«Κάθε ανθρώπινη κοινωνία πρέπει να δικαιολογεί τις ανισότητές της». Η εναρκτήρια πρόταση του κορυφαίου γάλλου οικονομολόγου Τομά Πικετί στο βιβλίο του Κεφάλαιο και ιδεολογία (εκδ. Πατάκη) παραπέμπει στους μηχανισμούς νομιμοποίησης, στην ανάγκη ιδεολογικής επένδυσης που χαρακτηρίζει την εκάστοτε τάξη πραγμάτων από την προνεωτερική περίοδο ως σήμερα παράγοντας κυρίαρχα αφηγήματα τα οποία διασφαλίζουν την αποδοχή του κοινωνικού status quo. Ογκώδες ως τόμος, μακρόπνοο ως σχεδιασμός, το νέο αυτό έργο λειτουργεί κατά τον ίδιο συμπληρωματικά ως προς το προηγούμενο, απρόσμενο μπεστ σέλερ του 2013 με τίτλο Το κεφάλαιο στον 21ο αιώνα (εκδ. Πόλις), εφόσον αποτελεί το υπόβαθρο των διαπιστώσεών του: αν εκεί τεκμηρίωνε τη ραγδαία αυξανόμενη ανισότητα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, εδώ εμβαθύνει στα αίτιά της. «Η ανισότητα δεν είναι οικονομική ή τεχνολογική: είναι ιδεολογική και πολιτική», επισημαίνει. Αντιστρέφοντας τη μαρξιστική λογική περί «βάσης» και «εποικοδομήματος», ο Πικετί αποσυνδέει την ιδεολογία από την οικονομία προκειμένου να αποδυθεί στη συγγραφή μιας παγκόσμιας ιστορίας από τη σκοπιά των ανισοτήτων. Περνώντας από τις τριαδικές, τις δουλοκτητικές και τις αποικιακές κοινωνίες στις ιδιοκτησιοκρατικές, στις σοσιαλδημοκρατικές και στις σύγχρονές μας νεο-ιδιοκτησιοκρατικές, o καθηγητής της Σχολής Οικονομικών του Παρισιού συγκροτεί μια αφήγηση που ερμηνεύει την επικράτηση του υπερκαπιταλισμού, διερευνά την πολιτική του συνθήκη και επιχειρεί να υποδείξει τρόπους υπέρβασής του.

Ο δρόμος προς τον υπερκαπιταλισμό

Η ανάλυση του Τομά Πικετί ξεκινά από τη μακρά διάρκεια – από τις «τριαδικές κοινωνίες» κλήρου, ευγενών και τρίτης τάξης. Οικείος τρόπος οργάνωσης από την αρχαία Κίνα ως την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, βασίζονται στην αποδοχή της ιεραρχίας στο πλαίσιο του τριλειτουργικού σχήματος που αποδίδει στην κάθε τάξη την κάλυψη διακριτών ρόλων: ηγεσία, πόλεμος, παραγωγή. Υποσύνολό τους λογίζονται οι δουλοκτητικές και αποικιοκρατικές κοινωνίες της περιόδου της ευρωπαϊκής εξάπλωσης που επιβιώνουν στην εποχή των εθνών ως τα μέσα του 19ου και του 20ού αιώνα, αντίστοιχα. Συμβαδίζουν, επομένως, ως ένα σημείο με την ιδιοκτησιοκρατία που διαδέχεται το Παλαιό Καθεστώς μετά το 1789. Η περίοδος αυτή φτάνει στο απόγειό της κατά την «Μπελ Επόκ», μεταξύ 1880 και 1914, μια στιγμή της παγκόσμιας ιστορίας στην οποία ο Πικετί εφιστά την προσοχή του αναγνώστη: «ένας κόσμος σε κίνηση που επιταχύνθηκε με την εφεύρεση του αυτοκινήτου, της ηλεκτρικής ενέργειας, του υπερωκεάνιου, του τηλέγραφου, του ραδιοφώνου, καινοτομίες με κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο συγκρίσιμο με την επινόηση του Facebook, του Amazon ή του Uber». Αυτή η κοινωνία εκρηκτικής ανάπτυξης είναι και κοινωνία ακραίων ανισοτήτων ανάλογη με την εποχή μας, όπως υποδηλώνουν τα στατιστικά δεδομένα, αλλά και η επιλογή του συγγραφέα να ονομάσει «νεο-ιδιοκτησιοκρατικό» το στάδιο που διανύουμε μετά την υποχώρηση της σοσιαλδημοκρατίας.

«Οι σύγχρονες ανισότητες είναι δίκαιες, αφού εκτυλίσσονται μέσω μιας διαδικασίας επιλεγμένης ελεύθερα, όπου ο καθένας έχει ίσες ευκαιρίες πρόσβασης στην αγορά και την ιδιοκτησία». Συμπυκνωμένη σε μία πρόταση, αυτή είναι η δικαιολόγηση του τρέχοντος καθεστώτος ανισότητας – η θεωρητικά ίδια αφετηρία από την οποία εκκινούν όλα τα άτομα. Το φαινομενικά όμως αυτό επίπεδο πεδίο υπονομεύεται δραστικά από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, στιγμή από την οποία ο δείκτης αύξησης του εισοδήματος αρχίζει να υπολείπεται του δείκτη συσσώρευσης πλούτου. Η αναπαραγωγή και διαιώνιση του κεφαλαίου οδηγεί στη σημερινή «νεο-ιδιοκτησιοκρατία» του υπερκαπιταλισμού. Της διαχείρισής του ηγούνται μια «εμπορική Δεξιά» των οικονομικών ελίτ και μια «βραχμανική Αριστερά» των πεπαιδευμένων ελίτ. Η κοινή τους αποδοχή της προβαλλόμενης «αξιοκρατίας» παραχωρεί ζωτικό χώρο σε νατιβιστικά κόμματα και ηγέτες από τον Βίκτορ Ορμπαν ως τους πρωταγωνιστές του Brexit που υπόσχονται οικονομικές και εκπαιδευτικές ευκαιρίες υπό τον όρο της περιχαράκωσης στο εθνικό πλαίσιο.

Ιδεολογία και Αριστερά

Περισσότερο περιγραφικό και ερμηνευτικό, το μοντέλο του Τομά Πικετί δεν σκιαγραφεί μια γενική θεωρία ανάδυσης και κατάρρευσης καθεστώτων ανισότητας. Τα αίτια είναι κοινωνικά, οικονομικά ή τεχνολογικά, κατά περίπτωση (οι συσσωρευμένες εντάσεις του Παλαιού Καθεστώτος ή η «Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση»), κυρίως όμως συνιστούν για τον ίδιο απαρχές τεκτονικών ιδεολογικών ρηγμάτων που διαμορφώνουν την πολιτική συνθήκη: η ιστορία είναι «αγώνας ιδεολογιών και αναζήτησης της δικαιοσύνης». Ετσι, για παράδειγμα, η «ατελής ισότητα» του σοσιαλδημοκρατικού διαλείμματος των δεκαετιών 1950-1980 μπορεί να αποτελεί συγκροτημένη διόρθωση πορείας έναντι της κρίσης των ακραίων ανισοτήτων, της αποικιοκρατικής απονομιμοποίησης και του αυξανόμενου εθνικισμού που οδήγησε στην κατάρρευση του ιδιοκτησιοκρατικού καθεστώτος κατά τη μοιραία τριακονταετία 1914-1945, απέτυχε όμως «να ανανεώσει και να εμβαθύνει τις ιδέες και το πρόγραμμα δράσης της για την ιδιοκτησία, την εκπαίδευση, τη φορολογία και, κυρίως, την υπέρβαση του έθνους-κράτους και τη ρύθμιση της παγκόσμιας οικονομίας». Εναντι της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού η Αριστερά προέταξε πράγματι την αξία της πολιτισμικής διαφοράς, αλλά εναγκαλίστηκε τις μορφωμένες ελίτ που επωφελήθηκαν πρώτες από την παγκοσμιοποίηση με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε μια αριστοκρατία της παιδείας αποσυνδεδεμένη από τις υπάλληλες τάξεις. Ενα νήμα γραμμικότητας διακρίνεται στην αφήγηση, παρ’ όλα αυτά: όπως μας είχε πει ο ίδιος στην αποκλειστική του συνέντευξη για το βιβλίο στο «Βήμα» στις 11 Ιουλίου 2021, «η πορεία προς την ισότητα έχει ξεκινήσει εδώ και πολύ καιρό. […] Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορεί να συνεχιστεί – και θα συνεχιστεί μακροπρόθεσμα».

Θέτοντας τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση ως «ασταθή, επισφαλή και εξελισσόμενο συμβιβασμό» ενώπιον του ερωτήματος της επανόδου στην επιδίωξη της ισότητας, της διαφυγής από το αδιέξοδο μεταξύ δυτικής νεο-ιδιοκτησιοκρατίας και κινεζικής αυταρχικής μεικτής οικονομίας, οι απαντήσεις του Πικετί επικρίθηκαν, κυρίως από τον Πολ Κρούγκμαν, για θεμελιώδη ασάφεια. Ενδεχομένως ο «συμμετοχικός σοσιαλισμός» που ευαγγελίζεται ή οι προτάσεις για τη διεύρυνση της δημοκρατίας να μη φέρουν τη σφραγίδα της πρωτοτυπίας. Ωστόσο, η κριτική αυτή παραγνωρίζει την εμφατική προσήλωσή του σε πρακτικά μέτρα, ιδίως εκείνο της προοδευτικής εισοδηματικής φορολογίας. Τονίζοντας το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου το New Deal είχε κληροδοτήσει ανώτατες κλίμακες φόρων εισοδήματος και κληρονομιάς της τάξης του 80%-90% που δεν παρεμπόδισαν τη μεγαλύτερη ευημερία του 20ού αιώνα κατά την περίοδο 1950-1970, υποδεικνύει την καλλιέργεια μιας αντίστοιχης «προσωρινής κατοχής του κεφαλαίου» με τη θεσμοθέτηση παρόμοιων προβλέψεων. Πέρα πάντως από την αυστηρή ακαδημαϊκή διερεύνηση προβλημάτων και λύσεων, ο Πικετί επιμένει στην επανοικείωση των οικονομικών και ιστορικών γνώσεων από το κοινό. Ανεξάντλητες σε παραδείγματα, με αφθονία γραφημάτων και πλούτο λογοτεχνικών αναφορών από το Μάνσφιλντ Παρκ της Τζέιν Οστεν και τα Σταφύλια της οργής του Τζον Στάινμπεκ ως τη δημοφιλή τηλεοπτική σειρά The Americans, οι 960 σελίδες του Τομά Πικετί απευθύνονται σε έναν υπομονετικό αναγνώστη. Το επίτευγμα όμως είναι ότι το μέγεθος δεν αποδεικνύεται αποτρεπτικό: η πολυμάθεια του συγγραφέα και η ποικιλία του περιεχομένου συγκροτούν μια ελκυστική, συνεκτική αφήγηση για τις ιδεολογικές και οικονομικές διαδρομές της νεωτερικότητας.

Thomas Piketty

Κεφάλαιο και ιδεολογία

Μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου.

Εκδόσεις Πατάκη, 2021,

σελ. 960, τιμή 44 ευρώ