Η  ελληνική   κυβέρνηση  ανακοίνωσε  ότι  στην  πρώτη ευκαιρία  θα  φέρει  στη  βουλή μέσα στο 2018 ,  το θέμα  των γερμανικών αποζημιώσεων  του Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου.  Αλλά  κοντά  στις  πολεμικές  αποζημιώσεις είναι  και το κατοχικό δάνειο που  παραχωρήθηκε  από  τους  Έλληνες  στις τότε δυνάμεις κατοχής.  Το  θέμα  θα  το θίξει και  ο Πρόεδρος  Π . Παυλόπουλος στον  Γερμανό  Πρόεδρο,  που  αυτές τις  μέρες  επισκέπτεται  τη  χώρα  μας.

Η γερμανική  κυβέρνηση ,  όμως, αν  και το  θέμα συζητήθηκε   πολλές φορές   στη  γερμανική  βουλή    είναι  αμετάπειστη,   δεν  ακούει  τίποτε,   γιατί αν  ξεκινήσει  να  αποζημιώνει  τις  κατακτηθείσες  χώρες του  Β΄ Παγκοσμίου  Πολέμου,  τότε θα ανοίξουν  οι ασκοί του  Αιόλου , που  θα  ανατρέψουν  πολλά  πράγματα.  Μέσα στο 2018 η Πολωνία  ζήτησε  επίσης πολεμικές  αποζημιώσεις,  που    κινούνται στο   ένα τρισεκατομμύριο Ευρώ.

Ας  δούμε  όμως  το θέμα στις λεπτομέρειες  του :

(1). Χρόνια τώρα στην  πατρίδα μας  παίζει το θέμα  του κατοχικού δανείου προς τους Γερμανούς, 476  εκατομμυρίων γερμανικών ναζιστικών  Μάρκων.  Έχουν  ειπωθεί τόσα πολλά, ώστε    δημιουργήθηκαν στους Έλληνες  προσδοκίες, πως  θα μπορούσε  να καλυφθεί  όλο το δημόσιο χρέος, αν   καταφέρναμε  να  αναγκάσουμε τους  Γερμανούς  να μας επιστρέψουν αυτά   τα χρήματα,  που τους  δανείσαμε.

Προηγούμενες κυβερνήσεις,  όπως αποδεικνύεται, δούλεψαν  καλά. Δηλαδή, ανέθεσαν  σε  μια  ομάδα  του Νομικού Συμβουλίου του  Κράτους,  να εξετάσουν  νομικά  όλα  τα αρχεία,  που υπήρχαν  στην ΤτΕ   και  να   περιγράψουν  το γεγονός. Η  ομάδα αυτή  εργάστηκε  εντατικά για αρκετό χρονικό διάστημα  και στο τέλος συνέταξε  μια  έκθεση 75  σελίδων,  την οποία παρέδωσε στην κυβέρνηση, αλλά  όχι στη δημοσιότητα. Παράλληλα  οι κυβερνητικοί  ανέθεσαν στον κ. Παναγιώτη  Καρακούση, γενικό διευθυντή  του υπουργείου  οικονομικών,    να σχηματίσει  μια  ομάδα  από ειδικούς,  για να αποφανθεί  τι  ποσόν αντιστοιχεί σήμερα το δάνειο  εκείνο,  που δώσαμε στους δυνάστες  μας  κατά τη διάρκεια  της  ναζιστικής  κατοχής.

Η ομάδα  Καρακούση  ξετίναξε  για  πέντε μήνες  όλα τα αρχεία  της ΤτΕ  και υπολόγισε  και το τελευταίο γραμμάριο  καθαρού  χρυσού,  που μας  πήραν  οι   ναζιστές. Αυτό  ήταν 7.358, 0014   κιλά, το οποίο σήμερα αντιστοιχεί σε 235  εκατομμύρια Ευρώ.  Φεύγοντας  οι Γερμανοί  πήραν κοντά στα  άλλα  από την  ΤτΕ  και  τα υποκαταστήματά  της  634.962.691.995.162  τρισεκατομμύρια  δραχμές σε χαρτονομίσματα  και  νομίσματα,  που σήμερα υπολογίζονται σε 40 εκατομμύρια Ευρώ.

Τους Γερμανούς, που κατέλαβαν το 1941  την Ελλάδα,  ακολούθησαν,  ταυτόχρονα  σχεδόν,   οι Ιταλοί και  οι Βούλγαροι.  Συνέπεια  αυτού του γεγονότος  ήταν ότι  μοίρασαν  τη χώρα  σε  τρεις  ζώνες. Με  την εγκατάσταση  όμως των κατοχικών στρατευμάτων στην  Ελλάδα  οι Γερμανοί  απαίτησαν από την ελληνική  τότε  κυβέρνηση συνεργασίας, να καταβάλει μηνιαίως αρχικά 25  εκατομμύρια  γερμανικά  μάρκα,  που αντιστοιχούσαν σε 1,5  δισεκατομμύριο  δραχμές , για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής. Αυτή η απαίτηση, κατ’ αυτούς,  ήταν  και δίκαιη και συνηθισμένη,  γιατί από το 1899 μέχρι 1907 οι  Ευρωπαίοι  συζητούσαν   στη  Χάγη,  για  τους  κανόνες  του χερσαίου πολέμου,  ώστε είχε καθιερωθεί στο διεθνές δίκαιο   οι κατεχόμενες χώρες να  καταβάλουν τα  έξοδα  των στρατευμάτων κατοχής  (Frankfurter Allgemeine   Zeitung, S. 2,  16-3-15).

Έτσι, οι δυνάμεις κατοχής  έκαναν γνωστό στην κυβέρνηση της  Αθήνας,  ότι  έπρεπε να καταβάλει το προαναφερθέν ποσόν. Ο  τότε υπουργός των οικονομικών  Γκοτζαμάνης   αντέτεινε  ότι η Ελλάδα  ήταν μια «μικρή  και πτωχή  χώρα,  που δεν μπορούσε  να αντιμετωπίσει  αυτά  τα ποσά», αλλά  οι Ναζιστές   ήταν  αμετακίνητοι  (Σωτ. Γκοτζαμάνης, Κατοχικό Δάνειο & Δαπάναι  Κατοχής, Θες/νίκη 1954).  Εκτός  όμως αυτού, το  Μάρτιο  του 1942  οι Γερμανοί  γνωστοποίησαν  στην ελληνική κυβέρνηση  ότι  ήταν  υποχρεωμένη να δώσει ένα  δάνειο, το οποίο   οι κατακτητές  άντλησαν  μέχρι τον Απρίλιο του 1944.

Το  όλο θέμα  του κατοχικού δανείου των Ελλήνων  βρίσκεται στο  φάκελο   «R27320», 251  σελίδων, που  είναι   χαντακωμένος    στα   αρχεία του  γερμανικού  Υπουργείου Εξωτερικών.  Γι  αυτό το δάνειο  οι Γερμανοί λένε :  «Η   Ελλάδα  ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει  πλήρως  τα  έξοδα  των δυνάμεων κατοχής,  σύμφωνα με  τη γερμανο-ιταλική  συμφωνία  της  14 Μαρτίου  1942,  και  πως οι  Έλληνες υποχρεούνταν  να   διαθέσουν τις  δαπάνες συντήρησης  των στρατευμάτων κατοχής μέχρι το ύψος  που άντεχε η οικονομία της  χώρας. Το ποσό, που καθιερώθηκε  για τα  γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα,  ήταν 1,5  δισεκατομμύριο δραχμές,  το οποίο  από το Νοέμβριο του 1942  προσαρμόστηκε  στο  ποσοστό του τρέχοντος πληθωρισμού.  Η  μοιρασιά   του δανείου  μεταξύ  Γερμανών – Ιταλών, διήρκεσε  μέχρι το Σεπτέμβριο του 1943, που κράτησε  η κατοχή  της Ελλάδας από τους Ιταλούς  (Frankfurter Allgemeine   Zeitung, S. 2,  16-3-15).

Το  παράξενο  σε αυτήν  την υπόθεση   είναι  ότι  ο  εν λόγω  φάκελος,  που βρίσκεται στο υπουργείο εξωτερικών  έχει τίτλο «Sonderbevollmächtiger Südost»              (  περιφραστικά = Νοτιοανατολικός  Ιδιαίτερος  Πληρεξούσιος),  συντάχθηκε   όπως τονίζει  και ο Γερμανός δημοσιογράφος που έγραψε το άρθρο,  την εποχή ,  που η Γερμανία κατέρρεε  . Δηλαδή, στις 12  Απριλίου  του 1945, τέσσερις μέρες  προτού αρχίσει η  μεγάλη επίθεση των σοβιετικών   εναντίον  του Βερολίνου  και  18 μέρες  προ  της αυτοκτονίας  του Χίτλερ.  Και εδώ  τίθεται το ερώτημα   πώς δόθηκε   μια  τέτοια  εντολή στους   υπαλλήλους  του υπουργείου να ασχοληθούν με  αυτό το θέμα,  όταν η Γερμανία   καταποντιζόταν; Η απάντηση που παίρνει κανείς από  τον συντάκτη  του άρθρου της  εφημερίδας  είναι,  ότι διαβάζοντας  αυτό το μακροσκελές κείμενο,  διαπιστώνεται  πως  σκοπός  του  φακέλου  είναι μάλλον,   για  να μπορεί να χρησιμοποιηθεί αργότερα, μετά τον πόλεμο. Αυτή η παρατήρηση,  κάνει σαφές  ότι  οι Γερμανοί   έβλεπαν μέχρι το  τέλος του πολέμου αυτά τα καταβληθέντα  χρήματα  από  τους  Έλληνες, ως  δάνειο.  Άσχετα, τι  ισχυρίζεται σήμερα  η γερμανική κυβέρνηση, που θα αναφερθούμε  πιο κάτω.

Και  ο Καρκούσης  στην έκθεσή του τονίζει  ότι  «κανένας  λογικός  άνθρωπος  δεν μπορεί να αμφιβάλλει   ότι  αυτό  το δάνειο υπάρχει   και   η επιστροφή του   εκκρεμεί».

Πέραν τούτου όμως   οι  ναζιστές του   Χίτλερ   εισέπρατταν από τους  Έλληνες  όσα χρήματα  μπορούσαν,  τα  οποία  διέθεταν  για  τις  ανάγκες  των  γερμανικών στρατευμάτων  έξω από τα σύνορα  της  Ελλάδας.  Η δικαιολογία   που χρησιμοποιούσαν τότε , ήταν,   πως   όσα χρήματα  ξεπερνούσαν το κόστος συντήρησης  των  Γερμανών στην  Ελλάδα,  καταχωρούνταν,  ως  δάνειο.

Τα  ποσά ,  που έδιναν αναγκαστικά   οι Έλληνες, ήταν  πέρα από  τα    τροφεία  των  γερμανικών στρατευμάτων  και   ήταν υπέρογκα. Στο  πρώτο εξάμηνο του 1942  έφθασε  το ποσόν  αυτό στα 43,4 δισεκατομμύρια δραχμές.

Οι  Έλληνες  όμως  εκείνης της  εποχής  απαιτούσαν  επιστροφές  κάποιων ποσών,  που πήραν  από το Μάρτιο του 1943.  Αυτό το γεγονός από μόνο του πιστοποιεί  περίτρανα  ότι τα χρήματα που  έδινε  η Ελλάδα ήταν πράγματι  δάνειο.  Ο Γερμανο-Έλληνας  καθηγητής του  πανεπιστημίου της Αθήνας  κ. Φλάϊσερ,  που ασχολήθηκε  εντατικά με το θέμα, βρήκε, όπως αναφέρει το γερμανικό περιοδικό «Der  Spiegel» (Νούμερο 13 / 21-3-15, σελ. 28 -30),  «δυο  δωδεκάδες   εξοφλητικές  αποδείξεις».

Το  τελικό  αποτέλεσμα  της  ομάδας έρευνας του κ. Καρακούση  είναι  ότι η ελληνική    ΤτΕ  δάνεισε  στους  Γερμανούς 12,8 σημερινά  δισεκατομμύρια  δολάρια  ,  που τον Δεκέμβριο του 2014   αντιστοιχούσαν σε 11  δισεκατομμύρια  Ευρώ.

Το  ποσόν  αυτό,  όπως  διευκρινίστηκε από πολλές πλευρές,  δεν εμπίπτει   στις πολεμικές αποζημιώσεις,  γιατί   πρόκειται για μια  καθαρή εμπορική πράξη. Πέραν τούτου όμως  η  κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ   εκτίμησε  τα  ποσά των πολεμικών επανορθώσεων σε 287,7 δις Ευρώ.

Η στάση  της σημερινής  γερμανικής κυβέρνησης

(2). Η Ελλάδα   στον Β΄ Παγκόσμιο  Πόλεμο  δεν  κήρυξε  τον πόλεμο σε  κανέναν. Δέχθηκε   επίθεση   από την Ιταλία,  τη  Γερμανία  και τη Βουλγαρία,  ώστε  βρέθηκε  αμυνόμενη. Δηλαδή,  το ελληνικό  έθνος  διεξήγαγε  έναν  «δίκαιο   πόλεμο»,  όπου  μάτωσε  και βρέθηκε για  τέσσερα  χρόνια   σε κατοχή ξένων δυνάμεων. Οι   άνθρωποι,  που  έχασαν τη ζωή τους  ήταν χιλιάδες  και  οι καταστροφές  των υποδομών του κράτους  αμέτρητες.

Η ναζιστική  Γερμανία   παραδόθηκε, άνευ  όρων, στις 8/9 Μαΐου 1945, αλλά  ουσιαστικά ο πόλεμος  έκλεισε  οριστικά    στις  3  Οκτωβρίου  1990,  όταν  μπήκε  σε ισχύ η συμφωνία  των «2 συν 4»                     ( Δυτική  και Ανατολική  Γερμανία + Αμερική , Σοβιετική Ένωση, Αγγλία, Γαλλία)  και η ενωμένη  Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας  απέκτησε  πάλι την  αυτοκυριαρχία της  (Sovereignty).

Στις 17 Ιουλίου 1945  άρχισε   στο  Potsdam  της Γερμανίας  η σύνοδος των  τριών  νικητριών δυνάμεων (Αμερική, Σοβιετική  Ένωση,  Μεγάλη Βρετανία), οι  οποίες  έκριναν την τύχη της ηττημένης Γερμανίας,  που  τελείωσε στις  2  Αυγούστου του ίδιου έτους. Εκεί   ειπώθηκαν   και ρυθμίστηκαν πολλά, αλλά  δυο είναι τα σημεία,  που ενδιαφέρουν  την Ελλάδα : Πρώτον ότι  δεν υπεγράφη  κάποιο  «σύμφωνο  ειρήνης»  ,  όπως  εκείνο των Βερσαλλιών  μετά τον Α΄  Παγκόσμιο Πόλεμο  το 1918 στη Γαλλία . Αυτό το άφησαν οι σύμμαχοι  για το μέλλον. Και δεύτερον ότι  δε  ρυθμίστηκε  ουσιαστικά το θέμα τον  αποζημιώσεων  των χωρών, που κατάστρεψε  η ναζιστική Γερμανία.  Το μόνο  που συμφώνησαν οι σύμμαχοι  ήταν,  να  ξηλώσουν (Dismantling)  ό,τι   θεωρούσαν χρήσιμο από τις  γερμανικές ζώνες,  που  είχαν παραχωρηθεί σε κάθε μια από αυτές. Βέβαια,  τέθηκαν   και χρηματικές επανορθώσεις  προς   τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά  αυτές  ήταν μικρές και άλλου  χαρακτήρα, που ρυθμίστηκαν στην  σύνοδο του Παρισιού  στις 14 Ιανουαρίου 1946   (Pariser Reparationsabkommen), που μάλλον ήταν  για τα ανθρώπινα  θύματα του πολέμου.   Όλα τα άλλα θα ρυθμιζόταν μελλοντικά με το σύμφωνο ειρήνης που θα υπεγράφετο   με  τη Γερμανία.

Στις 27  Φεβρουάριο  του  1953   έλαβε   χώρα στο Λονδίνο  η σύνοδος Αμερικής   Αγγλίας ,  Γαλλίας  και  δυτικής Γερμανίας, προκειμένου  να ρυθμίσουν  τα εξωτερικά  γερμανικά χρέη (Abkommen über deutsche Auslandsschulden). Το «σύμφωνο αυτό, σχετικά , με  τα εξωτερικά  χρέη της  Γερμανίας»   προέβλεπε την  αντιμετώπιση χρεών του Α΄  Παγκ. Πολέμου, αλλά  και άλλων νέων των τριών συμμάχων. Το συμφωνηθέν ποσόν ανερχόταν  στα 13,73  δισεκατομμύρια  γερμ. Μάρκα    και αφορούσε  70 χώρες, από τις οποίες  21 παρουσιαζόταν  εκεί, ως συναλλασσόμενες.

Τα χρόνια πέρασαν,  εν αναμονή του συμφώνου ειρήνης. Παράλληλα  δημιουργήθηκαν δυο Γερμανίες, η πλούσια  μεγάλη δυτική και η μικρή  φτωχή ανατολική, οι οποίες  στις επερχόμενες δεκαετίες αποζημίωναν αδρά τις νικήτριες χώρες. Τελικά  το 1990   κατορθώθηκε  η  συμφωνία  των  2 + 4,   με την οποία  οι δυο Γερμανίες  ενώθηκαν.  Όμως  όπως ειπώθηκε επίσημα  αυτή  η συμφωνία  δεν  ήταν «σύμφωνο  ειρήνης»  κατά το διεθνές δίκαιο. Η ειρήνη λένε,  πως επετεύχθη    με  τη δημιουργία   των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ της  Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας  της Γερμανίας  και των άλλων ευρωπαϊκών κρατών μεμονωμένα  , μέσα  στο ΝΑΤΟ  και την Ε.Ε. Αυτή η ρύθμιση , ισχυρίζονται  οι Γερμανοί,   είναι σύμφωνη  με το διεθνές δίκαιο   και δεν περιλαμβάνει   επανορθώσεις                                   (Reparationen), ενώ το σύμφωνο ειρήνης  θα  έπρεπε να λάβει υπόψη του και αυτό το θέμα.  Αυτήν  την εξέλιξη   την επιδίωξε η Γερμανία, όχι χωρίς λόγο.

Οι επερωτήσεις στη γερμανική  βουλή

 

(3). Το   2010   και το 2013   το γερμανικό  κόμμα  των  Linken  της Γερμανίας (αριστεροί,  προέκταση του κομμουνιστικού κόμματος της ανατολ. Γερμανίας) έκανε   επερώτηση  στην  Bundestag  (Ομοσπονδιακή βουλή)  για την τύχη του κατοχικού δανείου, που πήραν τα ναζιστικά στρατεύματα από την Ελλάδα.  Η  πρώτη επίσημη  απάντηση, από τη μεριά  της  κυβέρνησης,  είχε  ως εξής :

«Η Γερμανία μετά το τέλος του Β΄  Παγκοσμ.  Πολέμου  έχει καταβάλει  στις  πληγείσες χώρες  μεγάλα  ποσά για επανορθώσεις,  σύμφωνα με το γενικό διεθνές δίκαιο,  που χρησιμοποιήθηκαν  για την αποζημίωση  των  υπηκόων τους. Με  αυτές  τις  επανορθώσεις   και άλλες  συνεισφορές  καλύφθηκε το  πολλαπλάσιο  του ποσού  των  20 δισεκατομμυρίων δολαρίων , που είχε προβλεφθεί   στην σύνοδο της Γιάλτας,  ως  αποζημιώσεις.  Πέραν τούτου,  επανορθώσεις,  60  χρόνια μετά τον πόλεμο , δεν υπάρχουν  στην πράξη του  διεθνούς δικαίου  και γι’ αυτό  θεωρούνται   ιδιαίτερη περίπτωση».

Στη  δεύτερη  ειπώθηκαν τα ακόλουθα : «Η συμφωνία  2 + 4 ισχύει πλήρως   και εμπεριέχει τη ρύθμιση των νομικών θεμάτων, που προκάλεσε ο πόλεμος. Από αυτό συνάγεται  ότι  στο θέμα  των επανορθώσεων   δεν υπάρχει  πλέον τίποτε προς  ρύθμιση».

Αντίθετα  οι  Linken    υποστήριξαν ότι  αφού στη συμφωνία αυτή δεν γίνεται λόγος για  επανορθώσεις,  τότε συνεχίζει να ισχύει το «σύμφωνο του Λονδίνου» του 1953,  που κατοχυρώνει αυτές τις  αξιώσεις.

Η   γερμανική  κυβέρνηση ανταπάντησε  πως  θεωρεί  ότι    «τα μέλη του ΟΑΣΕ , μεταξύ  αυτών κι η  Ελλάδα,  με την υπογραφή τους κάτω από  την «Χάρτα», αναγνώρισαν επίσημα τη  συμφωνία «2 + 4»   και τις συνέπειές της».

Όμως  επ’ αυτού οι Linken  αντέτειναν  πως  η αποδοχή της εν λόγω  συμφωνίας  έχει πολιτική  και όχι νομική ισχύ.   Ακόμη  επέμεναν και  είπαν  ότι το δάνειο δεν υπάγεται στις επανορθώσεις, αλλά πρόκειται για καθαρά  τραπεζική συναλλαγή. Αυτό το είχε αναγνωρίσει εξ άλλου και το Γ΄ Ράϊχ,  που περί τα τέλη του πολέμου είχε αρχίσει να αποπληρώνει το δάνειο.  Ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης απάντησε : «Το δάνειο ανήκει  τυπικά, δηλαδή, στο Πολεμικό Δίκαιο,  στη «μάζα»  των επανορθώσεων – ή πιο συγκεκριμένα, στους λογαριασμούς επιβάρυνσης (Anlastungskonten)  της κατεχόμενης χώρας, από το  οποίο χρηματοδοτούνται οι δυνάμεις κατοχής». (βλέπε  και  ΤΟ  ΒΗΜΑ, 9 /2/14, σελ. Α 17).

Τελικά  οι Γερμανοί  ισχυρίζονται  ότι τα χρήματα που πήραν από  την Ελλάδα , εν είδη δανείου,  δεν ήταν δάνειο, αλλά αποτελούσαν ουσιαστικά  «Tribut» ,  δηλαδή  φόρο,  όπως κατέβαλαν  οι  υποταγμένες   χώρες στους κατακτητές Ρωμαίους. Με  άλλα λόγια ήταν το χαράτσι, που έβαζαν οι Σουλτάνοι  στους κατακτημένους  ραγιάδες.

Συμπέρασμα : Οι Γερμανοί  δεν πρόκειται να συγκινηθούν   και αυτό το ξέρει καλά η ελληνική κυβέρνηση. Η  κίνηση αυτή  εντάσσεται  μάλλον   στα  πλαίσια της προεκλογικής πάλης  του   κυβερνώντος  κόμματος.

(Για  περισσότερα,  βλέπε Θ. Αυγερινός,  Ο κατάσκοπος  του Β΄  Παγκοσμίου Πολέμου, Θεσσαλονίκη 2018)

Ο Θ. Αυγερινός είναι Συντ . καθηγ.  πανεπ. Θεσσαλίας