλύτερο καφέ στο Βερολίνο, κατά την ξέφρενη δεκαετία του 1920, το είχε ο Γιάννης Ευθυμιάδης από την Τεργέστη. Στο Moka Efti οι Γερμανοί φουμάρανε καπνά, φερμένα από την Καβάλα, τα οποία τους προμήθευαν δύο Ελληνες από την Πόλη».