Ηταν εξαιρετικά διδακτική η συνέντευξη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Τσίπρα στο κανάλι ΟΡΕΝ, στις αρχές της εβδομάδος. Οχι τόσο γιατί επιβεβαίωσε ότι το κόμμα χωλαίνει επικοινωνιακά και ο ίδιος πληρώνει συνεχώς τα «σπασμένα» (η αναγγελία ότι ο κ. Πολάκης εμβολιάστηκε επισκίασε καθετί από όσα ανέφερε – κανονικός αυτοχειριασμός). Αλλά κυρίως διότι επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά πως αδυνατεί να κατανοήσει τους λόγους που τον οδήγησαν σε τρεις, στρατηγικού χαρακτήρα, ήττες προ διετίας.

Το πολιτικό παράδοξο, να φθείρεται η κυβέρνηση και να μην εισπράττει τίποτε η αξιωματική αντιπολίτευση, ουδόλως φαίνεται να τον απασχολεί. Οπως επίσης δεν δείχνει να τον απασχολεί και το γεγονός πως δεν επιφέρει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και η προσπάθεια να καταδειχθεί ως αναξιόπιστος ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης, παρά τον ανηλεή, προσωπικού χαρακτήρα, πόλεμο που έχει εξαπολύσει εναντίον του.

Ο κ. Τσίπρας, για λόγους που δεν είναι απολύτως εμφανείς, θεωρεί ότι το διαρρεύσαν διάστημα των 26 μηνών διακυβέρνησης της ΝΔ έχει διαγράψει από τη συλλογική μνήμη τα 4½ χρόνια της δικής του διακυβέρνησης. Καταγγέλλει ως ψεύτη τον Πρωθυπουργό, ενώ δεν έχουν παρέλθει μήνες από τη δική του παραδοχή ότι οι πολίτες χαρακτήριζαν έτσι τον ίδιο – ως απότοκο της παντελούς διάψευσης όσων είχε υποσχεθεί, και δεσμευθεί, προ του 2015, αλλά και εν συνεχεία, στον ελληνικό λαό.

Ο πολιτικός που ανήλθε στην εξουσία με πρωτοφανή ψεύδη, του είδους «με έναν νόμο και ένα άρθρο θα επαναφέρω μισθούς και συντάξεις στα προ των μνημονίων επίπεδα», και βαρύνεται με το τρίτο και χειρότερο μνημόνιο, έχει αποδυθεί τώρα σε μια συντονισμένη προσπάθεια να πείσει την κοινωνία για τα «πεπραγμένα» μιας διακυβέρνησης που ήταν μακράν η χειρότερη που γνώρισε ο τόπος από το 1974 και εντεύθεν.

Θα μπορούσε να είναι και παραδεκτό – αυτή άλλωστε είναι η πολιτική, και ο ίδιος δεν διαφέρει σε κάτι από όσους την υπηρετούν. Ομως αυτό είναι ένα εντελώς άλλο πράγμα, από το να επιχειρεί – με εργαλείο το ασύστολο ψεύδος – να ξαναγράψει την ιστορία, και δη την προσωπική του ιστορία.

Τα όσα ανέφερε σχετικά με τη δήθεν διαπραγμάτευση με το ΠαΣοΚ μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 για τον σχηματισμό «προοδευτικής κυβέρνησης» αποτελούν κατά την άποψή μου μια κραυγαλέα απόδειξη ότι όχι μόνο έχει πάρει οριστικά διαζύγιο με την αλήθεια και την πραγματικότητα, αλλά και ότι στήνει μεθοδικά το δίλημμα με το οποίο θα πιέσει την παράταξη της Κεντροαριστεράς, εν όψει των προσεχών εκλογών.

Καμία διαπραγμάτευση δεν υπήρξε με κανέναν, διότι πολύ απλά είχε ήδη συμφωνήσει με τον «προοδευτικό της Δεξιάς» Καμμένο ήδη από το φθινόπωρο του 2014 για τον σχηματισμό κυβέρνησης μαζί του, βιάζοντας βάναυσα κάθε ιδεολογική και πολιτική αξία της Αριστεράς. Συμφωνία που τηρήθηκε αμέσως μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, και που ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία της ήταν η διάλυση του ΠαΣοΚ με την ηθική και πολιτική εξόντωση κορυφαίων στελεχών του.

Ολα αυτά είναι γνωστά. Τόσο που να δημιουργεί σοβαρές απορίες η απόπειρα του κ. Τσίπρα να παραχαράξει την ιστορία. Αλλά «ουδέν κακόν αμιγές καλού». Είναι, εκτιμώ, ένα καλό μάθημα και για την ηγεσία της Κεντροαριστεράς – γνωρίζει πλέον από νωρίς με ποιον έχει να κάνει, όταν αύριο προσέλθει με την εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως ανά χείρας, επιζητώντας τη στήριξή της, για να αναλάβει εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας. Θα τον διευκολύνει;