Ενας γνωστός… άγνωστος παραμένει εν ολίγοις ο SARS-CoV-2 που έχει «φωλιάσει» για τα καλά στις ζωές μας, ροκανίζοντας την καθημερινότητα μας και αποτελώντας μόνιμη σκιά σε κάθε μας κίνηση. Δύο χρόνια μετά, το ολικό restart δεν έχει ακόμη επιτευχθεί. Και το μόνιμο αγωνιώδες ερώτημα είναι πόσο απέχουμε από τη μεταπανδημική εποχή. Η Ομικρον άλλωστε επιβεβαίωσε το («πειραγμένο» για την περίσταση) ρητό του λαού μας: Οταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο… ιός γελάει.

Γυρνώντας τον χρόνο πίσω, στον Δεκέμβριο του 2020, θυμάται κανείς ότι η επίτευξη του «τείχους ανοσίας» ήταν το ζητούμενο. Σήμερα, πάλι, διαπιστώνει πως πρόκειται για μια… παρεξήγηση.

«Πόσο θα διαρκέσει η πανδημία;»

«Ακόμα και με τις προσπάθειες εμβολιασμού σε πλήρη ισχύ, το θεωρητικό όριο για την καταπολέμηση της COVID-19 φαίνεται να είναι απρόσιτο. Καθώς τα ποσοστά εμβολιασμού αυξάνονται σε όλον τον κόσμο, οι άνθρωποι εύλογα έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται: Πόσο ακόμη θα διαρκέσει αυτή η πανδημία; Είναι ένα ζήτημα που περιβάλλεται από αβεβαιότητες. Αλλά η έως σήμερα δημοφιλής ιδέα ότι αρκετοί άνθρωποι θα αποκτήσουν τελικά ανοσία στον SARS-CoV-2 για να μπλοκάρουν τη μετάδοσή του – ένα «όριο ανοσίας αγέλης» – αρχίζει να φαίνεται δύσκολη» αναλύει μιλώντας στο «Βήμα» η καθηγήτρια Βιολογίας – Νανοϊατρικής στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαζούλη.

Για να αποφευχθούν όμως επιπλέον… παρεξηγήσεις, η ειδικός διευκρινίζει σε όλους τους τόνους πως τα εμβόλια που αναπτύχθηκαν «είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά στην πρόληψη της συμπτωματικής νόσου».

Στην πράξη εντούτοις αποδείχθηκε πως δεν προστατεύουν τους ανθρώπους από τη μόλυνση ή τη διάδοση του ιού. Βασικός κανόνας για την επίτευξη της «ανοσίας της αγέλης» είναι η ύπαρξη ενός εμβολίου που εμποδίζει τη μετάδοση. «Εάν δεν υπάρχει, τότε ο μόνος τρόπος για να αποκτήσουμε ανοσία αγέλης στον πληθυσμό είναι να κάνουμε σε όλους το εμβόλιο την ίδια περίπου χρονική περίοδο» – πρακτική που ήταν αλλά και παραμένει ανέφικτη, καθώς ακόμη υπάρχουν πολίτες που προσέρχονται για την πρώτη δόση όταν άλλοι έχουν ολοκληρώσει την τρίτη.

Το παράδειγμα της Δεσκάτης

Εν τω μεταξύ, η κατάσταση περιπλέχθηκε ακόμα περισσότερο όταν διαπιστώθηκε πως η ανοσία δεν διαρκεί όσο είχαν αρχικά υποθέσει οι επιστήμονες.

Ο Δήμος Δεσκάτης στα Γρεβενά βρίσκεται στο «μικροσκόπιο» των επιστημόνων της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Η επιλογή δεν ήταν τυχαία.

Το φθινόπωρο του 2020 η διασπορά εκεί ήταν τόσο έντονη που τρία στα τέσσερα τεστ αποδεικνύονταν θετικά στον κορωνοϊό, συνεπώς κρίθηκε το κατάλληλο ερευνητικό πεδίο για να εξεταστεί η διάρκεια της ανοσίας που αποκτήθηκε μέσω της φυσικής νόσησης.

«Ανοσία έπειτα από φυσική νόσηση εννέα μήνες μετά, διατηρούσε ο μισός πληθυσμός» διαπιστώνει ο καθηγητής Πνευμονολογίας και διευθυντής της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης. Και εξηγεί πως «η ασυμπτωματική ή η ήπια νόσος δεν παρέχει υψηλούς τίτλους αντισωμάτων».

Σύμφωνα δε με τον καθηγητή, τα ευρήματα αυτά είναι μια ισχυρή «απάντηση» για εκείνους που επιμένουν να μην εμβολιάζονται. «Η ασφάλεια που προσφέρουν τα εμβόλια είναι αδιαμφισβήτητη, όταν το 80% των ανθρώπων που είναι στις ΜΕΘ προέρχονται από το 20% του πληθυσμού που είναι ανεμβολίαστο».

Πόσο αντέχει στον χρόνο

Και παρότι είναι βέβαιο πως τα εμβόλια προσφέρουν αποτελεσματική ανοσοποίηση, η οποία λειτουργεί ως «ασπίδα προστασίας» έναντι της βαριάς νόσησης που οδηγεί ακόμα και στον θάνατο, το επόμενο ερώτημα που βρίσκεται υπό διερεύνηση είναι πόσο αυτή αντέχει στον χρόνο. Ή, για να θέσουμε αλλιώς το ερώτημα, «πότε θα χρειαστεί να υποβληθεί ο γενικός πληθυσμός σε τέταρτη δόση;».

«Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι η ανάπτυξη ανοσίας ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο ανάλογα με την ανοσολογική απόκριση στο εμβόλιο αλλά και στη φυσική νόσηση. Από τα δεδομένα φαίνεται πως η ανοσία που παρέχουν τα εμβόλια διαρκεί τουλάχιστον έξι-οκτώ μήνες. Βέβαια αυτό μεταβάλλεται και από τα νέα στελέχη του ιού που κυκλοφορούν, καθώς κάποια από αυτά διαφεύγουν σε ένα ποσοστό της ανοσίας. Για τον λόγο αυτόν η τρίτη δόση θεωρήθηκε απαραίτητη» εξηγεί η κυρία Γαζούλη.

Σκεπτικισμός για την τέταρτη δόση

Η καθηγήτρια στη συζήτηση βάζει και την πρόσφατη μελέτη που δείχνει ότι ο συνδυασμός εμβολιασμού-μόλυνσης παρέχει μια μορφή υβριδικής «σούπερ» ανοσίας που είναι 10 φορές πιο ισχυρή από αυτήν που προσφέρει ο εμβολιασμός. Η παρατήρηση όμως αυτή μένει να επαληθευθεί, όπως λέει, σε βάθος χρόνου.

«Τώρα, για τις ενισχυτικές δόσεις και για το πόσο συχνά πρέπει να χορηγούνται, δεν υπάρχει σαφής απάντηση, δεδομένου ότι εξαρτάται και από τις παραλλαγές που θα προκύψουν. Το Ισραήλ, έπειτα από διάφορες αναθεωρήσεις, κατέληξε ότι η τέταρτη δόση εμβολίου κατά της COVID-19 που χορηγήθηκε σε άτομα άνω των 60 ετών τριπλασίασε την αντίσταση στη σοβαρή νόσηση σε σχέση με τα άτομα της ίδιας ηλικιακής κατηγορίας που έχουν λάβει τρεις δόσεις εμβολίου. Και αποφάσισε τελικά εκτός από τους ανοσοκατεσταλμένους να προχωρήσει και στον εμβολιασμό της συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας».

Πάντως, αν και το Ισραήλ έχει αποδειχθεί στην πράξη πως λειτουργεί ως «οδηγός» στην παγκόσμια εμβολιαστική κούρσα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) είναι στο θέμα αυτό πιο σκεπτικός. Οπως άλλωστε ανέφερε πρόσφατα και ο επικεφαλής για τη στρατηγική εμβολίων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων, Μάρκο Καβαλέρι, «οι επαναλαμβανόμενοι εμβολιασμοί σε σύντομα χρονικά διαστήματα δεν θα μπορούσε να είναι μια βιώσιμη μακροπρόθεσμη στρατηγική».

Τους ίδιους προβληματισμούς μοιράζονται πολλοί επιστήμονες ανά τον κόσμο, όπως υπογραμμίζεται σε πρόσφατο δημοσίευμα του επιστημονικού περιοδικού «Nature». Χαρακτηριστική η παραδοχή του γνωστού βρετανού ανοσολόγου και καθηγητή του Imperial College στο Λονδίνο, Danny Altmann, πως «βρισκόμαστε σε εντελώς αχαρτογράφητη περιοχή για τους εμβολιασμούς». Και εξηγεί πως έχουμε «σκοντάψει» σε ένα «de fatcto πρόγραμμα συχνών εμβολιασμών με mRNA εμβόλια ως μέτρο έκτακτης ανάγκης, αλλά αυτός δεν είναι πραγματικά ο σωστός τρόπος».

 

Δεν υπάρχουν θαύματα

Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση αυτή μοιάζει πρόωρη εάν αναλογιστεί κανείς ότι στη χώρα μας έχει εμβολιαστεί πλήρως το 70% του γενικού πληθυσμού, ενώ μόλις το 44% έχει λάβει την ενισχυτική δόση. Καθώς δε ανάμεσα στους μη εμβολιασμένους είναι περίπου 300.000 πολίτες 60+, καθίσταται σαφές πως αυτοί αποτελούν την ομάδα που συντηρεί την πανδημική «ομηρεία» στην οποία έχει παγιδευθεί το ΕΣΥ. Μοιραία ακόμα και η πιο… ακίνδυνη Ομικρον γίνεται επικίνδυνη για το σύστημα Υγείας.

Συνεπακόλουθα, τα προγνωστικά μοντέλα δεν δείχνουν γρήγορη αποκλιμάκωση παρά τις αρχικές εκτιμήσεις ότι το κύμα της Ομικρον θα είναι το πιο σύντομο. Αρκετοί είναι οι ειδικοί που εκτιμούν ότι ο Φεβρουάριος θα κυλήσει με δυσκολίες, καθώς ο πανδημικός δείκτης θα συνεχίσει να συντηρείται σε υψηλά επίπεδα, με τα ημερήσια κρούσματα να φτάνουν στα τέλη του επόμενου μήνα σε περίπου 10.000. Αντίστοιχα, η αποκλιμάκωση στα νοσοκομεία θα εξελιχθεί με ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς.

«Διά μαγείας ο ιός δεν εξαφανίζεται»

Σε εκείνους που ελπίζουν σε ένα θαύμα, η καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ Μαρία Γαζούλη εξηγεί πως «διά μαγείας ο ιός δεν εξαφανίζεται. Και δεν ξέρουμε και πώς θα εξελιχθεί. Παραλλαγές όπως η Ομικρον και η Δέλτα φέρουν μεταλλάξεις που αμβλύνουν την ισχύ των αντισωμάτων που έχουν αναπτυχθεί έναντι προηγούμενων στελεχών του SARS-CoV-2. Και οι δυνάμεις που ωθούν αυτή την “αντιγονική αλλαγή” είναι πιθανό να γίνουν ισχυρότερες, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη αποκτά ανοσία στον ιό μέσω μόλυνσης, εμβολιασμού ή και των δύο».

Κρατούν αποστάσεις από υπεραισιόδοξες προβλέψεις

Η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Μαρία Γαζούλη φαίνεται να κρατά αποστάσεις από υπεραισιόδοξες προβλέψεις. «Το πώς θα εξελίσσεται ο SARS-CoV-2 τους επόμενους μήνες και χρόνια θα καθορίσει το τέλος αυτής της παγκόσμιας κρίσης – εάν δηλαδή ο ιός θα μεταμορφώνεται σε ένα κοινό κρυολόγημα ή σε κάτι πιο σοβαρό. Οι επιστήμονες επιχειρώντας να προβλέψουν τις επόμενες κινήσεις του, αναζητούν ενδείξεις σε άλλα παθογόνα. Παρακολουθούν τις επιπτώσεις των μεταλλάξεων στις παραλλαγές που έχουν προκύψει μέχρι στιγμής, ενώ προσέχουν για νέες. Αναμένουν ότι ο SARS-CoV-2 θα εξελιχθεί τελικά πιο προβλέψιμα και θα γίνει σαν άλλους αναπνευστικούς ιούς – αλλά πότε θα συμβεί αυτή η μετατόπιση και με ποια μόλυνση μπορεί να μοιάζει δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο. Είναι νωρίς ακόμη να μιλάμε για ενδημικό στάδιο βλέποντας το ποσοστό των νοσηλειών, των διασωληνωμένων και των κρουσμάτων γενικά, ακόμα κι αν η σοβαρότητα νόσησης είναι χαμηλότερη. Και θα γίνω κουραστική επισημαίνοντας πάλι ότι το μέλλον του SARS-CoV-2 βρίσκεται ακόμη στα ανθρώπινα χέρια. Ο εμβολιασμός όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων, ενώ τα εμβόλια εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά αποτελεσματικά, θα μπορούσε να εμποδίσει τον ιό να ξεκλειδώσει αλλαγές που οδηγούν σε ένα νέο κύμα».

Χάπια στο σπίτι

Η ταχεία παράδοση (μέσω courier) των αντι-ιικών χαπιών της Merck (ευρωπαϊκή MSD) σε έλληνες ασθενείς με υψηλό κίνδυνο επιπλοκών από αυτή την εβδομάδα είναι μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη. Οπως και η έγκριση της διά του στόματος θεραπείας της εταιρείας Pfizer από τον ΕΜΑ, καθώς αναμένεται να δράσουν. ανακουφιστικά στα βαλλόμενα συστήματα υγείας.

Ευεργετικός ο ρόλος των εμβολίων

Το μέλλον δεν είναι ζοφερό, καθώς τα εμβόλια μπορεί να μην αποδείχθηκαν το «Αγιο Δισκοπότηρο» για την οριστική νίκη έναντι του SARS-CoV-2, έχουν όμως καταφέρει να εξασθενίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας. Για να κατανοήσει κανείς το μέγεθος της επιτυχίας των εμβολίων, θα πρέπει να αναλογιστεί σε τι κατάσταση θα ήταν σήμερα το ΕΣΥ εάν το 100% του πληθυσμού ήταν ανεμβολίαστο, με τη χώρα να μετρά από 20.000 έως και 50.000 κρούσματα ημερησίως.

Παρ’ όλα αυτά, τα όσα συνέβησαν τα περασμένα δύο έτη αποτελούν ένα καλό μάθημα για τα κέντρα αποφάσεων που διαμορφώνουν την επόμενη ημέρα. «Είναι αναγκαίο να δοθεί έμφαση στις δομές και στις υπηρεσίες της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας αλλά και των ψηφιακών εργαλείων. Θα πρέπει να δημιουργηθεί, για παράδειγμα, ένα δίκτυο που θα διατηρεί τον πληθυσμό των πόλεων συνδεδεμένο με τον γιατρό. Αντίστοιχες πλατφόρμες λειτουργούν στο εξωτερικό, αποδίδοντας σημαντικά οφέλη. Δεδομένου δε ότι η Ομικρον είναι – για τους λιγότερο ευάλωτους – ιός της Πρωτοβάθμιας, καθίσταται σαφές πως οι ανάγκες μετατοπίζονται» προσθέτει με νόημα ο καθηγητής Πνευμονολογίας κ. Γουργουλιάνης.