Νέα έξοδο στις αγορές τις επόμενες εβδομάδες, είτε μέσω της έκδοσης ενός νέου ομολόγου αναφοράς (5-7ετές) ή μέσω του ανοίγματος βιβλίων προσφορών κάποιου υφιστάμενου τίτλου (10ετές), αναμένει η JP Morgan, προτείνοντας μερική αποκομιδή κερδών ενόψει την νέα προσφοράς τίτλων. Μεσοπρόθεσμα οι προοπτικές των ελληνικών ομολόγων θεωρούνται θετικές απόρροια της ευνοϊκής σχέσης της δυναμικής της προσφοράς τίτλων σε σχέση με τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ, των μακροοικονομικών προοπτικών της χώρας και του σταθερού πολιτικού περιβάλλοντος.

Να σημειωθεί πως η πρόθεση του ΟΔΔΗΧ, που έχει αντλήσει ήδη 8,8 δισ. από τις αγορές εφέτος, είναι να βγει ούτως ή άλλος στις αγορές το επόμενο διάστημα, ενώ σε κάθε περίπτωση έχει οργανώσει τη στρατηγική του με βάση την οικονομική συγκυρία που θα διαμορφωθεί.

Αν π.χ. τα πράγματα πάνε άσχημα εφέτος, θα πρέπει αν δοθεί έμφαση στη διαχείριση του χρέους, αν όμως πάνε σχετικά καλά ή πολύ καλύτερα, θα πρέπει να επιδιωχθεί τώρα που τα επιτόκια είναι χαμηλά η άντληση μεγαλύτερου ποσού από τις αγορές (από τα 12-14 δισ. ευρώ που υπολογίζονται για το 2021) ώστε να χρησιμοποιηθούν αργότερα, όταν τα επιτόκια θα ανεβαίνουν και οι οικονομίες θα ανακάμπτουν για την ταχύτερη μείωση του χρέους. Π.χ. οι εκδόσεις των εντόκων από τα 12,8 δισ. ευρώ θα μπορούσαν να περιοριστούν σύντομα στο μισό, βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα του χρέους.

Αν τα πράγματα πάντως ακολουθήσουν την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη, δηλαδή ο πληθυσμός στην ΕΕ να έχει εμβολιαστεί κατά μέσω όρο 40%-50% ως το τέλος του Ιουνίου, όπως εκτιμά η κομισιόν, τότε η ανάκαμψη του τουρισμού και της οικονομίας στο β’ εξάμηνο θα οδηγήσει το ΑΕΠ στο 3,5%-5% εφέτος, ενώ η ελληνική οικονομία το 2022 – απόρροια και των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και των 30 δισ. πρόσθετων καταθέσεων, ένα μέρος των οποίων θα μπει στην κατανάλωση – θα μπορούσε να εκτιναχθεί, όπως αναφέρεται σε πρωτόγνωρους ρυθμούς.

Η Ελλάδα θεωρείται πλέον, ένας «κανονικός» εκδότης χρέους έχοντας ομόλογα σε όλες τις διάρκειες, ενώ η πρόσφατη έκδοση των 30 ετών συμπλήρωσε την καμπύλη των αποδόσεων σε όλες τις διάρκειες για τους ελληνικούς τίτλους. Ωστόσο οι οίκοι αξιολόγησης αν και θεωρούν σε αυτή την φάση βιώσιμο το ελληνικό αξιόχρεο, δεν αναμένεται (παρά τις αναβαθμίσεις που έρχονται) να μας δώσουν την περίφημη «επενδυτική βαθμίδα» τουλάχιστο για τα επόμενα 1,5-2 χρόνια, καθώς επιθυμούν την οριστική εξυγίανση του τραπεζικού κλάδου, την επαναφορά του επιπέδου των κόκκινων δανείων σε εύλογα επίπεδα, καθώς και την πλήρη εφαρμογή του νέου πτωχευτικού δικαίου, ώστε να καθαρίσουν οι ισολογισμοί, αλλά και οι επιχειρήσεις-«ζόμπι» και τα εγκλωβισμένα περιουσιακά στοιχεία που αποτελούν αλληλένδετα προβλήματα, που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία.

Το ελληνικό χρέος πάντως είναι βιώσιμο, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε σημαντικά λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και θα παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα για μεγάλη περίοδο, εκτίμησε η Fitch. Το δημόσιο χρέος διαμορφώθηκε στο 207% του ΑΕΠ στα τέλη του 2020 από 181% το 2019 λόγω του μεγάλου σοκ που προκάλεσε ο κορωνοϊός στα δημόσια οικονομικά και θα παραμείνει σε αυτά τα επίπεδα πριν υποχωρήσει στο 193% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, ανέφερε. Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί αντισταθμιστικοί παράγοντες, που καθιστούν το ελληνικό χρέος βιώσιμο, όπως το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας αναμένεται να παραμείνουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ σε ορίζοντα δεκαετίας, αφού κορυφωθούν το διάστημα 2022-2023.