Το δόγμα «νόμος και τάξη» αποτελεί οργανικό στοιχείο της πολιτικής των συντηρητικών κομμάτων σε όλον τον κόσμο. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα υπερχρησιμοποιήθηκε σε Αμερική και Ευρώπη, έγινε κεντρικό θέμα και ιδιοχαρακτηριστικό μιας γενικευμένης συντηρητικής στροφής.

Το υιοθέτησε πλήρως και στη χώρα μας στα χρόνια της αντιπολίτευσης ο σημερινός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Κατά καιρούς με διάφορες αφορμές, που προσέφερε κυρίως το ιδιότυπο καθεστώς των Εξαρχείων, διεκήρυξε εμφατικά ότι «με κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, ο νόμος και η τάξη θα αποκατασταθούν στη χώρα», γιατί όπως εξηγούσε «χωρίς ασφάλεια δεν υπάρχει ελευθερία».

Και όντως κερδίζοντας, το καλοκαίρι του 2019, τις εκλογές έσπευσε να τηρήσει τη δέσμευσή του.

Επέλεξε ως υπουργό Προστασίας του Πολίτη τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, ένα πρόσωπο που προερχόταν από τον ευρύτερο κύκλο του κεντροαριστερού εκσυγχρονισμού, είχε διακριθεί για τις επιχειρησιακές του ικανότητες και διέθετε περγαμηνές από τον πόλεμο κατά της εγχώριας τρομοκρατίας.

Τον προικοδότησε μάλιστα αρχικώς με επιπρόσθετες αρμοδιότητες και δυνατότητες. Δεν είναι τυχαίο ότι ανατέθηκαν στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη τόσο η ευθύνη του ελέγχου των μεταναστευτικών ροών όσο και εκείνη της διαχείρισης των φυλακών, που μέχρι τότε ανήκε στο υπουργείο Δικαιοσύνης.

Ταυτόχρονα η κυβέρνηση προανήγγειλε την πρόθεσή της να εγκαταστήσει μηχανισμούς αστυνόμευσης στα πανεπιστήμια και επέτρεψε στον υπουργό να επανασυστήσει τις μηχανοκίνητες μονάδες δράσης και άμεσης επέμβασης της Αστυνομίας, που είχε καταργήσει η προηγούμενη κυβέρνηση επειδή θεωρούσε το συγκεκριμένο σχήμα υπεύθυνο για κατά σύστημα παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων πολιτών.

Επιπλέον, η νέα κυβέρνηση στο πλαίσιο του αυτού δόγματος, «του νόμου και της τάξης», αυστηροποίησε το καθεστώς μεταχείρισης των καταδικασμένων για τρομοκρατία και γενικώς μετέδωσε προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν είναι διατεθειμένη να δείξει οποιαδήποτε ανοχή σε όποιες εκδοχές του τρομοκρατικού φαινομένου, παρά να υπηρετήσει τις αρχές του κράτους δικαίου.

Αρχικώς δεν υπήρχαν πολλές αντιδράσεις. Ωστόσο μεσολαβούσης της πανδημίας και της μεταγωγής του καταδικασμένου για πλήθος δολοφονιών ισοβίτη Δημήτρη Κουφοντίνα στις φυλακές Δομοκού, τα πράγματα άλλαξαν άρδην. Ο μέχρι τότε σχεδόν ακινητοποιημένος αντιεξουσιαστικός χώρος άρχισε να παρενοχλεί τις Αρχές με διάφορες χαμηλής έντασης, σε πρώτη φάση, καταδρομικές επιχειρήσεις, οι οποίες ωστόσο αυξήθηκαν και ενισχύθηκαν όταν ο ισοβίτης φυλακισμένος ξεκίνησε απεργία πείνας επικαλούμενος καταχρηστική μεταχείριση και διεκδικώντας τη μεταγωγή του στις φυλακές Κορυδαλλού.

Εκτοτε η Αστυνομία αντιμετωπίζει σχεδόν καθημερινά διαδηλώσεις υποστηρικτών του, τις οποίες είτε δεν επιτρέπει είτε επιτηρεί με αυστηρότητα. Γεγονός που διατηρεί συνθήκες έντασης στους δρόμους για μεγάλο διάστημα.

Εν τω μεταξύ, η επιφορτισμένη και με το καθήκον της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας Αστυνομία είχε αρχίσει να προκαλεί την μήνιν μερίδας των πολιτών εξαιτίας της κόπωσης και του υπερβάλλοντος ζήλου που επιδείκνυαν ορισμένοι των υπηρετών της.

Συνδυασμένες οι συνθήκες οδήγησαν την περασμένη Κυριακή στον απαράδεκτο ξυλοδαρμό, σχεδόν δημόσιο βασανισμό, ενός πολίτη στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Για να ακολουθήσουν την περασμένη Τρίτη τα εκτεταμένα επεισόδια και το σχεδόν λιντσάρισμα ενός αστυνομικού πάλι στη Νέα Σμύρνη, όπου πραγματοποιήθηκε μαζική συγκέντρωση διαμαρτυρίας ενάντια στα φαινόμενα αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας.

Η κυβέρνηση, όπως μαρτυρεί και η εκκένωση της κατάληψης της Πρυτανείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, θα επιμείνει στο δόγμα της και στην πολιτική πυγμής, συνεχίζοντας βεβαίως να κατακεραυνώνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «επιλέγει την αποσταθεροποίηση, δίνοντας χώρο και δυνατότητες στους κύκλους της βίας και της ανομίας». Ωστόσο στην πολιτική δεν υπάρχουν αδιάφορες επιλογές. Ολες έχουν τις συνέπειές τους, ιδιαιτέρως οι προσωποποιημένες και οι εμμονικές.

Οι συνθήκες πολιτικής πόλωσης και κοινωνικής έντασης, όπως και το ενδεχόμενο ανοίγματος ενός νέου κύκλου τυφλής και διαχεόμενης βίας στις γειτονιές της Αθήνας, θα δυσχεράνουν χωρίς αμφιβολία τη διαχείριση της πανδημίας και θα δυσκολέψουν την επίτευξη του επιδιωκόμενου άλματος της επόμενης μέρας. Κοινώς, δεν είναι καιρός για δόγματα, εχθροπάθειες και μίση. Καταλλαγή χρειάζεται ο τόπος και ελάχιστη δυνατή συνεννόηση προκειμένου να ξεπεράσει τα πολλά αδιέξοδά του.