Η απόγνωση που προκαλεί ο πόνος ή η αδικία έχει μια απίστευτη δύναμη που μπορεί να πυροδοτήσει το χάος και να φέρει την καταστροφή. Ιδιαίτερα όταν το σύστημα που δημιουργεί τον πόνο και την αδικία δεν κάνει τίποτα για να αλλάξει και οι θιγόμενοι, δεν έχουν καμία ελπίδα να βρουν το δίκιο τους. 

Οι ταραχώδεις μέρες που ζει τα τελευταία εικοσιτετράωρα η Αμερική είναι άλλη μια έκρηξη απόγνωσης χιλιάδων ανθρώπων που βιώνουν τον πόνο και την αδικία. Εδώ και πολλές δεκαετίες η απελπισία τους σιγοβράζει και ενίοτε, ξεχύνεται με ορμητική βία στην επιφάνεια. 

Είναι αλήθεια πως έχουν υπάρξει δεκάδες, εκατοντάδες Τζορτζ Φλόιντ που σκοτώθηκαν από τον ακήρυχτο πόλεμο της αστυνομικής βίας. Είναι αλήθεια πως ανάλογες εξεγερσιακές διαμαρτυρίες που αυτή πυροδότησε είναι αναρίθμητες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα όμως, η συγκυρία είναι διαφορετική. 

Η τραγική διαχείριση της πανδημίας με τους 110.000 νεκρούς και η συνακόλουθη ύφεση των 40 εκατομμυρίων ανέργων, έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μείγμα οργής. Οι κατεξοχήν πληττόμενοι από τον κορωνοϊό τόσο σε υγειονομικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο είναι αφροαμερικανοί. Πολίτες αποκλεισμένοι από το σύστημα υγείας, πολίτες αβοήθητοι που δεν έχουν τίποτα άλλο να χάσουν.
Οι διαμαρτυρίες τους εξαπλώνονται από τη μια ακτή της χώρας ως την άλλη και δεν αφορούν μόνο τη δολοφονία του Φλόιντ αυτή καθεαυτή. Είναι διαμαρτυρίες κατά της αγριότητας που αντιπροσωπεύει ο θάνατός του, κατά της ωμότητας του κράτους που αφήνει ατιμώρητους τους δράστες, κατά της αδιαφορίας της πολιτειακής και ομοσπονδιακής κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις εκκλήσεις για ίση μεταχείριση.  

Το παράδοξο του Τραμπ

Η φράση πως η Αμερική δεν έχει πάρει το μάθημά της μπορεί να είναι κοινότοπη. Είναι όμως πέρα για πέρα αληθινή. Όπως ότι ο ρατσισμός, η αδικία, η μισαλλοδοξία, η αδιαλλαξία στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, η αλόγιστη χρήση βίας από την αστυνομία αποτελούν χαρακτηριστικά γνωρίσματά της. Ωστόσο σε αυτή την εξίσωση, υπάρχει ένα παράδοξο. 

Ο πρόεδρός της. Σε ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν ο ρόλος του ήταν ειρηνευτικός. Παρενέβαινε για να κατευνάσει το κλίμα, να εκτονώσει την κατάσταση, να ηρεμήσει τα πνεύματα. Όπως έκανε για παράδειγμα ο Λίντον Τζόνσον το 1967, όταν και πάλι οι φυλετικές αναταραχές εξαπλώνονταν σε όλη τη χώρα: 

«Επιδιώκουμε κάτι περισσότερο από την άβολη ηρεμία του στρατιωτικού νόμου», έλεγε, σε διάγγελμά του. «Επιδιώκουμε την ειρήνη που βασίζεται στον σεβασμό του ενός ανθρώπου για τον άλλο… Επιδιώκουμε  μια δημόσια τάξη που βασίζεται στη σταθερή πρόοδο και την κάλυψη των αναγκών όλων των ανθρώπων μας».

Ο Τραμπ αντίθετα, υποκινεί την οργή κι επενδύει στην πόλωση, απειλεί κυβερνήτες και δημάρχους με  παρέμβαση της κεντρικής διοίκησης σε περίπτωση που δεν καταφέρουν να επιβάλουν την τάξη, καλεί οπαδούς του σε αντιδιαδηλώσεις, ελπίζοντας να καρπωθεί εκλογικά το χάος που επιρρίπτει σε τρίτους.

«Ο Ντέρεκ Τσοβίν -γράφει η Τζένιφερ Σίνιορ σε άρθρο γνώμης των New York Times- δεν είναι ο πρώτος αστυνομικός που σκοτώνει βίαια έναν αφροαμερικανό. Είναι όμως το πρόσωπο που ενσαρκώνει κάτι ουσιαστικό για τον Τραμπισμό: το εμείς εναντίον αυτών. Αυτή είναι η δηλητηριώδης κουλτούρα στην καρδιά της αστυνομικής βαραρότητας. Είναι ο μολυσματικός πυρήνας της φιλοσοφίας του 45ου προέδρου μας. Ούτε ένας τοξικός μπάτσος, ούτε ο Ντόναλτ Τραμπ θεωρούν τον εαυτό τους ως υπηρέτη όλων των ανθρώπων που έχουν ορκιστεί να προστατεύουν. Είναι αποκλειστικά υπηρέτες του εαυτού τους. Όλοι οι υπόλοιποι είναι εχθροί».