Το αποτέλεσμα των βρετανικών εκλογών έχει ήδη κριθεί για πολλούς και το ζητούμενο είναι αν η Μέι κατορθώσει να σπάσει το ρεκόρ της Θάτσερ σε αριθμό βουλευτών και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αν όμως το αποτέλεσμα των εκλογών είναι ήδη προδιαγεγραμμένο, τότε ποιο είναι το ενδιαφέρον τους; Η σημασία αυτών των κοινοβουλευτικών εκλογών έγκειται στο ότι εξελίσσονται σε προεδρικές. Παρά το γεγονός ότι τα δύο μεγάλα κόμματα (Συντηρητικό και Εργατικό) έχουν τόσο διαμετρικά αντίθετες πολιτικές, η προσοχή επικεντρώνεται σε θέματα ισχυρής ηγεσίας και προσωπικότητας. Αντί να συζητούνται οι πολιτικές, κρίνονται τα χαρίσματα των κομματικών ηγετών.
Η Μέι παρουσιάζεται ως ηγετική προσωπικότητα, με αποφασιστικότητα και σθένος έναντι της ΕΕ, ενώ ο Κόρμπιν ως ένας παρωχημένος ιδεαλιστής με αγνές προθέσεις αλλά ανέφικτες προτάσεις. Το νηφάλιο πάθος του δεν ταιριάζει σε ηγέτες και η επερχόμενη αποτυχία του παραλληλίζεται με εκείνη του επίσης αντι-ηγετικού Μάικλ Φουτ το 1983. Αν όμως ο Κόρμπιν θεωρείται ανίκανος να ηγηθεί και να κυβερνήσει αποτελεσματικά τη χώρα, η Μέι με τα υποτιθέμενα ακαταμάχητα ηγετικά της χαρίσματα αρνείται να συμμετάσχει σε προεκλογικό ντιμπέιτ και να επιβεβαιώσει έτσι την ηγετική υπεροχή της. Στις εκλογές δεν κρίνονται πολιτικά προγράμματα αλλά το ηγετικό ταλέντο και τούτο εξηγεί γιατί στην προεκλογική εκστρατεία προβάλλεται η Μέι ως πρόσωπο και όχι το κόμμα της.
Ο Κλέμεντ Ατλι και η Μάργκαρετ Θάτσερ θεωρήθηκαν οι καλύτεροι πρωθυπουργοί της Βρετανίας στον εικοστό αιώνα. Ο Ατλι, δημιουργός του εθνικού συστήματος Υγείας, μπορεί να μην ήταν ένας τόσο χαρισματικός ηγέτης, αλλά ηγήθηκε του Εργατικού Κόμματος για 20 χρόνια και μιας κυβέρνησης (1945-1951) που άλλαξε τη Βρετανία, όπως και αυτή της Θάτσερ (1979-1990), που ανέτρεψε την κοινωνική πολιτική του πρώτου και είχε συχνά συγκρουσιακές σχέσεις με τους συνεργάτες της. Αντιπροσωπεύοντας δύο διαφορετικά στυλ διακυβέρνησης (το συλλογικό και το αυταρχικό), οι δύο περιπτώσεις δείχνουν ότι δεν είναι μόνο οι ισχυροί ηγέτες που αλλάζουν μια χώρα αλλά και οι σταθερές συλλογικές κυβερνήσεις. Σήμερα όμως κυριαρχεί η ιδεοληψία του ισχυρού και αποφασιστικού ηγέτη, μια ιδεοληψία που καταβαράθρωσε την υστεροφημία τού όντως χαρισματικού Τόνι Μπλερ, λόγω της μονομερούς απόφασής του να συμμετάσχει στον πόλεμο του Ιράκ.
Ο μύθος του ισχυρού ηγέτη εκτοπίζει και υπερβαίνει τις πολιτικές. Τι εννοούν όμως όσοι μιλούν για «ισχυρό ηγέτη» (strong leader) ή «ισχυρή και σταθερή ηγεσία» (strong and stable leadership) που επαναλαμβάνεται συχνά στην προεκλογική εκστρατεία; Η ικανότητα του εκάστοτε πρωθυπουργού να λαμβάνει αποφάσεις και να επιβάλλεται, υποβαθμίζοντας τη σημασία του υπουργικού συμβουλίου ή της αντιπολίτευσης; Ποια είναι ακριβώς τα γνωρίσματα ενός ισχυρού ηγέτη ή πόσο διακριτά είναι τα όρια μεταξύ ηγετικής αύρας και αυταρχικής εμμονής; Μπορεί σε λαϊκιστικά καθεστώτα να προβάλλονται η χαρισματικότητα και η δημοφιλία του ηγέτη, στις βρετανικές εκλογές, χωρίς να παραβλέπεται η επικοινωνία με το εκλογικό σώμα, τονίζονται η στιβαρότητα, η αποφασιστικότητα και η εμπιστοσύνη. Ενα είδος προσωπικού συμβολαίου με τον λαό.
Μια τέτοια προσωποποίηση της εξουσίας είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία, γιατί η προσδοκία του ηγέτη-μεσία εύκολα μετατρέπεται σε απογοήτευση και απαξίωση της πολιτικής εν συνόλω. Μεταξύ λαϊκιστών και αυταρχικών ηγετών, φαίνεται να αναδύεται το υβριδικό πρότυπο του δημοκρατικά εκλεγμένου αλλά ισχυρού ηγέτη, που δανείζεται και συναιρεί στοιχεία από τους άλλους δύο. Οχι ότι οι ηγέτες δεν χρειάζονται, αλλά πρέπει να σταθούμε επιφυλακτικοί απέναντι στην ιδεοληψία περί ισχυρών ηγετών, γιατί η έννοια του «ισχυρού» είναι ασαφής και αμφιλεγόμενη. Οπως οι γαλλικές, έτσι και οι βρετανικές εκλογές μάς υπενθυμίζουν ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται πια από ιδεολογίες, ταξικές καταβολές ή προγράμματα, αλλά από πρόσωπα, προειδοποιώντας μας συνάμα ότι η εκλογική διαδικασία και η καλή διακυβέρνηση είναι ανάγκη να θωρακιστούν, όσο είναι εφικτό, από αυτή την ηγετομανία.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ