«Τι είναι η Κύπρος; Μια μικρή Ελλάδα στην άκρη της θάλασσας» είχε γράψει κάποτε σε ένα γράμμα της μια ελληνίδα πολιτικός, και πρόκειται ίσως για μία από τις πιο αριστουργηματικές περιγραφές της σχέσης του εθνικού κέντρου με το «χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος». Σχέση που παραμένει αδιατάρακτη στο πέρασμα των αιώνων, αναλλοίωτη και σταθερή, κόντρα σε όλες τις συνωμοσίες των καιρών και τις αντιξοότητες.

Και θα συνεχίσει, παρά τους «πειρασμούς» ένθεν κακείθεν να περάσει σε άλλη «φάση», πιο ελαστική, λιγότερο στενή και ίσως και πιο «οικονομική» και για τις δύο πλευρές.

Το πόσο ανεδαφικές είναι αυτές οι σκέψεις δεν είναι απαραίτητο να το αναφέρω εγώ. Ουδείς μπορεί να φανταστεί το «χρυσοπράσινο φύλλο» να πλέει μόνο του ανάμεσα στις συμπληγάδες των διεθνών συσχετισμών ή να αντιμετωπίζει μόνο του την τουρκική επιθετικότητα και να νιώθει βαριά την ανάσα του «Αττίλα».

Για όσο υπάρχει Ελλάδα, η Κύπρος θα παραμένει κάτω από τη σκέπη της, και το δόγμα που πρώτος ο Ανδρέας Παπανδρέου εξήγγειλε και εφάρμοσε, περί της στρατιωτικής της κάλυψης, θα παραμένει ενεργό και αδιαμφισβήτητο.

Αλλά από εκεί και πέρα είναι φανερό ότι οι συνθήκες που διαμορφώνονται σχεδόν καθημερινά στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου καθιστούν απαραίτητη την αξιοποίηση κάθε ευκαιρίας προκειμένου το εθνικό θέμα να βρει τη δικαίωσή του, και αυτή η δικαίωση δεν μπορεί να είναι άλλη από την αποχώρηση του τουρκικού στρατού κατοχής από το νησί.

Δυστυχώς, και για λόγους που έχουν να κάνουν όχι μόνο με την επιθετική πολιτική της Τουρκίας αλλά και με τις λαθεμένες εκτιμήσεις ή και κινήσεις της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς, αυτό δεν έχει καταστεί δυνατόν. Το χειρότερο όλων είναι ότι πουθενά στον ορίζοντα δεν φαίνεται πως υπάρχει προοπτική για την επιθυμητή κατάληξη μιας υπόθεσης που μετράει σχεδόν μισόν αιώνα τώρα, με τρομακτικό κόστος όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και για το εθνικό κέντρο.

Οι διπλωμάτες, και οι πολιτικοί, υποστηρίζουν κάθε φορά που εμφανίζεται μια πρωτοβουλία επίλυσης του Κυπριακού ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του έθνους. Αλλά όταν παρέρχεται ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία που έχει παρουσιαστεί, όλοι γυρίζουν πίσω και, αποτιμώντας την, εκτιμούν πως ίσως δεν ήταν και τόσο ευφυές από μέρους μας να την αποτρέψουμε, γιατί κάθε προηγούμενη λύση που προσφέρθηκε είναι καλύτερη από την τωρινή.

Χάθηκαν στο πλαίσιο αυτό ευκαιρίες. Και αφού χάθηκαν, στραφήκαμε, όπως κάθε φορά συμβαίνει, στην προσδοκία μιας καλύτερης λύσης, η οποία όμως δεν έρχεται. Γιατί πρώτοι μέσα μας εμείς, η δική μας πλευρά, δεν θέλει να κατανοήσει ότι ο κόσμος αλλάζει, και τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει δραματικά. Και εάν δεν δούμε κατάματα την πραγματικοτητα, ο Ελληνισμός θα εγκλωβίζεται σε ατέρμονες συζητήσεις, ενώ ο κακός γείτονας θα επιχειρεί να δημιουργεί κάθε φορά τετελεσμένα, όπως τελευταία με το άνοιγμα των Βαρωσίων ή με την επιμονή στη «λύση» των δύο κρατών.

Απέναντι σε αυτή την πολιτική, που δεν έχει στόχο απλώς τη διαιώνιση της διχοτόμησης, άλλα την de facto αποδοχή της από τη διεθνή κοινότητα, μία λύση υπάρχει: να ισχύσει σε όλα τα επίπεδα το «η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται». Είναι καθοριστικής σημασίας για την αποτροπή των τετελεσμένων, και βασική προϋπόθεση για να υπάρξει – κάποτε – μια ουσιαστική πρόταση για την επίλυση του Κυπριακού. Διαφορετικά θα σερνόμαστε, Ελλάδα και Κύπρος, σε ατέρμονες, ατελέσφορες συζητήσεις χωρίς νόημα…