Τον Ιούλιο του 2018, στο νεότευκτο αρχηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, οι Ευρωπαίοι είχαν υποστεί ένα σοκ άνευ προηγουμένου. Ως «ταύρος εν υαλοπωλείω», ο Ντόναλντ Τραμπ τους είχε επιτεθεί βάναυσα, ζητώντας τον διπλασιασμό του ορίου αμυντικών δαπανών από το 2% στο 4% του ΑΕΠ. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχε προηγηθεί η άρνησή του να επαναβεβαιώσει τη δέσμευση των ΗΠΑ στη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής του Αρθρου 5 της Συνθήκης της Ουάσιγκτον και είχε χαρακτηρίσει τη Συμμαχία «απαρχαιωμένη».

Τρία χρόνια αργότερα, οι Ευρωπαίοι έχουν μπροστά τους έναν άλλον, πιο φιλικό, αμερικανό πρόεδρο. Ο Τζο Μπάιντεν είναι δηλωμένος οπαδός των διατλαντικών σχέσεων και της Δύσης ως γεωπολιτικού παίκτη. Η τριπλή παρουσία του στις Συνόδους Κορυφής των G7 (στην Κορνουάλη), του ΝΑΤΟ και μεταξύ ΗΠΑ – ΕΕ (στις Βρυξέλλες) λίγο πριν μεταβεί στη Γενεύη όπου θα συναντηθεί στις 16 Ιουνίου με τον ρώσο ομόλογό του Βλαντίμιρ Πούτιν, έχει σκοπό να επαναφέρει μία κανονικότητα στις ευρωατλαντικές σχέσεις και στους κόλπους της Δύσης ενώπιον του νέου μεγάλου αντιπάλου: της Κίνας.

Κανένας εφησυχασμός

Οι Ευρωπαίοι ανάσαναν με ανακούφιση όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εγκατέλειψε τον Λευκό Οίκο τον περασμένο Ιανουάριο. Ωστόσο, όποιος συνομιλεί με ευρωπαίους διπλωμάτες γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν κυριεύονται από εφησυχασμό. «Ο Μπάιντεν κινείται με ταχύτητα, διότι γνωρίζει ότι διαθέτει ισχνή πλειοψηφία στο Κογκρέσο, οι ενδιάμεσες εκλογές δεν είναι τόσο μακριά, ενώ τα εσωτερικά προβλήματα είναι ίσως περισσότερα από αυτά στο εξωτερικό. Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν θα έχουμε νέα ανατροπή σε τέσσερα χρόνια;» λέει στο «Βήμα» κοινοτικός αξιωματούχος. Στη συνάντηση με τους ηγέτες της ΕΕ θα υπάρξουν ορισμένα καλά νέα, ιδίως στο ζήτημα των εμπορικών κυρώσεων που είχε επιβάλει ο Τραμπ και σχετικά με τη συνεργασία σε θέματα τεχνολογίας ώστε να ελεγχθεί η άνοδος της Κίνας. Η ευρύτερη εικόνα δεν είναι πάντως τόσο ρόδινη.

Το μείζον ζήτημα

Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές από την Ουάσιγκτον, τα καλά λόγια προς την Ευρώπη είναι απλώς η βιτρίνα. Με όποιον και αν μιλήσει κανείς, ένα είναι το ζήτημα εξωτερικής πολιτικής που απασχολεί την κυβέρνηση Μπάιντεν: η αντιμετώπιση της Κίνας. Πρόκειται, όπως εύστοχα έγραψε ο Τζέρεμι Σαπίρο στο «Politico», «για την παγκόσμια και ιδεολογική πρόκληση της επόμενης γενιάς, τον ξεκάθαρο διάδοχο του Ψυχρού Πολέμου και του πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας, ως την οργανωτική αρχή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής».

Ο Μπάιντεν και η ομάδα του πιστεύουν ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ προσφέρουν στην Ουάσιγκτον ένα πλεονέκτημα, αλλά φυσικά η Ευρώπη δεν είναι πλέον το κεντρικό μέτωπο όπως επί Ψυχρού Πολέμου. Αυτό σημαίνει ένα πράγμα: ότι η Ευρώπη δεν συνιστά προτεραιότητα, απλώς αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής. Και επιπλέον, πολλοί αμερικανοί ιθύνοντες έχουν απελπιστεί αναμένοντας από την ΕΕ να κινηθεί πιο δυναμικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.

Επαναπροσδιορισμός

Και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ επομένως, διπλωματικές πηγές από τις Βρυξέλλες τόνιζαν προς «Το Βήμα» τις τελευταίες ημέρες ότι ο κυριότερος στόχος των Αμερικανών θα είναι ένας σταδιακός επαναπροσδιορισμός του χαρακτήρα της Συμμαχίας, με το βλέμμα στραμμένο στην αναζήτηση του τρόπου με τον οποίο μπορεί να συμβάλει στην ανάσχεση της Κίνας. «Ο Μπάιντεν θέλει να υποστηρίξουν οι Ευρωπαίοι την πολιτική του έναντι της Κίνας» σημειώνει στο «Βήμα» η Τζούντι Ντέμπσι, Non-Resident Fellow στη δεξαμενή σκέψης Carnegie Europe. Η ίδια προσθέτει ότι εσχάτως «οι Ευρωπαίοι έχουν αντιληφθεί ότι η Κίνα αξιοποίησε διάφορες συγκυρίες, ακόμη και την πανδημία, ώστε να ασκήσει μία τακτική «διαίρει και βασίλευε». Η «πρωτοβουλία 17+1″ ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα, αλλά εσχάτως χάνει έδαφος. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι δεν θα ήθελαν να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου».

Πρόκληση για το νέο δόγμα

«Το ζήτημα του «πώς θα διαχειριστούμε την Κίνα» θα αποτελέσει την πιο ευαίσθητη πρόκληση για το νέο Στρατηγικό Δόγμα του ΝΑΤΟ που θα εγκριθεί το 2022. Το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να μείνει στο περιθώριο ενός τόσο κεντρικού ζητήματος ασφαλείας» λέει στο «Βήμα» η Μάρτα Ντασού, γενική διευθύντρια Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Aspen Institute και μέλος της Ομάδας Προβληματισμού που όρισε ο γενικός γραμματέας της Συμμαχίας Γενς Στόλτεμπεργκ και η οποία παρήγαγε την έκθεση «ΝΑΤΟ 2030: Ενωμένοι σε μία Νέα Εποχή» τον περασμένο Νοέμβριο. Οπως εξηγεί η κυρία Ντασού, «η πρόκληση είναι πώς θα συλλάβουμε ένα «πιο παγκόσμιο ΝΑΤΟ». Θέλω να είμαι σαφής. Το ΝΑΤΟ δεν θα εμπλακεί στη στρατηγική στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού. Ωστόσο, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της ανόδου της Κίνας για την ευρωατλαντική ασφάλεια».

Το μέτωπο της Ρωσίας και το «αγκάθι» της Τουρκίας

Ο κ. Στόλτεμπεργκ θα παρουσιάσει στη Σύνοδο Κορυφής ένα κείμενο εννέα προτάσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας «ΝΑΤΟ 2030», με σημαντικότερη από αυτές εκείνη που αφορά τη σημαντική αλλά και σταδιακή αύξηση της κοινής χρηματοδότησης, αρχίζοντας από το 2023. Ωστόσο – και παρά την ανάδυση της Κίνας – «η Ρωσία θα εξακολουθήσει να είναι η κύρια απειλή ασφαλείας για το ΝΑΤΟ», όπως εκτιμά η κυρία Ντασού. Ετσι εξηγείται και η ραγδαία αύξηση των ασκήσεων και της εκ περιτροπής ανάπτυξης στρατευμάτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ίδια επισημαίνει πολύ εύστοχα ότι πέραν των νέων υβριδικών πτυχών ασφαλείας, «υπάρχει και μία ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα: δεδομένου του αυξανόμενου ρόλου της Ρωσίας στη Μεσόγειο, κάθε ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ της ανατολικής και της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ χάνει σε σημασία».

Είναι στο σημείο αυτό που ανοίγει ο «φάκελος Τουρκία». Σύμφωνα με την Τζούντι Ντέμπσι, «το ΝΑΤΟ δεν βρίσκεται σε καλή κατάσταση και υπάρχει, μεταξύ άλλων, πρόβλημα με ορισμένα μεγάλα κράτη-μέλη, όπως η Τουρκία. Γνωρίζετε τι συνέβη με το πρόσφατο ανακοινωθέν για τη Λευκορωσία». Η ίδια εκφράζει την εκτίμηση ότι «εφόσον μία χώρα-μέλος θεωρεί ότι έχει ηγετικό ρόλο, πρέπει να συμπεριφέρεται ως τέτοια. Και δεν νομίζω ότι ο Τζο Μπάιντεν θα προσφέρει στον Ερντογάν το status που αυτός θα επιθυμούσε». Ωστόσο, το θέμα με την Τουρκία «είναι περίπλοκο» κατά τη Μάρτα Ντασού. Ο κανόνας της ομοφωνίας περιορίζει την ευελιξία. Οπως η ίδια επισημαίνει πάντως, στο πλαίσιο του προβληματισμού της διαδικασίας ΝΑΤΟ 2030, «προτείναμε όλοι οι Σύμμαχοι να επαναδεσμευθούν στο πνεύμα και στο γράμμα της Συνθήκης της Ουάσιγκτον, συμπεριλαμβανομένων της δέσμευσης στις δημοκρατικές αξίες και στην ενίσχυση του ρόλου του ΝΑΤΟ ως πρωταρχικού φόρουμ πολιτικών διαβουλεύσεων μεταξύ των Συμμάχων. Σίγουρα, οι πρωταρχικές προκλήσεις που πρέπει να ξεπεράσει το ΝΑΤΟ θα είναι εσωτερικές» καταλήγει με νόημα.