Πέντε θεσμικές παρεμβάσεις για τη στήριξη της ελληνικής βιομηχανίας με αντίστοιχη ποσοτική αποτίμηση του ευρύτερου αντίκτυπου από την υλοποίησή τους παρουσίασε σήμερα το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), στο πλαίσιο εκπόνησης μελέτης με τίτλο: «Στρατηγικές Παρεμβάσεις για την Ανάπτυξη της Βιομηχανίας: Ανάλυση Επιδράσεων και Πολιτικών». Η μελέτη πραγματοποιείται με την υποστήριξη της πρωτοβουλίας «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» και αναμένεται να ολοκληρωθεί στις αρχές του 2020.

Οι πέντε παρεμβάσεις οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας, έτσι ώστε να αξιοποιήσει πλήρως το δυναμικό της και να το διευρύνει, είναι οι εξής:

α) Εφαρμογή ταχύτερων αποσβέσεων στον μηχανολογικό εξοπλισμό

β) Μείωση μη μισθολογικού κόστους

γ) Μείωση ενεργειακού κόστους στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης

δ) Μείωση φορολογίας επιχειρήσεων

ε) Ενίσχυση χρηματοδότησης στη μεταποίηση

Σήμερα η συμμετοχή της μεταποίησης στο ΑΕΠ ανέρχεται στο 9,4% του ΑΕΠ και η Ελλάδα κατέχει το 2ο μικρότερο μερίδιο μεταξύ των 28 χωρών της ΕΕ.

ΒΑΣΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Τα βασικότερα σημεία που προκύπτουν από την ανάλυση είναι τα ακόλουθα:

Εφαρμογή ταχύτερων αποσβέσεων για επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό

             Η Ελλάδα έχει από τα δυσμενέστερα καθεστώτα φορολογικής αντιμετώπισης των αποσβέσεων επενδύσεων παγίου μηχανολογικού εξοπλισμού στην Ευρώπη, με σταθερό συντελεστεή απόσβεσης 10% ετησίως (απόσβεση σε 10 χρόνια), γεγονός ανασταλτικό για την πραγματοποίηση επενδύσεων. Μέχρι και το 2013, ίσχυε ευνοϊκότερο καθεστώς αποσβέσεων, το οποίο τροποποιήθηκε προς το χειρότερο μεσούσης της κρίσης.

             Η δυνατότητα ταχύτερης απόσβεσης των παγίων διευκολύνει τις επενδύσεις με τη μείωση του φορολογικού βάρους τα χρόνια πραγματοποίησης της επένδυσης. Η πρόσκαιρη μείωση αντισταθμίζεται στη συνέχεια με την αύξηση του φορολογικού βάρους (λόγω ταχύτερης εξάντλησης της αξίας προς απόσβεση), καθιστώντας το μέτρο καταρχήν μεσοπρόθεσμα ουδέτερο (χρονική μετάθεση φορολογίας). Οι ταχύτερες αποσβέσεις επιφέρουν κατά συνέπεια αύξηση ρευστότητας στις επιχειρήσεις, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες επενδύσεις.

             Στην κατεύθυνση της σύγκλισης με τα ισχύοντα σε άλλες χώρες, μελετώντας και συγκρίνοντας μεταξύ εναλλακτικών μεθόδων απόσβεσης παγίων περιουσιακών στοιχείων των επιχειρήσεων και της ισχύουσας μεθόδου απόσβεσης, προκύπτει ότι η εφαρμογή μίας μεθόδου φθινουσών αποσβέσεων με ετήσιο συντελεστή 48% επιφέρει κατά τα 3 πρώτα έτη:

o             Σωρευτική αύξηση ρευστότητας €675 εκατ. (με ισόποση προσωρινή μείωση των δημοσιονομικών εσόδων, στη συνέχεια το Δημόσιο ανακτά σταδιακά και πλήρως αυτή την αρχική μείωση εσόδων, χωρίς να συνυπολογιστούν οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις).

o             Νέες περισσότερες επενδύσεις της τάξης των €507 εκατ. στην υπόθεση ότι 75% της επιπλέον ρευστότητας κατευθύνεται σε νέες επενδύσεις στην τριετία.

o             Λαμβάνοντας υπόψη τις επιπλέον επενδύσεις προκύπτει ένα συνολικό δημοσιονομικό όφελος της τάξης των €222 εκατ. σωρευτικά στην πρώτη τριετία, ενίσχυση του ΑΕΠ κατά €840 εκατ., ενώ οι νέες θέσεις απασχόλησης (σε ανθρωποέτη) αγγίζουν τις 20,2 χιλιάδες στην τριετία.

Μη μισθολογικό κόστος

             Οι φόροι στην εργασία δημιουργούν στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας, τόσο στο σκέλος της προσφοράς, όσο και σε αυτό της ζήτησης. Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών μειώνει το κόστος εργασίας για τις επιχειρήσεις και τονώνει τη ζήτησή της, χωρίς να επηρεάζει το εισόδημα των εργαζομένων (και άρα την προσφορά εργασίας).

             Οι εισφορές εργοδοτών στην Ελλάδα είναι υψηλότερες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ και με τάση απόκλισης τα τελευταία χρόνια, πλήττοντας την ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών επιχειρήσεων που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και κυρίως εκείνων που είναι εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό και στις αγορές του κρίσιμου για την οικονομία μας τομέα των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών.

             Διερευνήθηκε η σχέση μεταξύ εργοδοτικών εισφορών και απασχόλησης στον κλάδο της Μεταποίησης, και προέκυψε ότι μία μείωση των εργοδοτικών εισφορών, ως ποσοστό του ακαθάριστου μισθού, κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες:

o             Θα οδηγήσει σε άμεση αύξηση του αριθμού των εργαζομένων κατά 3% ή 8.248 νέους εργαζόμενους.

o             Η αρχική μείωση στα έσοδα του Δημοσίου κατά €236,8 εκατ. από τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές εργοδοτών από ήδη απασχολούμενους περιορίζεται σε πρώτη ανάλυση σε €146,7 εκατ., λαμβάνοντας υπόψη τους φόρους και εισφορές από τους 8.248 νέους εργαζόμενους.

o             Επιπρόσθετα, η επακόλουθη τόνωση της ζήτησης, λόγω των εισοδημάτων των νέων εργαζομένων, θα έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του ΑΕΠ κατά €102 εκατ. και την περαιτέρω ενίσχυση της απασχόλησης κατά 2.281 εργαζόμενους, διαμορφώνοντας τη συνολική αύξησή τους σε 10,5 χιλ.

o             Συνυπολογίζοντας αυτές τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, το δημοσιονομικό κόστος τελικά περιορίζεται στα €120,4 εκατ.

Μείωση κόστους ενέργειας

             Η τιμή χονδρικής φορτίου βάσης στην Ελλάδα είναι διαχρονικά από 10 έως 40% πιο ακριβή σε σχέση με το μέσο όρο της Ευρώπης, ενώ η διαφορά για το 2ο τρίμηνο του 2019 ξεπέρασε το 50%.

             Το δεύτερο τρίμηνο του 2019 η Ελλάδα είχε την πιο ακριβή τιμή στην Ευρώπη, σχεδόν διπλάσια από τη πιο φτηνή τιμή στη Σουηδία.

             Η ενεργειακή ένταση της Μεταποίησης στην Ελλάδα (0,17 kTOE/€ εκατ. Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας) είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τον μέσο όρο στην ΕΕ-28 (0,11 kTOE/€ εκατ. Α.Π.Α.), αναδεικνύοντας τη σημασία της ενέργειας για τον κλάδο.

             Παράλληλα, η Μεταποίηση στην Ελλάδα έχει το 2ο μεγαλύτερο μερίδιο δαπάνης για ενεργειακά αγαθά στο συνολικό κόστος παραγωγής στην ΕΕ-28, ενώ ειδικότερα για τους κλάδους με υψηλή ενεργειακή ένταση η Ελλάδα έχει το 6ο μεγαλύτερο μερίδιο, το οποίο είναι 30% υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-28.

             Υποθέτοντας ότι  το ενεργειακό κόστος στους κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης της Μεταποίησης μειώνεται κατά 10%, προκύπτει ένα κόστος περίπου €115 εκατ., το οποίο όμως υπερκαλύπτεται από τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που τελικά συνεισφέρει στο ΑΕΠ €600 εκατ., στους φόρους και τις εισφορές €140 εκατ. και στην απασχόληση συνολικά στην οικονομία περί τις 12.000 θέσεις εργασίας.

Μείωση φορολογίας επιχειρήσεων

             Βάσει προσομοιώσεων με κατάλληλο μακροοικονομικό υπόδειγμα γενικής ισορροπίας, εκτιμάται ότι η μείωση του μέσου πραγματικού φορολογικού συντελεστή επί των κερδών των επιχειρήσεων στο επίπεδο του 20% θα επιφέρει ενίσχυση του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας κατά €1,5 δισεκ. σε βάθος πενταετίας και κατά €4 δισεκ. σε βάθος δεκαετίας.

             Με την υλοποίηση ενός τέτοιου μέτρου, αναμένεται ότι η απασχόληση στην χώρα θα ενισχυθεί με  11.400 νέες θέσεις εργασίας σε ορίζοντα πενταετίας, οι οποίες θα αυξηθούν σε 21.000 σε ορίζοντα δεκαετίας.

             Η ετήσια απώλεια δημοσιονομικών εσόδων από την φορολογία των επιχειρήσεων, λόγω του χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή επί των κερδών, αντισταθμίζεται κατά το ήμισυ σε ορίζοντα δεκαετίας από τα υψηλότερα δημοσιονομικά έσοδα στην φορολογία εισοδήματος και κατανάλωσης, λόγω της τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και κατ’ επέκτασιν των εισοδημάτων των νοικοκυριών.

Ενίσχυση επενδύσεων στην Μεταποίηση

             Το μερίδιο της Μεταποίησης στους πόρους του ΕΣΠΑ μειώθηκε από το επίπεδο του 32,6% το 2010 στο 8,8% το 2016.

             Αν το μερίδιο της Μεταποίησης επανέλθει στο επίπεδο του 2010 και παραμείνει σε αυτό το ύψος κατά την διάρκεια της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-2027, κάτι που ισοδυναμεί με ενίσχυση των μεταποιητικών επιχειρήσεων για τις επενδύσεις τους με €570 εκατ. κοινοτικών πόρων κατά μέσον όρο ετησίως, τότε οι επιδράσεις στην ελληνική οικονομία θα επιφέρουν:

o             Ενίσχυση του ετήσιου ΑΕΠ της χώρας με €555 εκατ.

o             Ενίσχυση της απασχόλησης με 14.700 νέες θέσεις εργασίας

o             Επιπρόσθετα ετήσια έσοδα του Δημοσίου από φόρους και εισφορές κοινωνικής ασφάλισης ύψους €150 εκατ., λόγω της τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Πρόκειται για την τρίτη στη σειρά μελέτη που εκπονεί το ΙΟΒΕ για την ελληνική μεταποιητική βιομηχανία. Η πρώτη μελέτη επικεντρώθηκε στο

πολαπλασσιαστικό αποτύπωμα της ελληνικής μεταποιητικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ και στην απασχόληση, ενώ στη δεύτερη έγινε καταγραφή των ζητημάτων που επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητά της.

Η παρούσα μελέτη που εκπονείται σε διαφορετικές συνθήκες λόγω της λήξης της περιόδου των Μνημονίων και της ισχυρής προτεραιότητας που έχουν πλέον τα ζητήματα αναπτυξιακού σχεδιασμού και ενίσχυσης των επενδύσεων, ποσοτικοποιεί την επίδραση μιας σειράς παρεμβάσεων για τη μεταποίηση, στο σύνολο της οικονομίας και στην απασχόληση.

Σ΄αυτήν ακριβώς τη θετική συμβολή αναφέρθηκε ο κ. Μιχάλης Στασινόπουλος, εκτελεστικό μέλος του ΔΣ της ΒΙΟΧΑΛΚΟ.  «Η παρούσα μελέτη έρχεται στην κατάλληλη στιγμή γιατί αποδεικνύει ότι πρέπει να προκρίνουμε παρεμβάσεις με  ισχυρό αναπτυξιακό αποτύπωμα εάν θέλουμε πραγματικά να πετύχουμε ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη που θα δημιουργήσει νέες ποιοτικές θέσεις εργασίας», τόνισε χαρακτηριστικά.

Στην τοποθέτηση του, ο κ. Νίκος Βέττας, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του ΟΠΑ, περιέγραψε τις ευκαιρίες που δημιουργούνται στο σημερινό περιβάλλον, όπως και την ανάγκη για δράσεις που θα εκμεταλλευθούν στον μέγιστο βαθμό τα όποια δημοσιονομικά περιθώρια για να ενισχυθούν οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Ειδικότερα, απαιτούνται πλέον σε εθνικό επίπεδο στοχευμένες πολιτικές για τη βιομηχανία στο ευρύτερο πλαίσιο ενίσχυσης της βιομηχανίας στην Ευρώπη.

Ο κ. Άγγελος Τσακανίκας, Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ και Επιστημονικός Σύμβουλος του ΙΟΒΕ, παρουσιάζοντας τη μελέτη επισήμανε την ανάγκη τεκμηριωμένων και κοστολογημένων διαρθρωτικών παρεμβάσεων που να αμβλύνουν τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η εγχώρια βιομηχανία και να στοχεύουν στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της στις διεθνείς αγορές.