«…γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας
στριφογυρίζοντας μέσα σε
σπασμένες πέτρες, τρείς ή
έξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα είταν
ίσως το δικό μας σπίτι
προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και
ηρωικές πράξεις
θα μπορέσουμε;

γιατί δεθήκαμε και
σκορπιστήκαμε και παλαίψαμε
με δυσκολίες ανύπαρχτες
όπως λέγαν χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο
γεμάτο τυφλά συντάγματα
βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη
του Μαραθώνα,
θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά ; » *

Το βέβαιο είναι πως το ερώτημα του Σεφέρη, είναι ρητορικό.
Δεν θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά.
Τα μεγάλα λόγια και οι στίχοι του Παλαμά από τα αεριοθούμενα, δεν θα άγγιζαν τον Σεφέρη, ούτε τον Μιχάλη του » Τελευταίου Σταθμού» του, που » έφυγε με ανοιχτές πληγές από το νοσοκομείο «Αυτός «που έσερνε το ποδάρι του μεσ’ τη συσκοτισμένη πολιτεία «.
Αυτός, ναι, » ίσως μιλούσε για ήρωες «, γιατί, «στα σκοτεινά προχωρούμε….»
Όλοι, και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας που επέλεξε, από καρδιάς, πριν μήνες αυτό το εξόχως πατριωτικό – αλλά «με τον τρόπο του Γ.Σ.»- ποίημα. ( βλ.»Τα Νέα» 16. 1.2021).
Όλοι, που όπως ο ποιητής «δεν ξέρει αν θα μπορέσει ποτέ να εκφράσει αυτό το βασικό, καθώς αισθάνεται, αυτό το θεμέλιο της ζωής «. Το φως!
Ήξερε πως με το φως πρέπει να ζήσει. «Παρακάτω δεν ήξερε «.

* Γιώργος Σεφέρης ,
» Μυθιστορημα «, ΚΒ’.

Υποθέτω  πως  οι φίλοι  του «παραδομένου»- όπως  έγραφε ο Παλαμάς  για να «υποτιμήσει», στην εποχή  της παντοδυναμίας του, τον «απαράδοτο» (sic) Σεφέρη- δεν θα καταλάβουν  πολλά  από την σκοτεινή «ομολογία  του ποιητή για το «φως», ούτε  για την φωτεινή  προτροπή  προς όλους  μας – κυρίως  κατά  τας επετείους:

 «Πρέπει  να τραβήξεις  εμπρός ή να σπάσεις».