Όπως ανακοινώθηκε στις 23.2.2021 στο δελτίο τύπου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Υπουργός Δικαιοσύνης στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου παρουσίασε το νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα διέπει τις σχέσεις γονέων – τέκνων, μετά τη διακοπή της συμβίωσης των συζύγων, το διαζύγιο ή την ακύρωση του γάμου. Το ακριβές κείμενο του Σχεδίου Νόμου δεν έχει αναρτηθεί ακόμη για διαβούλευση.  Ας μου επιτραπεί να καταθέσω μερικές παρατηρήσεις, συμπληρωματικές σε όσα είχα γράψει στη φιλόξενη αυτή στήλη, στις 13.12.2020.

Φαίνεται ότι στο άρθρο 13 του Σχεδίου Νόμου, στο οποίο ρυθμίζεται το δικαίωμα επικοινωνίας ορίζονται μεταξύ άλλων τα εξής: Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο 1/3 του συνολικού, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας ή για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου επιβάλλεται να καθοριστεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου.

Η διάταξη είναι αρκετά δυσνόητη. Προπάντων το τμήμα κατά το οποίο ο χρόνος επικοινωνίας τεκμαίρεται στο 1/3 του συνολικού, προβληματίζει πολύ. Είχε ήδη διαδοθεί ότι ο χρόνος επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο ανέρχεται στο 1/3 του συνολικού, αλλά ο όρος τεκμήριο πρώτη φορά παρουσιάζεται και αποτελεί διεθνή πρωτοτυπία.

Ας μου επιτραπεί μια μικρή διαφώτιση των μη νομικών. Τεκμήριο είναι συμπέρασμα που συνάγεται από γνωστά πράγματα για άγνωστα και αυτό ο νόμος το επιτρέπει ρητά για να διευκολύνει το δικαστήριο σχετικώς με ισχυρισμούς των διαδίκων, των οποίων η απόδειξη είναι πολύ δύσκολη. Για παράδειγμα, υπάρχει αύξηση της περιουσίας ενός συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και υποψιαζόμαστε ότι οφείλεται και στον άλλο σύζυγο, ο οποίος θα ήταν άδικο να μη ζητήσει τη συμβολή του, αν ο γάμος διαλυθεί. Για να βοηθήσει λοιπόν ο νόμος το σύζυγο αυτό, προβλέπει ότι τεκμαίρεται πως συνέβαλε κατά το 1/3 στην αύξηση της περιουσίας του άλλου. Αν δηλαδή ο ένας σύζυγος είναι πλουσιότερος κατά 90.000, ο άλλος δικαιούται να ζητήσει τις 30.000, μπορεί όμως να αποδείξει μεγαλύτερη συμβολή και ο άλλος μικρότερη ή και καθόλου.

Το να “τεκμαίρεται” όμως ο χρόνος επικοινωνίας είναι και αντιφατικό και ανεφάρμοστο. Ειδικότερα, δεν μπορεί να προσδιορισθεί από ποια γεγονότα γνωστά θα συνάγεται το “τεκμήριο” και ποιο θα είναι  το περιεχόμενό του.  Με άλλα λόγια, εάν ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το παιδί, επικοινωνεί για παράδειγμα με τον ανήλικο κάθε Σάββατο επί τρεις ώρες, θα τεκμαίρεται αναληθώς ότι η επικοινωνία ανέρχεται στο 1/3 του χρόνου του παιδιού, δηλαδή του συνολικού χρόνου της ζωής του κατά τον οποίο ζει και κινείται ; Μάλλον εδώ κρύβεται μια πονηρή υπόδειξη – δέσμευση  προς τον Δικαστή ότι ο χρόνος επικοινωνίας είναι τουλάχιστον ένα τρίτο του χρόνου του παιδιού και πως  αυτός δεν μπορεί να  ορίζει χρόνο επικοινωνίας μικρότερο του ενός τρίτου. Πλέον επικίνδυνο είναι ότι η διάταξη θεωρεί ως “δεδομένο” αυτό τον ευρύτατο χρόνο  επικοινωνίας : Όποιος γονέας τον αμφισβητεί, θα ζητήσει από το δικαστήριο μεγαλύτερο ή μικρότερο χρόνο. Με άλλα λόγια, πολλαπλασιασμός των δικών, αφού έως σήμερα μόνον ο δικαιούχος γονέας, δηλαδή αυτός που δεν διαμένει με το παιδί, καταφεύγει στο δικαστήριο.

Το σημαντικότερο είναι ότι το ποσοστό του ενός τρίτου είναι τόσο υψηλό, ώστε πλησιάζει προς το μοίρασμα της επιμέλειας. Δεν είναι όμως αυτή η αποστολή της επικοινωνίας που επιβάλλεται από το πραγματικό συμφέρον του παιδιού.

Η δεύτερη παρατήρηση αναφέρεται στην ισότητα μεταξύ των γονέων που πρέπει να σέβεται  το δικαστήριο όταν αποφασίζει σχετικώς με την ανάθεση και τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας, πάντοτε με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού. Είναι αυτονόητο ότι ουδείς έχει αντιρρήσεις για τη συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των γονέων, η οποία διακηρύσσεται άλλωστε από πολλών ετών και στο Οικογενειακό μας Δίκαιο. Πραγματική όμως ισότητα σημαίνει να μην επιχειρεί το δικαστήριο αδικαιολόγητες διακρίσεις ως προς τους παράγοντες που εξειδικεύουν την ισότητα και διακρίνουν τους γονείς, όπως το φύλο, η γλώσσα ή η ιθαγένεια. Στους  παράγοντες αυτούς που δεν επιτρέπεται να γίνονται αντικείμενο διακρίσεων από το Δικαστήριο, προσθέτει το Σχέδιο Νόμου και τον σεξουαλικό προσανατολισμό.

Δεν αποτελεί όμως δυσμενή διάκριση η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα, λόγω και του γενετήσιου προσανατολισμού του ετέρου γονέα, στοιχείο που θα συνυπολογισθεί κατά τον έλεγχο της καταλληλότητας των γονέων. Το παιδί πρέπει να ταυτίζεται και με τα δύο φύλα και προς την κατεύθυνση αυτή δεν βοηθάει η ανατροφή από δύο πρόσωπα του αυτού φύλου. Το συμφέρον του τέκνου έχει άλλωστε προβάδισμα απέναντι σε κάθε μορφή ισότητας. Εξάλλου το ζήτημα της αναθέσεως της επιμέλειας είναι ποιος είναι ο καταλληλότερος και αυτό δεν σημαίνει ότι ο έτερος είναι ακατάλληλος, σημαίνει ότι είναι λιγότερο κατάλληλος.

Είναι τόσο υπεύθυνο και δύσκολο έργο το να νομοθετείς για την οικογένεια και ιδίως για το ανήλικο παιδί, ώστε φαίνεται προτιμότερο και σοφότερο στην παρούσα φάση το να μη νομοθετείς. Οι δικαστικές αποφάσεις εξελίσσονται,  αφουγκράζονται την κοινωνική πραγματικότητα και είναι οι αρμοδιότερες  μαζί με τη συνεργασία και τη συμφωνία των γονέων, να την προσαρμόζουν κάθε φορά στο συμφέρον του παιδιού.

Ρόη Δ. Παντελίδου, καθηγήτρια του Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θράκης, Πρόεδρος της Ένωσης Αστικολόγων