Αυξημένες παροχές σε βάθος 25ετίας για τους σημερινούς νέους ασφαλισμένους, αποτροπή του δημογραφικού κινδύνου με την άμβλυνση των επιπτώσεών του στο ασφαλιστικό σύστημα και ενίσχυση της εθνικής οικονομίας μέσω της συσσώρευσης εισφορών τα επόμενα χρόνια.

Στα οφέλη της μετατροπής της επικουρικής ασφάλισης σε αμιγώς κεφαλαιοποιητικό – από διανεμητικό (νοητής κεφαλαιοποίησης) σήμερα – σύστημα αναφέρεται ο υφυπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Πάνος Τσακλόγου στην προσπάθειά του να αντικρούσει τις αντίθετες απόψεις για το συγκεκριμένο εγχείρημα.

Η κυβέρνηση έχει δρομολογήσει τις αλλαγές με ορίζοντα το 2021 υπογραμμίζοντας «τη σταδιακή μετάβαση στο νέο δημόσιο κεφαλαιοποιητικό σύστημα των επικουρικών συντάξεων».

Ευχέρεια επιλογής

Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο, το νέο σύστημα επικουρικής ασφάλισης θα αφορά νέους ασφαλισμένους, αλλά προαιρετικά θα μπορούν να ενταχθούν και ήδη εργαζόμενοι μέχρι μιας ορισμένης ηλικίας, πιθανότατα τα 35 έτη. Προαιρετικά μπορούν να ενταχθούν και ορισμένες κατηγορίες αυτοαπασχολουμένων και αγροτών που δεν έχουν σήμερα επικουρική ασφάλιση.

Οι παροχές θα είναι αυξημένες μετά τη διάρκεια 25ετούς ασφάλισης λόγω της επένδυσης των ατομικών εισφορών, ενώ θα καλύπτονται επικουρικά και οι συντάξεις θανάτου (χηρείας), όπως και οι αναπηρικές.

Θα θεσπιστεί μίνιμουμ εγγύηση των παροχών ανάλογα με τις συσσωρευμένες εισφορές του ατομικού κουμπαρά, ενώ θα δίνεται η ευχέρειας επιλογής – ανά τριετία – σε κάθε ασφαλισμένο μεταξύ υψηλού, ενδιάμεσου και χαμηλού ρίσκου για την επένδυση των εισφορών του, δημιουργώντας ασφαλιστικά προϊόντα με διαφορετικά «προφίλ ασφαλιστικού κινδύνου».

Το νέο Ταμείο θα διατηρήσει τον δημόσιο χαρακτήρα του, ενώ η διαχείριση των κεφαλαίων του θα ανατίθεται σε ιδιωτικούς φορείς.

Υψηλότερες συντάξεις

Μιλώντας πρόσφατα σε ημερίδα στη Θεσσαλονίκη, ο κ. Τσακλόγλου υπογράμμισε ότι με το νέο σύστημα οι μελλοντικοί συνταξιούχοι μπορούν να προσδοκούν «σε αισθητά υψηλότερες συντάξεις» και προσδιόρισε τα χαρακτηριστικά του νέου Ταμείου σημειώνοντας τη διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου, την ενίσχυση της ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας και την αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης του πληθυσμού και ιδιαίτερα των νέων στο ασφαλιστικό σύστημα.

Το κόστος

Ο επανασχεδιασμός του Ασφαλιστικού έχει ήδη ξεκινήσει στο υπουργείο Εργασίας, ενώ στις αρχές του έτους θα έχουν οριστικοποιηθεί οι βασικές παράμετροι του εγχειρήματος και θα ακολουθήσει ευρύτατη διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, ώστε να έλθει στη Βουλή για ψήφιση εντός του πρώτου εξαμήνου του 2021.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη δημιουργία του νέου Ταμείου αποτελεί το λεγόμενο «κόστος μετάβασης» στο νέο σύστημα, δηλαδή το κόστος κάλυψης των παροχών των παλαιών ασφαλισμένων. Συγκεκριμένα οι συντάξεις των ήδη ασφαλισμένων και συνταξιούχων δεν θα μπορούν πλέον να χρηματοδοτούνται από τις εισφορές των νέων ασφαλισμένων, οι οποίες θα συσσωρεύονται στον ατομικό κουμπαρά και θα επενδύονται αναλόγως.

Οι απώλειες εισφορών για το παλαιό Ταμείο μόνο από τους νέους ασφαλισμένους – χωρίς να υπολογίζονται οι μέχρι 35 ετών ασφαλισμένοι που δυνητικά μπορούν να ενταχθούν στο νέο Ταμείο – φτάνουν το ένα δισ. στην πρώτη δεκαετία. Σε βάθος 50ετίας φτάνουν τα 35 έως 55 δισ. ευρώ.

ΑΘΗΝΑ-Συνέντευξη της ΓΣΕΕ και του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ// ΣΑΒΒΑΣ ΡΟΜΠΟΛΗΣ.(EUROKINISSI-ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ)

Κάλυψη κόστους

Το σχέδιο περιλαμβάνει τρόπους κάλυψης του συγκεκριμένου κόστους, ενώ η κυβέρνηση – διά του Πρωθυπουργού – έχει δεσμευτεί ότι οι συντάξεις των ασφαλισμένων που θα παραμείνουν στο παλαιό Ταμείο δεν θα θιγούν. Σημαντικά υψηλότερο εκτιμούν ότι θα είναι το κόστος μετάβασης οι ειδικοί Σάββας Ρομπόλης (φωτογραφία), πανεπιστημιακός, και Βασίλης Μπέτσης, αναλογιστής. Προσδιορίζουν μάλιστα το ύψος του στα 57 έως 65 δισ. ευρώ σε βάθος 50ετίας, «ανάλογα με το ύψος της σύνταξης που θα χορηγείται και το επιτόκιο προεξόφλησης». Οι δύο μελετητές διαπιστώνουν «σοβαρά λάθη, παραλείψεις και παρανοήσεις» στα στοιχεία με τα οποία η κυβέρνηση «ανοίγει» τον δημόσιο πολιτικό και επιστημονικό διάλογο για την κεφαλαιοποίηση της κοινωνικής επικουρικής ασφάλισης.

Οι ενστάσεις

Οι παρατηρήσεις και οι ενστάσεις τους αναφέρονται σε βασικά στοιχεία του εγχειρήματος: Η ένταξη της επικουρικής ασφάλισης στον δεύτερο πυλώνα αποτελεί σοβαρό λάθος. Και αυτό γιατί δεν συνιστά επαγγελματικό ταμείο αλλά κοινωνική ασφάλιση και ως εκ τούτου δεν επιδέχεται καμία τροποποίηση. Η επικουρική ασφάλιση δεν συνιστά επαγγελματικό ταμείο, αλλά κοινωνική ασφάλιση και ως εκ τούτου δεν επιδέχεται καμία τροποποίηση ή αλλαγή της φύσης του χαρακτήρα της.

Είναι λανθασμένος ο ισχυρισμός ότι υιοθετείται το σουηδικό μοντέλο με την κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Δεν υπάρχει καμία σχέση του ενός με το άλλο.

Η ένταξη των ήδη εργαζόμενων έως 35 ετών θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το ισχύον σύστημα, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος μετάβασης.

Η ένταξη αγροτών και αυτοαπασχολουμένων δεν αποτελεί ορθολογική επιλογή γιατί οι συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες μπορούν να δημιουργήσουν προαιρετικά και μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα κεφαλαιοποιητικά επαγγελματικά ταμεία από το μηδέν χωρίς  κόστος μετάβασης.

Η ένταξη, οι ασφαλισμένοι και οι παροχές

Υποχρεωτική θα είναι η ένταξη στο Ταμείο των νέων ασφαλισμένων, δηλαδή όσων ασφαλιστούν μετά τη δημιουργία του. Επίσης θα ενταχθούν και οι κατηγορίες των αυτοαπασχολουμένων και των αγροτών που σήμερα δεν καλύπτονται επικουρικά από κάποιο Ταμείο.

Ωστόσο, πέραν αυτών, το υπουργείο σχεδιάζει να δώσει τη δυνατότητα – εθελουσίας – ένταξης στους υφιστάμενους εργαζομένους μέχρι ένα ηλικιακό όριο. Πιθανότατα σε όσους είναι μέχρι 35 ετών.
Ετσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να συμπληρώσουν ένα ικανό πόσο εισφορών στον προσωπικό τους κουμπαρά έως την ημερομηνία συνταξιοδότησής τους. Στις περιπτώσεις αυτές ένα μέρος του τελικού ποσού της σύνταξης αυτής της κατηγορίας θα διαμορφώνεται από το παλιό Ταμείο (ανάλογα με τα έτη ασφάλισης σε αυτό) και το υπόλοιπο από τις εισφορές που συγκέντρωσε στον κουμπαρά του νέου Ταμείου και την απόδοσή τους.

Συντάξεις

Κάθε ασφαλισμένος θα διαθέτει τον δικό του ατομικό λογαριασμό. Το ύψος της τελικής παροχής θα είναι συνάρτηση του ποσού των εισφορών και των αποδόσεών τους. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα – πιθανότατα ανά τριετία – οι ασφαλισμένοι θα καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα σε τρία επενδυτικά προϊόντα, χαμηλού, μεσαίου και υψηλού ρίσκου.

Με επικουρικές παροχές θα καλύπτονται και οι «συνταξιούχοι λόγω θανάτου» (συντάξεις χηρείας) και οι δικαιούχοι αναπηρικής σύνταξης. Ταυτοχρόνως σχεδιάζεται η θέσπιση ενός μίνιμουμ ποσού παροχής – ανάλογα με το ύψος των εισφορών – ως ένα είδος «εγγυημένης επιστροφής» κάτω από το οποίο δεν θα μπορεί να πέσει η παροχή.

Στο υπουργείο Εργασίας εκτιμούν ότι σε βάθος 25ετίας θα υπάρχουν μεγαλύτερες αποδόσεις από αυτές του σημερινού συστήματος. Σημειώνουν ενδεικτικά ότι τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις αλλά και μεγαλύτερες διακυμάνσεις. Πάντως δεν είναι σε θέση να προσδιορίσουν το ύψος των αποδόσεων και ως εκ τούτου τις μεταβολές των συντάξεων μεταξύ των δύο συστημάτων.