Υπό κανονικές συνθήκες ο Δημήτρης Πλατανιάς αυτές τις μέρες θα βρισκόταν στο Λονδίνο, για να ερμηνεύσει για άλλη μια φορά τους ρόλους του Αλφιο και του Τόνιο στην κοινή παράσταση της «Καβαλερία Ρουστικάνα» και των «Παλιάτσων» των Μασκάνι – Λεονκαβάλο. Η επιστροφή του στη σκηνή της Royal Opera House με την επιτυχημένη παραγωγή του «διπτύχου» που σκηνοθέτησε ο Νταμιάνο Μικελέτο, και που ο διάσημος έλληνας βαρύτονος πρωτοερμήνευσε στην πρεμιέρα της πριν από περίπου πέντε χρόνια, αναβλήθηκε λόγω της πανδημίας. Οπως όλα τα θέατρα έτσι και η Βασιλική Οπερα του Λονδίνου ακύρωσε όλες τις παραστάσεις της. Οπως όλοι οι λυρικοί τραγουδιστές έτσι και ο Πλατανιάς είδε τη μία μετά την άλλη τις προγραμματισμένες εμφανίσεις του να αναβάλλονται και να ακυρώνονται. Βρέθηκε και εκείνος σε καραντίνα στο σπίτι του, να εκμεταλλεύεται την αιφνίδια παύση για να ξεκουραστεί από το επιβαρυμένο πρόγραμμά του. Αλλά και να αναρωτιέται με ανησυχία ποια μπορεί να είναι η επόμενη μέρα στον χώρο του λυρικού τραγουδιού. Για αυτούς τους προβληματισμούς του, αλλά και για τη χαρά της δημιουργίας που μπορεί να λειτουργήσει ιαματικά αυτές τις δύσκολες εποχές μιλήσαμε από τηλεφώνου, σε μια από τις μετρημένες στα δάχτυλα του χεριού συνεντεύξεις του.

Παρακολουθώντας όλα αυτά τα χρόνια την καριέρα που κάνετε στο εξωτερικό, μου έχει κάνει εντύπωση πόσες λίγες συνεντεύξεις έχετε δώσει. Αποφεύγετε να μιλάτε δημοσίως;

«Προτιμώ να τραγουδάω! (γελάει) Πράγματι, δεν αγαπώ τις συνεντεύξεις. Νιώθω αμήχανα. Είναι, ας πούμε, ένα καθαρά δικό μου πρόβλημα. Δεν βρίσκω τον λόγο να βγαίνω και να μιλάω για τη ζωή μου ή να κάθομαι και να αναλύω το ένα και το άλλο. Οποιος ενδιαφέρεται να μάθει ποιος είμαι ας το κάνει παρακολουθώντας τις παραστάσεις μου – είναι εύκολο ειδικά την εποχή που όλα «ανεβαίνουν» στο Διαδίκτυο, στο YouTube και αλλού».

Είδαμε πολλή όπερα μέσω Διαδικτύου τον τελευταίο καιρό. Η Εθνική Λυρική Σκηνή πρόβαλε το πρόσφατο ρεσιτάλ σας αλλά και μια παλαιότερη παραγωγή του «Ναμπούκο» στο Ηρώδειο με εσάς πρωταγωνιστή. Επίσης έγιναν και γίνονται στο εξωτερικό διάφορα γκαλά με τους καλλιτέχνες να τραγουδάνε ακόμα και από το σπίτι τους…

«Ωραία όλα αυτά! Χαίρομαι που ο κόσμος της μουσικής έχει αντιδράσει σε αυτό το φοβερό που συμβαίνει με τρόπο δημιουργικό και γενναιόδωρο. Ωστόσο το μεγάλο θέμα είναι τι θα γίνει την επόμενη μέρα. Ο χώρος της όπερας επλήγη ακαριαία από την πανδημία. Ολα τα θέατρα έκλεισαν, όλοι οι μουσικοί έμειναν άνεργοι. Προσπαθώ να καταλάβω πού θα μας οδηγήσει η κατάσταση».

Είστε αισιόδοξος;

«Γενικώς ναι, είμαι άνθρωπος αισιόδοξος. Ωστόσο στο συγκεκριμένο θέμα δεν ξέρω από πού να αντλήσω αισιοδοξία. Αισθάνομαι πως οι καλλιτέχνες είμαστε οι τελευταίοι τροχοί της αμάξης, δεν μπορώ να καταλάβω πώς θα επαναλειτουργήσει ο μηχανισμός. Ας πάρουμε ένα από τα σενάρια που ακούγονται: Οτι π.χ. στις αίθουσες θα βάλουν τους θεατές να κάθονται ανά τρία-τέσσερα καθίσματα ώστε να έχουν ο ένας από τον άλλο απόσταση ασφαλείας. Αυτό σημαίνει πως στη Royal Opera των 2.200 καθισμάτων θα δίνεις παράσταση μπροστά σε 600-700 άτομα. Ετσι είναι αδύνατον να καλυφθούν τα λειτουργικά έστω έξοδα!».

Φαντάζομαι, πέρα από το θέμα του κοινού και της ασφάλειάς του, μεγάλο θέμα είναι και η ασφάλεια των καλλιτεχνών.

«Ακριβώς! Ακόμα και αν υποθέσουμε πως στήνεται μια σκηνοθεσία που ο ένας σολίστας δεν πλησιάζει τον άλλο, με τη χορωδία τι θα γίνει; Με την ορχήστρα; Πώς να βάλεις τους μουσικούς της σε απόσταση τον έναν από τον άλλο; Αυτά τα πράγματα ακούγονται σαν επιστημονική φαντασία».

Οπότε με εκείνα και με τούτα φτάνουμε σε αδιέξοδο;

«Είναι μια πρωτόγνωρη συγκυρία. Παραμένω αισιόδοξος με τον τρόπο μου, πιστεύω πως θα τη σκαπουλάρουμε. Φοβάμαι όμως πως το δικό μας επάγγελμα θα αργήσει να στρώσει».

Εσείς πώς βιώσατε την καραντίνα;

«Να σας πω πώς την απόλαυσα; Οταν είσαι κλεισμένος μέσα, μόνο με τα βασικά, δεν μπορεί να είσαι καλά. Ο εγκλεισμός είναι άσχημο πράγμα. Η αλήθεια είναι πως επειδή τα προηγούμενα χρόνια είχα δουλέψει πολύ, με μεγάλους ρόλους σε απαιτητικά θέατρα – «Τροβατόρε» στη Μαδρίτη, «Αντρέα Σένιε» στο Λονδίνο, «Ναμπούκο» στο Αμβούργο κ.λπ. -, εφέτος ήθελα να ρίξω λίγο τις στροφές. Είχα φτιάξει ωραία το πρόγραμμά μου, είχα κανονίσει να κάνω λιγότερα πράγματα… Και πάνω εκεί ήρθε η πανδημία και ανατράπηκαν όλα. Βρέθηκα σε αναγκαστική αργία».

Εξακολουθείτε να μελετάτε καθημερινά;

«Ο εγκλεισμός και η περιρρέουσα κατάσταση έχουν επηρεάσει τα πάντα. Κανονικά θα έπρεπε να μελετώ περισσότερο, όμως αν δεν έχεις μια παράσταση ή μια συναυλία στο άμεσο μέλλον, κάτι που να σε υποχρεώσει να στρωθείς και να εργαστείς με πρόγραμμα, δεν είναι εύκολο να το κάνεις. Χάνεις την όρεξή σου, είναι πιστεύω ψυχολογικό. Ετσι κι εγώ αφέθηκα για λίγο και ξαναπαίρνω σιγά σιγά μπρος».

Θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας έναν φιλόδοξο άνθρωπο;

«Εξαρτάται τι εννοεί κανείς με το φιλόδοξος. Δεν είμαι από εκείνους που αν δεν τους καλέσουν στη Royal Opera θα πέσουν από τον πέμπτο όροφο. Ωστόσο τα ωραία που έρχονται στην καριέρα μου, με χαρά και με ζήλο τα προσπαθώ και τα απολαμβάνω».

Εχουν υπάρξει έλληνες τραγουδιστές με διεθνή καριέρα που το εδώ κοινό τούς ξέχασε ή και δεν τους έμαθε ποτέ. Εσείς γίνεστε όλο και πιο γνωστός και αγαπητός…

«Είναι αλήθεια, και το χαίρομαι! Επέλεξα να τραγουδάω στην Ελλάδα τουλάχιστον δύο φορές κάθε χρόνο. Ηθελα να το κάνω για τους δικούς μου ανθρώπους, για εκείνους που με εκτιμούν ως καλλιτέχνη, για την Εθνική Λυρική Σκηνή, για τον ίδιο μου τον εαυτό. Αυτός είναι πιστεύω και ο λόγος για τον οποίο ο κόσμος με έμαθε. Αλλοι συνάδελφοι με διεθνείς καριέρες κάποια στιγμή, λόγω των υποχρεώσεών τους, εξαφανίζονται και αυτό που μένει πίσω είναι η φήμη τους».

Στη Royal Opera έχετε τραγουδήσει μερικούς από τους μεγαλύτερους ρόλους του ρεπερτορίου του βαρυτόνου, όπως τον «Ριγκολέτο» και τον «Σιμόν Μποκανέγκρα» του Βέρντι. Εχετε, μεταξύ άλλων, εμφανιστεί στο La Fenice της Βενετίας, στην Κρατική Οπερα του Μονάχου, στο La Monnaie των Βρυξελλών, στην Κρατική Οπερα της Βαυαρίας, στο São Carlos της Λισαβόνας, δίπλα σε σταρ όπως ο Γιόνας Κάουφμαν, η Σόντρα Ραντβανόφσκι, o Ρομπέρτο Αλάνια. Οταν ξεκινούσατε, φανταζόσασταν πως θα φτάνατε τόσο ψηλά;

«Από τότε που άρχισα να κάνω στη Λυρική πρωταγωνιστικούς ρόλους ένιωθα πως είχα μπει σε έναν δρόμο που θα με πήγαινε πιο ψηλά, χωρίς βεβαίως να γνωρίζω πόσο ψηλά. Από το 2007 που άρχισα να τραγουδώ εκτός συνόρων, στα μικρά θέατρα της Ιταλίας, κατάλαβα πως έπρεπε να προετοιμάζομαι και για τις πιο απαιτητικές σκηνές, πως έπρεπε να ετοιμάσω περισσότερους ρόλους, να αρχίσω να συνηθίζω μια ζωή με πολλά ταξίδια».

Η διεθνής καριέρα ακούγεται θελκτική, είναι όμως και ένας τρόπος ζωής ιδιαίτερα απαιτητικός. Προϋποθέτει τη συνδιαλλαγή με το σκληρό σύστημα των μάνατζερ, των διευθυντών των μεγάλων θεάτρων που ανεβάζουν και κατεβάζουν τους τραγουδιστές, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός… Ησασταν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσετε τις προκλήσεις και τις πιέσεις;

«Δεν εξεπλάγην. Ούτε τσιτώθηκα πολύ. Ανήσυχα λίγο παραπάνω όταν πήγα στο La Fenice της Βενετίας για τον «Ριγκολέτο», που εκείνη την εποχή ήταν ό,τι πιο σημαντικό είχα κάνει. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω πώς λειτουργεί το σύστημα. Μπήκα κι εγώ στον κόσμο των μεγάλων θεάτρων και των εταιρειών, όπου μοναδική συζήτηση είναι ποιος τραγουδάει πού, όπου διαρκώς ακούς κάποιον να παραπονιέται «γιατί πήραν αυτόν και όχι εμένα», όπου όλα αφορούν την καριέρα. Πράγματα που απεχθάνομαι έγιναν μέρος της καθημερινότητάς μου».

Πώς αντιδράσατε;

«Κάνω τη δουλειά μου, πάω σπίτι μου. Ποτέ δεν με ενδιέφεραν τα κουτσομπολιά και οι κουβέντες πίσω από την πλάτη του άλλου».

Η σύζυγός σας, η Χριστίνα Γιαννακοπούλου, εκτός από καθηγήτρια λυρικού τραγουδιού είναι και εξαιρετική υψίφωνος. Σας επηρεάζει στη δουλειά σας; Μελετάτε μαζί της;

«Τη Χριστίνα τη γνώριζα από το σχολείο, στην Καλαμάτα, πριν και οι δύο να ακολουθήσουμε τον κοινό δρόμο της μουσικής. Οταν ξανασυναντηθήκαμε, με άκουσε, μου είπε την άποψή της και με βοήθησε να λύσω διάφορα θέματα τεχνικής. Αρχικά εκείνη, και λίγο μετά ο κόντρα τενόρος και επίσης εξαιρετικός καθηγητής φωνητικής Αρης Χριστοφέλλης.

Ακούτε εύκολα μια δεύτερη γνώμη;

«Από πολύ λίγους ανθρώπους, από πάρα πολύ λίγους, από αυτούς τους δύο!».

Τι σημαίνει για εσάς καλή τεχνική στο λυρικό τραγούδι;

«Αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Θα πω μόνο πως η τεχνική είναι ένα αρκετά προσωπικό θέμα. Οι δάσκαλοι δίνουν την πληροφορία, σημασία έχει πώς θα τη δεχθεί, θα την αντιληφθεί και θα την επεξεργαστεί ο μαθητής. Στην πραγματικότητα το μυαλό τα κάνει όλα!».

Τι θα λέγατε σε ένα παιδί που ονειρεύεται να σταδιοδρομήσει στην όπερα;

«Να το σκεφθεί πολύ καλά. Η αγορά στην Ελλάδα είναι περιορισμένη, οπότε θα δυσκολευθεί. Εκτός συνόρων οι ευκαιρίες μπορεί να είναι πολλές, όμως: Το κλασικό τραγούδι είναι εξαιρετικά δύσκολο. Πολλοί νομίζουμε πως επειδή μπορούμε να ανοίξουμε το στόμα μας και να πούμε μερικές νότες, το έχουμε. Δεν είναι έτσι. Θέλει τεράστια αφοσίωση, δουλειά σε καθημερινή βάση, μεγάλη υπομονή και γερό στομάχι για να αντιμετωπίζεις καταστάσεις που μπορεί να σε κάνουν ακόμα και να χάσεις την πίστη σου στον εαυτό σου. Οποιος λοιπόν έχει το ταλέντο και τα κότσια, ας ασχοληθεί και ας προσπαθήσει να το κάνει μέχρι τέλους. Χωρίς να ξεχνάει πως εκτός από την προσωπική προσπάθεια υπάρχει πάντα και ο παράγοντας τύχη: χρειάζεται τύχη για να σου δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες και για να βρεθούν στον δρόμο σου οι άνθρωποι που θα σε βοηθήσουν. Κυρίως όμως χρειάζεται μυαλό για να αξιοποιήσεις τις συμβουλές, για να καταλάβεις ποιο είναι το σωστό για εσένα, για να αποκτήσεις τα σωστά εφόδια που θα σου επιτρέψουν να πατήσεις στη σκηνή και να πεις τη δική σου ιστορία διατηρώντας την ηρεμία και την ειρήνη της ψυχής σου».

«Αγαπώ πολύ τον βερισμό και τον ιταλικό ρομαντισμό του Βέρντι»

Φίλους σε αυτόν τον χώρο έχετε κάνει;

«Ελαχιστότατους. Εναν-δύο. Οχι λόγω του ανταγωνισμού, ούτε επειδή δεν υπάρχουν άνθρωποι αξιόλογοι, αλλά επειδή είναι τέτοιος ο τρόπος ζωής που δεν σου επιτρέπει να δεθείς με τον άλλον. Κάνεις στενή παρέα μαζί του όσο διαρκούν οι πρόβες και οι παραστάσεις, και έπειτα χάνεστε. Ετσι, οι περισσότεροι φίλοι μου παραμένουν στην Ελλάδα. Είναι συνήθως φίλοι από τα παλιά. Δεν είμαι κι εγώ εύκολος στις φιλίες».

Λένε πως οι μεγάλες καριέρες χτίζονται και με τα «όχι». Εχετε πει πολλά «όχι» σε ρόλους που σας έχουν προτείνει;

«Εχει χρειαστεί να το κάνω αρκετές φορές, όχι για λόγους μεγάλης καριέρας, αλλά επειδή αισθάνθηκα πως αυτό που μου προτάθηκε δεν ήταν κατάλληλο για εμένα».

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ρόλοι;

«Δεν μπορώ να μην αναφέρω ρόλους σαν τον “Ριγκολέτο” και τον “Σιμόν Μποκανέγκρα” που είναι τα “οχήματα” που οδηγούν έναν βαρύτονο στις μεγάλες σκηνές. Αγαπώ πολύ τον βερισμό και τον ιταλικό ρομαντισμό του Βέρντι».

Υπάρχει κάποιος ρόλος που σας προσφέρουν συχνά και που δεν τον αγαπάτε;

«Δεν θα σας πω ποιος, γιατί μου έχει τύχει και στην Ελλάδα (σ.σ.: γελάει), αλλά ναι, υπάρχει!».

Πώς είναι όταν καλείσαι να μελετήσεις έναν ρόλο που δεν σου αρέσει;

«Μαρτύριο! Πρέπει να το φιλοσοφήσεις, ακόμα και να το πάρεις λίγο ανάλαφρα, αλλιώς σε πιάνει η ψυχή σου. Επιπλέον όταν ένας ρόλος δεν σου αρέσει, δεν μπορείς να τον μάθεις με τίποτα. Φτάνεις στην τελευταία πρόβα και ξεχνάς τα λόγια, τις μουσικές, ξεχνάς τα πάντα».