Στη Γερμανία η οικονομία αναπτύσσεται και η ανεργία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Η Ευρώπη και ο κόσμος τη θεωρεί χώρα της ευημερίας, του πλούτου και της ποιότητας ζωής. Υπάρχουν καλές προοπτικές απασχόλησης, καθαρό περιβάλλον, χαμηλά ποσοστά εγκληματικότητας, πολύς ελεύθερος χρόνος, πολιτιστικά αξιοθέατα, καλές συγκοινωνίες και υποδομές και όμως, οι νεαροί Γερμανοί είναι απαισιόδοξοι για το μέλλον τους. Τι είναι αυτό που δεν τους αρέσει; Την απάντηση στο ερώτημα επιχειρεί να δώσει ρεπορτάζ του BBC Capital που υπογραμμίζει ότι κάτω από το επίστρωμα ευημερίας των Γερμανών υπάρχουν ζητήματα που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή νεολαία.
Ο Πίτερ Μάτουσεκ, επικεφαλής πολιτικός αναλυτής στο γερμανικό ινστιτούτο δημοσκοπήσεων Forsa, αναφέρει ότι ενώ οι Γερμανοί τείνουν να είναι ικανοποιημένοι με τη ζωή τους, αισθάνονται λιγότερο ευχαριστημένοι από την κατεύθυνση που ακολουθεί η χώρα. Πρόσφατη έρευνα της εταιρείας Forsa για τον γερμανικό ραδιοτηλεοπτικό οργανισμό RTL αναφέρει ότι ενώ το 81% του πληθυσμού είναι πολύ ικανοποιημένο από την προσωπική οικονομική του κατάσταση, το ποσοστό πέφτει όταν το ερώτημα εστιάζει στην πορεία της χώρας. Το 71% δηλώνει ευχαριστημένο με τον τρόπο που πρέπει να λειτουργεί το πολιτικό σύστημα, όμως μόνο το 14% είναι ικανοποιημένο από το πώς τελικά λειτουργεί.
Σε ό,τι αφορά την οικονομία, οι αντιλήψεις μετατοπίστηκαν έντονα κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους. Τον περασμένο Ιανουάριο οι Γερμανοί ήταν μοιρασμένοι ως προς το πώς έβλεπαν την πορεία (βελτίωση ή επιδείνωση) της οικονομίας. Από το καλοκαίρι ωστόσο, σημειώθηκε μια μετατόπιση σχεδόν 20% προς το «στρατόπεδο» της απαισιοδοξίας.

Κυριαρχεί η απαισιοδοξία

Εκ πρώτης κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η τάση αυτή εντοπίζεται περισσότερο σε μεγαλύτερες ηλικίες Γερμανών. Φαίνεται όμως ότι συναντάται πλέον συχνότερα στις νεότερες γενιές, με τα στοιχεία να δείχνουν ότι οι νέοι αισθάνονται πως τα προβλήματα των γονέων και των παππούδων τους τούς «τραβάνε» προς τα κάτω και ότι το πολιτικό τους μέλλον έχει καθοριστεί από μια παλαιότερη γενιά.
Το καλοκαίρι που πέρασε η απαισιοδοξία κυριάρχησε σε πολλά ζητήματα, από τις εκτεταμένες διαμαρτυρίες ακροδεξιών κατά των μεταναστών στους δρόμους του Κέμνιτς στη Σαξονία, τα γκρίζα σενάρια – με φόντο το κύμα καύσωνα – για την αρνητική επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη χώρα, αλλά και το ποδόσφαιρο μετά την αποτυχία της εθνικής ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο (έπειτα από ρατσιστικές επιθέσεις σε βάρος του αποχώρησε από την ομάδα ο τουρκικής καταγωγής ποδοσφαιριστής Μεσούτ Οζίλ αναφέροντας ότι «στα μάτια του προέδρου της γερμανικής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και των βοηθών του είμαι Γερμανός όταν κερδίζουμε και μετανάστης όταν χάνουμε»).
Το περιοδικό «Der Spiegel» κυκλοφόρησε με ένα αμφιλεγόμενο εξώφυλλο υπό τον τίτλο: «Κάποτε ήταν μια ισχυρή χώρα» (Es war einmal ein starkes Land) και σχολίαζε ότι «οι κρίσεις στην πολιτική, στην οικονομία και στον αθλητισμό είναι αποτέλεσμα του εφησυχασμού».
Μολονότι το ευρύτερο αρνητικό κλίμα μοιάζει με καταιγίδα μέσα σε φλιτζάνι τσαγιού, αρκεί να συζητήσει κανείς με νέους Γερμανούς για να επιβεβαιώσει ότι το αίσθημα απαισιοδοξίας τείνει να γίνει φαινόμενο.

Η άνοδος της Ακροδεξιάς

Μια μεγάλη μερίδα νέων το αποδίδει στην άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD). Πολλοί δηλαδή θεωρούν ότι αντιπροσωπεύει μια κρίση του τρόπου με τον οποίο η Γερμανία αντιμετωπίζει πλέον την πολιτική και τις πολιτικές και υποστηρίζουν ότι η αυξανόμενη επιρροή του ακροδεξιού λαϊκισμού συνεπάγεται την κυριαρχία στον δημόσιο διάλογο (πολιτική και μέσα ενημέρωσης) ολοένα και περισσότερων θεμάτων εμποτισμένων με μίσος.
Ο Γιούλε Λέου, ένας 24χρονος φοιτητής στο Βερολίνο, αναφέρει ότι το Κέμνιτς ήταν μια θλιβερή υπενθύμιση πως η Γερμανία δεν έμαθε αρκετά από την ιστορία της: «Σχεδόν σε όλη μου τη ζωή πίστευα με όσα διαβάσαμε και μάθαμε στα σχολεία – για τον γερμανικό εθνικισμό και την ιστορία του περασμένου αιώνα – ότι αφήσαμε πίσω το παρελθόν, αποτινάξαμε τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Η πραγματικότητα όμως απέδειξε το αντίθετο».
«Αυτό που συνέβη στο Κέμντις μπορεί να μοιάζει με ένα μεμονωμένο γεγονός», συνεχίζει ο Λέου, «αλλά είναι απόδειξη ότι παρόμοια γεγονότα θα μπορούσαν να επαναληφθούν και σε άλλα μέρη στη χώρα, αν δεν αλλάξει η ρητορική».

Οι παλαιότερες γενιές

Υπάρχει επίσης μια αίσθηση, ακόμη και αν τα πράγματα πάνε καλά τώρα, ότι η Γερμανία βρίσκεται στο κατώφλι μεγαλύτερων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Με άλλα λόγια, πολλοί νέοι Γερμανοί μπορεί να αισθάνονται ότι είναι σε καλή θέση σήμερα, αλλά φοβούνται ότι αυτό δεν θα συνεχίσει να συμβαίνει στο μέλλον.
Σε σχέση με άλλους συνομηλίκους τους σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα πράγματα πάνε καλά φαινομενικά για τους νέους Γερμανούς. Η ανεργία των νέων φθάνει μόνο στο 6,4% (πολύ χαμηλότερη από άλλες χώρες της ΕΕ όπως η Ιταλία ή η Ελλάδα), υπάρχει ωστόσο μια επίμονη αίσθηση ότι η παλαιότερη γενιά δεν επικεντρώνεται σε ζητήματα που αφορούν τους νέους αλλά και πως το κράτος δεν επενδύει αρκετά στην εκπαίδευση, στις υποδομές και στο μέλλον.
«Οι πολιτικές που έχουμε εδώ στη Γερμανία προορίζονται περισσότερο για τους μεσήλικες, τους λεγόμενους baby boomers, και όχι για τη νεότερη γενιά» αναφέρει ο Ααρόν Χίντζε, ένας 24χρονος εργαζόμενος στον τομέα της υγείας στο Βερολίνο. «Βλέπεις μπροστά και αναρωτιέσαι: ποιος θα πληρώνει τη συνταξιοδότησή μου όταν γεράσω; Κανείς».