Αν κράτησα κάτι από το τελευταίο διάγγελμα – εξομολόγηση θα έλεγα – του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι το συναίσθημα για το βάρος της ευθύνης που επωμίζεται και δυο φράσεις για την αυριανή μέρα που μόνο συμβολικά σηματοδοτεί το τέλος της καραντίνας.

«Δεν κάνουμε χειραψίες. Κρατάμε αποστάσεις. Ακούμε τις συμβουλές των ειδικών για την προστατευτική μάσκα… Ολα αυτά πρέπει να μας γίνουν δεύτερη φύση, γιατί δεν υπάρχει επιστροφή στην προ κορωνοϊού πραγματικότητα. Ζούμε, ήδη, αλλιώς».

«Ασφαλώς στον καιρό που έρχεται καραδοκούν δυσκολίες, στην Υγεία αλλά και στην Οικονομία, το παρατεταμένο «πάγωμα» της οποίας έχει κοινωνικό πρόσημο. Γιατί «παγώνει» ταυτόχρονα και τις αδικίες, πλήττοντας πρωτίστως τους πιο αδύναμους. Η σταδιακή επανεκκίνηση, συνεπώς, είναι χρέος κάθε υπεύθυνης κυβέρνησης».

Αυτές οι δύο φράσεις, σε ένα κείμενο 2.400 λέξεων, δείχνουν ότι ο Πρωθυπουργός υπηρετεί την επιλογή «αποδεχθήκαμε, ως κοινωνία, την ανάγκη να παραλύσει η οικονομική δραστηριότητα για να σώσουμε ανθρώπινες ζωές» και γνωρίζει πολύ καλά, όπως και ο υπουργός των Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, ότι μέχρι να περάσει αυτή η «παγκόσμια κατάρα» όλοι καλούμαστε να ζήσουμε με λιγότερα, γιατί η οικονομία μας γίνεται κάθε μέρα και φτωχότερη.

Σε αυτές τις συνθήκες δεν έχουν θέση όλοι όσοι θέλουν να χαϊδεύουν τα αφτιά μας για δήθεν «ελεγχόμενη ύφεση», καθώς όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας θα είναι αργή, προσεκτική, η ύφεση βαθιά και το τελικό αποτέλεσμα θα κριθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών χωρών, των ΗΠΑ και της Κίνας για τα ταξίδια που πέρυσι έφεραν στην Ελλάδα 32 εκατομμύρια τουρίστες (!), εκ των οποίων 6,3 εκατομμύρια στην Αθήνα. Κι αν, όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης, «κερδίσαμε το πρώτο στοίχημα», αυτό της προστασίας της υγείας και της ανθρώπινης ζωής ακριβώς γιατί στηρίχθηκε στους επιστήμονες του ΕΣΥ και στον καθηγητή Τσιόρδα, αν θέλει να προστατεύσει με την ίδια θέρμη την οικονομία, ήρθε η ώρα να αναζητήσει λύσεις και να επιλέξει ποιους θα κρατήσει, ποιους θα αφήσει…

Κι εγώ πιστεύω ακράδαντα «ζούμε, ήδη, αλλιώς…».