Η Βουλή των Ελλήνων σήμερα θα προχωρήσει σε μια ενέργεια στην οποία θα συγκρούεται ο συμβολισμός με την πραγματική αποτελεσματικότητα με την έκβαση της σύγκρουσης να παραμένει αβέβαιη.

Με ένα ειδικό ψήφισμα, που θα επικυρωθεί ομόφωνα, όπως συνήθως συμβαίνει με τέτοιες «αυτονόητες» ενέργειες, η Βουλή θα επικυρώσει το πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής για τις Γερμανικές Οφειλές, στη βάση και άλλων πορισμάτων που έχουν υπάρξει όπως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και παράλληλα θα απαιτήσει από την κυβέρνηση  να προχωρήσει σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες.

Αυτό που όμως δεν είναι βέβαιο ότι θα συζητηθεί είναι το τι ακριβώς θα γίνει όντως στην πράξη και για ποιες ακριβώς διεκδικήσεις μιλάμε. Βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έρχονται εκλογές και ο Τσίπρας αναζητά απεγνωσμένα ένα αφήγημα.

Διεκδικήσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων

Το συνολικό ύψος των διεκδικήσεων, που πλέον θα έχουν και την τυπική επικύρωση ενός ψηφίσματος της Βουλής φαντάζει δυσθεώρητο.

Καταρχάς έχουμε τις διεκδικήσεις αποζημιώσεων για τον… Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που παρότι προσδιορίστηκαν δεν καταβλήθηκαν ποτέ εν συνόλω. Αυτές ανέρχονται σε  9.189.270.837 ευρώ.

Όσον αφορά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο προσδιορισμός του ΓΛΚ στη βάση της Συνδιάσκεψης των Παρισίων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι καθαρές απαιτήσεις της Ελλάδας από τη Γερμανία ανέρχονται στα 309.498.827.179,51 ευρώ. Σε αυτό τον προσδιορισμό δεν περιλαμβάνονται αρκετές από τις απαιτήσεις της Ελλάδας από τη Γερμανία, όπως για παράδειγμα το κατοχικό δάνειο.

Το ΓΛΚ επιχείρησε και μία εναλλακτική προσέγγιση του προσδιορισμού των απαιτήσεων δίνοντας έμφαση στη χρήση του αρχειακού υλικού, υπολογίζοντάς τις στα 171.442.057.838 ευρώ. Σε αυτό το ποσό προστίθεται η απαίτηση της Ελλάδας για το κατοχικό δάνειο που ανέρχεται στα 10.344.859.092 ευρώ, η απαίτηση για αποθετικές ζημίες που ανέρχεται στα 33.873.928.462 ευρώ κι η απαίτηση από μείωση παραγόμενου προϊόντος που ανέρχεται στα 53.886.160.462 ευρώ. Σε αυτή την περίπτωση η συνολική οφειλή ανέρχεται στα 269.547.005.854 ευρώ. Εδώ μπορούν να προστεθούν οι απαιτήσεις από απώλεια ανθρωπίνων ζωών ή αναπηριών μόνο από πολεμικές ενέργειες, οι οποίες υπολογίζονται συνολικά σε 22.120.000.000 ευρώ χωρίς τους τόκους, ενώ εάν περιληφθούν όλα τα θύματα της Κατοχής, δηλαδή και τους θανάτους από λιμό κι ασθένειες το ποσό ανέρχεται στα 107.268.000.000 ευρώ.

Το ηθικό ζήτημα και οι πραγματικοί όροι

Η αλήθεια είναι ότι στους πολέμους ο ηττημένος πληρώνει. Ακόμη και η Ελλάδα είχε αναλάβει το 1897 υποχρέωση να καταβάλλει αποζημίωση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Είναι κάτι που θεωρούμε ότι αποκαθιστά κατά κάποιον τρόπο την ηθική τάξη. Γι’ αυτό και υπάρχουν τόσο μεγάλες φορτίσεις γύρω από τέτοια θέματα.

Οι αποζημιώσεις που θα καλείτο να καταβάλει η μεταπολεμική Γερμανία ήταν τμήμα των αποφάσεων της Διάσκεψης του Πότσνταμ . Βέβαια, όταν συζητήθηκαν υπήρχε ταυτόχρονα και η βαριά κληρονομιά των αποζημιώσεων της Συνθήκης των Βερσαλλιών που είχαν θεωρηθεί ότι ήταν υπερβολικές και οδήγησαν στην αναζωπύρωση του πληγωμένου γερμανικού εθνικισμού και τελικά στην άνοδο του ναζισμού.

Στην πραγματικότητα οι Σύμμαχοι ήδη από τότε δεν ήθελαν να καταστρέψουν ξανά την γερμανική οικονομία και επιπλέον το πραγματικό κόστος του ναζισμού ήταν όντως ανυπολόγιστο και σίγουρα θα ήταν αδύνατο για την μεταπολεμική Γερμανία να το αποπληρώσει.

Από την άλλη μεριά, το διεθνές δίκαιο και αναγνωρίζει και προκρίνει τις αποζημιώσεις ως μέσο για να αποκαθίστανται αδικίες.

Στην περίπτωση των γερμανικών αποζημιώσεων οι αρχικές που είχαν υπολογιστεί από τη Διασυμμαχική Υπηρεσία Επανορθώσεων (IARA) ήταν χαμηλές σε σχέση με αυτά που ζητούσαν τα κράτη και για την Ελλάδα ιδιαίτερα χαμηλές. Από αυτές μόνο ένα μέρος δόθηκε από την IARA στην Ελλάδα με τη μορφή βοήθειας.

Αντίθετα, η Ελλάδα πήρε ένα μέρος των επανορθώσεων από την Ιταλία, σε χρήμα και είδος, ενώ μικρό μέρος πήρε ως αποζημίωση και από τη Βουλγαρία.

Εν τω μεταξύ η διαίρεση της Γερμανίας όπως και η βούληση των ΗΠΑ αλλά και των ευρωπαϊκών συμμάχων τους να στηρίξουν τη Δυτική Γερμανία, διαμόρφωσαν ένα καθεστώς όπου μετά την Διάσκεψη του Λονδίνου για το Γερμανικό Χρέος του 1953 εκτιμήθηκε ότι όσο είναι διαιρεμένη η Γερμανία δεν μπορεί να καταβάλει αποζημίωση.

Μόνο το 1961 θα δοθούν από τη Γερμανία 115 εκατομμύρια μάρκα για Έλληνες που  «υπέστησαν διωγμούς διά λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ή αντιθέσεως προς την εθνικοσοσιαλιστική κοσμοθεωρία».

Το θέμα θα ανοίξει ξανά μετά το 1989-90. Η επανένωση της Γερμανίας, τυπικά τουλάχιστον ξεπερνούσε το υποτιθέμενο πρόβλημα ότι η Δυτική Γερμανία δεν μπορούσε να θεωρηθεί μόνη της συνέχεια του Ράιχ. Όμως, με την υπογραφή της συμφωνίας 2+4 το 1990 ανάμεσα στις δύο Γερμανίες, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία και την ΕΣΣΔ, πλέον μπορούσαν να υπάρξουν ξανά διεκδικήσεις.

Οι δικαστικές αποφάσεις και η στάση των ελληνικών κυβερνήσεων

Μετά το 1990 θα υπάρξουν και στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες) μια σειρά δικαστικών διεκδικήσεων για τις επανορθώσεις. Όμως, οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις ακόμη και μετά το 1990 θεώρησαν ότι δεν υπήρχε πραγματικό περιθώριο διεκδίκησης και ότι πολύ πιο σημαντική η πολιτική συνεργασία με την Γερμανία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Συμβολική συμπύκνωση αυτής της «ισορροπίας» ανάμεσα σε ρητορική και πρακτική ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η απόφαση 137/97 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λειβαδιάς.

Θυμίζουμε ότι η απόφαση επιδίκασε αποζημιώσεις και φυσικά πρόσωπα και τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του γερμανικού δημοσίου. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την 11/2000 απόφαση απέρριψε την έφεση του γερμανικού δημοσίου και η απόφαση κατέστη αμετάκλητη και εκτελεστή.

Στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης τέθηκε θέμα κατάσχεσης του κτιρίου του Ινστιτούτου Γκαίτε που είναι περιουσία του γερμανικού δημοσίου. Όμως, το γερμανικό δημόσιο προσέφυγε εναντίον της επικαλούμενο ότι δεν είχε δοθεί η προβλεπόμενη από άρθρο 923 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας άδεια του ελληνικού υπουργείου Δικαιοσύνης μια που πρόκειται αναγκαστική εκτέλεση κατά αλλοδαπού δημοσίου.  Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή, αλλά το Εφετείο τη δέχτηκε.

Στην πραγματικότητα, είναι σαφές ότι καμιά κυβέρνηση δεν πήρε την ευθύνη να ενεργοποιήσει μια τέτοια διαδικασία που θα σηματοδοτούσε μια ευθεία σύγκρουση με τη Γερμανία.

Οι γερμανικές επανορθώσεις στην εποχή των Μνημονίων

Στην εποχή των μνημονίων το θέμα των επανορθώσεων επανήλθε στο προσκήνιο. Η αίσθηση ότι η χώρα μας καλείτο να πληρώσει, με όρους τιμωρητικούς ένα χρέος που υπερδιογκώθηκε και εξαιτίας των «προγραμμάτων διάσωσης» που μας επιβλήθηκαν, έκανε πολλούς να ξαναγυρίσουν στο θέμα αυτό.

Και αυτό γιατί μέσα σε μια κοινωνία που αναζητούσε διέξοδο ήταν λογικό να υπάρχουν αρκετοί που θεώρησαν ότι οι επανορθώσεις θα μπορούσαν να συμψηφιστούν με το ελληνικό χρέος και αυτό να ήταν η λύση.

Αυτό ενισχυόταν και από μία πεποίθηση ότι το θέμα ήταν κατά βάση νομικό και όχι πολιτικό και ότι το πρόβλημα ήταν ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν το διεκδικούσαν με τη ζέση που θα έπρεπε.

Ως αποτέλεσμα όλα τα κόμματα επισήμως είναι υπέρ της διεκδίκησης των επανορθώσεων – κάτι που αναμένεται να φανεί και στη συζήτηση στη Βουλή.

Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πρωτοστατήσει σε αυτές τις διεκδικήσεις σε όλη τη μνημονιακή περίοδο. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό μπορούσε να συνδυαστεί και με το διάχυτο λαϊκό αίσθημα ότι η Γερμανία είναι ο μεγάλος υπεύθυνος για τα μνημόνια και τη λιτότητα,

Όμως, προφανώς όσο οι ελληνικές κυβερνήσεις ήταν εξαρτημένες από τη θετική γνώμη της Γερμανίας για την εκταμίευση των δανειακών δόσεων, δύσκολα μπορούσαν να είναι πιο διεκδικητικές. Το θέμα το είχε αποτυπώσει κάποια στιγμή ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Χ. Αθανασίου: «Μη μου λέτε να σας πω τις προσωπικές μου απόψεις, γιατί οι προσωπικές μου απόψεις δεν θα διέφεραν πολύ από αυτές του κάθε Έλληνα πολίτη» είχε υποστηρίξει το 2013 ο κ. Αθανασίου που έκανε λόγο για ένα «πολύπλοκο θέμα» και ένα «σύνθετο ζήτημα», για να καταλήξει: «Όλοι γνωρίζουμε ότι το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων σαφώς έχει προεκτάσεις εξωτερικής πολιτικής, αλλά και διεθνών σχέσεων και οι πτυχές του πρέπει να αντιμετωπιστούν συνολικά και συστηματικά».

Όμως, τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να σηκώσει το θέμα ξανά, να δώσει την αίσθηση ότι διεκδικεί ξανά και ότι ενόψει εκλογών επιστρέφει στις αποφασιστικές διεκδικήσεις του 2010-2015 και την επιθυμία σύγκρουσης με το Βερολίνο.

Αυτό δεν σημαίνει ότι τα πράγματα θα είναι και τόσο εύκολα σε αυτή τη διεκδίκηση. Γιατί όση σημασία και εάν έχει μια χώρα να μην παραιτείται  από νόμιμες αι δίκαιες διεκδικήσεις, άλλο τόσο ισχύει ότι τα πράγματα είναι αρκετά πιο σύνθετα.

Δεν μιλάμε για κάτι που απλώς απαιτεί μια καλή νομική διεκδίκηση (έστω και εάν πτυχές του έχουν ισχυρή νομική βάση όπως π.χ. ό,τι αφορά το κατοχικό δάνειο), αλλά για ένα ζήτημα πολιτικών συσχετισμών. Και αυτοί στην Ευρώπη γενικά και στις ελληνογερμανικές σχέσεις ιδιαίτερα οι συσχετισμοί δεν είναι και τόσο ευνοϊκοί.