Η ψηλή γενειοφόρος φιγούρα του Εντμουντ Κίλι, που δειπνούσε με την αλεξανδρινής καταγωγής σύζυγό του Μαίρη Σταθάτου-Κύρη, ήταν οικεία εικόνα στους θαμώνες της ταβέρνας του Φιλίππου στο Κολωνάκι τα καλοκαίρια. Ο αμερικανός νεοελληνιστής, που πέθανε την περασμένη Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου στο σπίτι του στο Πρίνστον, επισκεπτόταν κάθε χρόνο την Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 2010 συναντηθήκαμε στο διαμέρισμά τους στην οδό Λουκιανού για μια συνέντευξη, με αφορμή μια μεγάλη τιμητική εκδήλωση στο Μουσείο Μπενάκη για το έργο και στην προσφορά του «Μάικ» στην Ελλάδα. «Οι γονείς μου με φώναζαν έτσι και έμεινε. Μη με ρωτάς γιατί» εξηγούσε σε εκείνη τη συνέντευξη («Η Ελλάδα με έχει κάνει πιο πλούσιο», Το Βήμα, 10/6/2010) ο Μάικ, που ο Σεφέρης τον αποκαλούσε «Μιχαλάκης ο Δαμασκηνός», μια και ήταν γεννημένος στη Δαμασκό.

Ο Μάικ πρωτοήρθε στην Ελλάδα οκτώ ετών το 1936 με τον πατέρα του, αμερικανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη. Εζησαν στη Γεωργική Σχολή ως το 1939, και εκεί, παίζοντας στις αλάνες, έμαθε ελληνικά. Το 1949 επέστρεψε εκεί ως δάσκαλος αγγλικών, βιώνοντας από πρώτο χέρι τον ζεστό απόηχο του πολέμου και του Εμφυλίου.

Εχοντας ζήσει μια παιδική ηλικία κατακερματισμένη στη Συρία, στον Καναδά και στην Ελλάδα, θα ξεκινήσει σπουδές Αγγλικής και Αμερικανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον ψηλαφώντας την αμερικανική ταυτότητά του και θα συνεχίσει, με υποτροφία, τις σπουδές του στην Οξφόρδη. Ενα βράδυ θα αναζητήσει θαλπωρή και φιλοξενία στο περιβάλλον των ελληνιστών του πανεπιστημίου. Εκεί θα πρωτογνωρίσει τη μετέπειτα σύζυγό του και τον νεοελληνιστή Κωνσταντίνο Τρυπάνη, ο οποίος θα τον παροτρύνει να ασχοληθεί με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Εγκαταλείπει τη διατριβή του για τον Γ. Μπ. Γέιτς και ετοιμάζει μια διατριβή για τον Καβάφη και τον Σεφέρη, η οποία θα σταθεί αφορμή να γνωρίσει, ύστερα από επίμονες επιστολές, τον έλληνα διπλωμάτη-ποιητή. Η συνέχεια θα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διάδοση της σύγχρονης ελληνικής ποίησης στον αγγλόφωνο κόσμο.

 

Μεταφραστής και μελετητής

Θα μεταφράσει με τον Βρετανό Φίλιπ Σέραρντ έξι νεοέλληνες ποιητές (Καβάφη, Σικελιανό, Σεφέρη, Αντωνίου, Ελύτη και Γκάτσο), τους οποίους θα εκδώσουν στην ανθολογία Six Poets of Modern Greece (1961). Το θρυλικό μεταφραστικό δίδυμο θα κάνει γνωστό στον αγγλόφωνο κόσμο, μέσα από ιστορικές πλέον μεταφράσεις, το έργο του Σεφέρη, του Καβάφη και του Σικελιανού. Αργότερα θα προστεθεί στο μεταφραστικό του απόθεμα και ο Ρίτσος, ενώ θα μεταφράσει, με τον Γ. Π. Σαββίδη, το Αξιον Εστί (1972) του Ελύτη φέρνοντας τον έλληνα ποιητή πιο κοντά στα σκαλοπάτια της Σουηδικής Ακαδημίας.

Στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον θα διδάξει επί σαράντα χρόνια (1954-1993) Συγκριτική Λογοτεχνία, Δημιουργική Γραφή και Νεοελληνική Λογοτεχνία εκπαιδεύοντας γενιές νεοελληνιστών και μεταφραστών και θα είναι ο στυλοβάτης του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου. Τα ίδια χρόνια θα συντελέσει αποφασιστικά στην οργάνωση και στην προώθηση των νεοελληνικών σπουδών στην Αμερική με την ίδρυση, το 1968, με τους Πίτερ Μπίεν και Πίτερ Τόπινγκ, του Modern Greek Studies Association, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος (1970-1973, 1980-1981). Εταίρος της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιστημών και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, έλαβε πάμπολλες διακρίσεις για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα, μεταξύ των οποίων το παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος (2001) από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο και το Βραβείο «Διδώ Σωτηρίου» (2007) της Εταιρείας Συγγραφέων.

Στο επιστημονικό πεδίο, η μελέτη του Cavafy’s Alexandria. Study of a Myth in Progress, 1976 (Η καβαφική Αλεξάνδρεια. Εξέλιξη ενός μύθου, 1979) αποτέλεσε βασική αναφορά στη διεθνή καβαφική βιβλιογραφία και μαζί με το Modern Greek Poetry. Voice and Myth, 1983 (Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, 1987) τροφοδότησαν γόνιμα τη συζήτηση για τη λειτουργία της λεγόμενης «μυθικής μεθόδου» στη νεοελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Στην προσφορά του στις σεφερικές σπουδές εγγράφονται επίσης η συνέντευξή του με τον ποιητή που δημοσιεύτηκε στο εμβληματικό αμερικανικό περιοδικό «Paris Review» το φθινόπωρο του 1970 και η έκδοση της αλληλογραφίας τους George Seferis and Edmund Keeley Correspondence, 1951-1971, 1997 (Γιώργος Σεφέρης – Edmund Keeley αλληλογραφία, 1951-1971, 1998).

Μυθιστορήματα γεμάτα Ελλάδα

Συγγραφέας ο ίδιος, έχοντας γράψει στα νεανικά του χρόνια ρομαντικά ποιήματα, εξέδωσε και μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν και στα ελληνικά: The Libation, 1959 (Η σπονδή, 1998), The Gold-hatted Lover (1961), The Impostor (1970), A Wilderness Called Peace (1985), αρκετά από τα οποία εμπνέονται από την ελληνική ιστορία και την κουλτούρα αξιοποιώντας ταυτόχρονα τα δικά του βιώματα από τη χώρα και τους ανθρώπους. Το Some Wine for Remembrance (Η σιωπηλή κραυγή της μνήμης. Χορτιάτης 1944, 1996) αναφέρεται στις σφαγές και στην πυρπόληση του Χορτιάτη από τους Γερμανούς, ενώ στο School for Pagan Lovers, 1993 (Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας, 1993), μια ιστορία ερωτικής αφύπνισης στη Βόρεια Ελλάδα του 1938, ζωντανεύει και το πολιτικό σκηνικό της εποχής.

Ξεχωριστά, μεταξύ λογοτεχνίας, ρεπορτάζ και χρονικού, είναι το The Salonika Bay Murder, Cold War Politics and the Polk Affair, 1989 (Φόνος στον Θερμαϊκό, 2010), μια έρευνα για την υπόθεση Πόλοκ γραμμένη σαν μυθιστόρημα, και το βραβευμένο Inventing Paradise. The Greek Journey, 1937-47, 1999 (Αναπλάθοντας τον παράδεισο. Το ελληνικό ταξίδι, 1937-1947, 1999), όπου παρουσιάζει την παραμονή του Αμερικανού Χένρι Μίλερ και του Βρετανού Λόρενς Ντάρελ στην Ελλάδα και τη γνωριμία τους με τον Κατσίμπαλη και τον Σεφέρη και άλλα εξέχοντα μέλη της Γενιάς του ’30, μια μελέτη που συνδυάζει το χρονικό και το ταξιδιωτικό, και διανθίζεται με προσωπικές μαρτυρίες, την οποία θα συμπληρώσει αργότερα το αυτοβιογραφικό αφήγημα Ακροβατώντας στα όρια (2004).

Αγάπη για τη σύγχρονη Ελλάδα

«Οταν ιδρύσαμε το Μodern Greek Studies Αssociation, ήμασταν μονάχα πέντε άνθρωποι που ενδιαφερόμασταν για τη νεοελληνική λογοτεχνία και ιστορία» μου έλεγε ο Κίλι το 2010. «Τώρα προγράμματα νεοελληνικού πολιτισμού υπάρχουν σε πολλά πανεπιστήμια. Η λογοτεχνία μόνη της δεν μπορεί να σταθεί, αλλά μαζί με τη γλώσσα, την ιστορία και τον πολιτισμό ή στο πλαίσιο συγκριτικών σπουδών επιβιώνει. Από την άλλη έχει αυξηθεί πολύ το ενδιαφέρον για τις κλασικές σπουδές και σε κάποιες έδρες γίνεται ένα άνοιγμα και προς τον βυζαντινό και τον νεοελληνικό πολιτισμό ως συνέχεια του αρχαίου». Ο νεοελληνικός πολιτισμός ως επιστημονικό αντικείμενο στον αγγλόφωνο στηριζόταν συχνά – ή κυρίως – στις κλασικές σπουδές. Ωστόσο, για ένα φωτεινό διάστημα στον 20ό αιώνα, ο Κίλι, μαζί με άλλους συγγραφείς και μελετητές, όπως ο Χένρι Μίλερ, ο Λόρενς Ντάρελ, ο Κέβιν Αντριους, ο Τζον Φόουλς και ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, συνέστησαν έναν νέο Φιλελληνισμό, το κύριο χαρακτηριστικό του οποίου βρίσκεται στο γεγονός, όπως εντοπίζει ο Νάσος Βαγενάς, ότι «η αγάπη των συγγραφέων αυτών για την Ελλάδα απορρέει λιγότερο από τον θαυμασμό τους για το ένδοξο αρχαίο παρελθόν της και περισσότερο από τα αισθήματά τους προς το ταπεινό της παρόν».

Ο Εντμουντ Κίλι ανέδειξε με συνέπεια και επιμονή, με κάθε μορφή της πολυσχιδούς δραστηριότητάς του, συγγραφικής, μεταφραστικής, επιστημονικής και εκπαιδευτικής, την αυταξία και τη γοητεία αυτού του ταπεινού παρόντος, και γι’ αυτό θα του οφείλουμε ευγνωμοσύνη.