Στις 8 Απριλίου 2020, στη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, έγραφα στο «Βήμα της Κυριακής»: «Στη σημερινή εποχή της πανδημίας, η εμπιστοσύνη στον ορθολογισμό, στο κράτος και στην επιστημονική κοινότητα αποτελούν τους κρισιμότερους παράγοντες, ώστε οι άνθρωποι να πειστούν να μην έρχονται σε στενή επαφή μεταξύ τους, προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση της ασθένειας». Σήμερα, που δυστυχώς παρατηρούμε αναζωπύρωση της πανδημίας, με τη γνωστή πλέον μετάλλαξη Δέλτα, το ζήτημα της εμπιστοσύνης επανέρχεται, καθώς το ποσοστό των αρνητών του εμβολιασμού είναι σχετικά μεγάλο στη χώρα μας.

Παρά το γεγονός ότι η επιστημονική απέδειξε για ακόμη μία φορά ότι μπορεί να αναπτύξει όπλα για την καταπολέμηση της πανδημίας του κορωνοϊού, δημιουργώντας τα εμβόλια, πολλοί συνάνθρωποί μας αρνούνται να εμβολιαστούν ισχυριζόμενοι ότι φοβούνται τις παρενέργειες. Ομως, ο επιστημονικός λόγος είναι ξεκάθαρος, ότι ο κίνδυνος των παρενεργειών του εμβολίου είναι πολύ μικρότερος από τον κίνδυνο θανάτου, αν ένας άνθρωπος νοσήσει από τον κορωνοϊό και δεν έχει εμβολιαστεί.

Προφανώς, πρόκειται και πάλι για έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, που εκδηλώνεται σε πολλά επίπεδα και χαρακτηρίζει κοινωνίες, όπως η ελληνική, οι οποίες για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους καθυστέρησαν να προχωρήσουν στην εποχή της νεωτερικότητας σε σύγκριση με τις βορειοευρωπαϊκές. Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στη χώρα μας. Αν παρατηρήσει κανείς τα χαμηλά ποσοστά των εμβολιασμένων στη Νότια και ακόμη περισσότερο στην Ανατολική Ευρώπη, θα αντιληφθεί ότι πολλοί άνθρωποι αρνούνται να εμβολιαστούν στις χώρες αυτές γιατί δεν εμπιστεύονται θεσμούς με τους οποίους δεν έχουν προσωπική σχέση. Εμπιστεύονται μόνο την οικογένειά τους και τους φίλους τους για οποιοδήποτε σοβαρό ζήτημα, χωρίς να εξετάζουν την ορθολογικότητα των απόψεών τους.

Φαντασιώσεις εχθρικών συνωμοσιών και μεταφυσικές δοξασίες κυριαρχούν σε πολλούς αρνητές του εμβολίου. Ετσι, η προσπάθεια του κράτους, ως συλλογικού εκφραστή του κοινωνικού συμφέροντος, η οποία προφανώς είναι να παραμείνει υγιής ο πληθυσμός μιας χώρας και να λειτουργεί απρόσκοπτα η οικονομία της, ώστε να αποφευχθεί ο λιμός (πείνα) μετά τον λοιμό (αρρώστια), εκλαμβάνεται από τους αρνητές του εμβολίου ως προσπάθεια πειθαναγκασμού για να προωθηθούν «ανομολόγητα» και «σκοτεινά συμφέροντα» που ποτέ δεν κατονομάζονται. Η επιστημονική κοινότητα δεν είναι αξιόπιστη για τους περισσότερους αρνητές του εμβολίου, καθώς ταυτίζεται, στα μάτια τους, με το κράτος, ενώ τα «κατεστημένα» μέσα ενημέρωσης (σε αντίθεση με τα ανεξέλεγκτα κοινωνικά δίκτυα) θεωρούνται και αυτά φερέφωνα μιας συνωμοσίας που εξυφαίνεται από όλους όσοι προσπαθούν να τους πείσουν με ορθολογικά επιχειρήματα.

Επιπλέον, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι υπάρχει μια γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης των απλών πολιτών σε κάθε μορφής «elite». Αυτό έχει ιστορική προέλευση στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες της Νότιας και κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης. Στη μακρά ιστορική πορεία των χωρών αυτών, η συμπεριφορά των «elites» απέναντι στον «απλό λαό» δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «inclusive» (συμπεριληπτική) μέσα από εμπεδωμένες δημοκρατικές διαδικασίες, όπως σε μεγάλο βαθμό έχει συμβεί στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης.

Αυτή η πραγματικότητα είναι διαφορετική σήμερα, καθώς σε όλες τις νότιες και ανατολικές χώρες που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει αποκατασταθεί η δημοκρατία. Ομως, οι πολιτισμικές παραδόσεις των κοινωνιών αλλάζουν με πολύ αργούς ρυθμούς , εκτός αν η ελληνική κοινωνία στο θέμα του εμβολιασμού μας διαψεύσει ευχάριστα.

*Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέλος της Εθνικής Επιτροπής ΕΛΛΑΔΑ 2021, πρώην υπουργός.