Μισόν αιώνα μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967 οι μνήμες του εξακολουθούν να μας καταδιώκουν. Οι εμπειρίες των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που διώχθηκαν, εκτοπίστηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους δεν είναι ποτέ δυνατόν να απαλειφθούν. Και η φρικτή εικόνα των αρμάτων μάχης στην πλατεία του Συντάγματος είναι πάντα ζωντανή σε όσους την έζησαν από κοντά. Ακόμα και για τους νεότερους που δεν τη βίωσαν, η «επανάσταση» της 21ης Απριλίου ενεργοποιεί διάχυτα αρνητικά αισθήματα αποδοκιμασίας ή απέχθειας. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμα και σήμερα, στον καθημερινό λόγο το απριλιανό καθεστώς δεν ονομάζεται πραξικόπημα, δικτατορία ή εκτροπή. Η γλώσσα μας πάει αυτόματα στο ξενόφερτο σημαίνον «χούντα» που παραπέμπει σε ένα συμβάν ανοίκειο και ακατονόμαστο, κάτι που βρίσκεται εκτός πάσης ιστορικής λογικής και δεν μπορεί ποτέ πια να συμβεί. Και αυτό το «αδύνατον» δεν είναι άλλο από την κατάλυση της δημοκρατίας.
Το καίριο ερώτημα
Με αυτήν την έννοια, αναφερόμενοι στη Χούντα, μιλάμε κατ’ αντιδιαστολών και για το ιστορικό και νοηματικό της αντίθετο, τη δημοκρατία, τη θεμελιώδη ιδέα γύρω από την οποία οργανώνουμε τους όρους της κοινής μας συμβίωσης, αυτό δηλαδή που ονομάζουμε «πολίτευμα». Οπως όμως διδάσκει η Ιστορία, οι ιδέες δεν μπορεί να έχουν σταθερό περιεχόμενο. Και αυτό ισχύει πρωτίστως για τις «μεγάλες» ιδέες, την ελευθερία, την ισότητα, την αλληλεγγύη και, προφανώς, για τη μεγαλύτερη από όλες, τη δημοκρατία. Επειδή ακριβώς οι αφετηριακές κανονιστικές καταβολές μιας κοινωνίας οφείλουν να εμφανίζονται αδιαπραγμάτευτες και επειδή δεν «επιτρέπεται» να απαλειφθούν από το καθημερινό μας αξιακό λεξιλόγιο, τείνουν να εκτίθενται στις υπόγειες διαβρωτικές επενέργειες της πονηρής συγκυρίας και στη σιωπηρή πίεση να επανανοηματοδοτούνται προσαρμοζόμενες αδιάκοπα στις νέες ανάγκες και στα νέα δεδομένα.
Ετσι, ανεξάρτητα από το τι ήταν πράγματι το καθεστώς των συνταγματαρχών –ζήτημα που ανήκει στην αρμοδιότητα των ιστορικών –η τρέχουσα «ανάγνωση» των όρων της πολιτειακής του απαξίωσης είναι αναπόσπαστη από τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται η ύπατη πολιτειακή αξιακή προσβολή. Το ερώτημα της ιστορικής σχέσης ανάμεσα στη δικτατορία και στο πολιτειακό σύστημα που ανέτρεψε και αντικατέστησε είναι συνεπώς καίριο. Η διαδικασία της «ανατροπής» παραπέμπει ταυτοχρόνως τόσο στον ανατροπέα όσο και στον ανατρεπόμενο. Ακόμη και αναδρομικά, αυτά που έγιναν δεν μπορεί να ερμηνεύονται άλλοις παρά σε συνάρτηση με εκείνα που είχαν προηγηθεί.

Συνέχεια ή ρήξη
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η έλευση της Χούντας ερμηνεύθηκε είτε ως ιστορική «ασυνέχεια» είτε ως ιστορική «συνέχεια» και ρήξη είτε ως αδόκητη ανατροπή ενός υφιστάμενου καταξιωμένου δημοκρατικού καθεστώτος είτε ως «απλή» (ή ίσως και νομοτελειακή) εξέλιξη και μετουσίωση μιας προϋπάρχουσας αυταρχικής ψευδοδημοκρατίας. Και στο σημείο αυτό, μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε δύο διαμετρικά αντιτιθέμενες εκδοχές. Σύμφωνα με μια πρώτη και κυρίαρχη ως πρόσφατα προσέγγιση, η ρήξη την οποία συνεπέφερε το στρατιωτικό πραξικόπημα υπήρξε απλώς φαινομενική. Η Χούντα επεδίωξε και επέτυχε τη συνέχιση, τη συντήρηση και την αναπαραγωγή ενός ήδη εμπεδωμένου αντιδημοκρατικού καθεστώτος. Με αυτήν την έννοια λοιπόν, η ιστορική ιδιαιτερότητά της δεν προκύπτει τόσο από αυτά που «έγιναν» όσο από τα ιστορικά «ενδεχόμενα» που μέσα στην καυτή συγκυρία της άνοιξης του 1967 δεν έπρεπε να «γίνουν»: oι επικείμενες εκλογές δεν «έπρεπε» σε καμία περίπτωση να διεξαχθούν, η πολιτική και πολιτιστική άνοιξη των ετών 1961 – 1965 «έπρεπε» να καταπνιγεί, τα ρήγματα που άνοιξαν με τον ανένδοτο «έπρεπε» να καλυφθούν. Στο πλαίσιο της έκτακτης αυτής συγκυρίας, το καθεστώς, και μαζί του το έθνος, έπρεπε να σωθεί όχι όμως τόσο για χάρη μιας υφιστάμενης ελλιπούς οιονεί δημοκρατίας όσο ενάντια στη σοβούσα απειλή μιας επερχομένης πλήρους πραγματικής δημοκρατίας.
Η εκδοχή αυτή αντιστοιχεί απολύτως στην άμεση εμπειρία όσων έζησαν τα γεγονότα. Ολοι γνωρίζαμε τότε πως το κύριο διακύβευμα αναφερόταν στη συντήρηση του πλέγματος πολιτικής ισχύος που εκφραζόταν από το τρίπτυχο ανάκτορα, στρατός και ΗΠΑ. Και αυτό ισχύει για όλους τους οπωσδήποτε ενεχομένους στην ανατροπή. Τόσο η «μεγάλη χούντα των στρατηγών» (Σπαντιδάκης) που προετοίμαζε το δικό της «αξιοπρεπές» πραξικόπημα όσο και η κατ’ επίφασιν «ριζοσπαστικότερη» «μικρή χούντα των συνταγματαρχών» (Παπαδόπουλος) που ανέλαβε την υλοποίησή του για δικό της λογαριασμό στόχευαν στη ματαίωση του κύματος εκδημοκρατισμού που είχε αρχίσει με τον «ανένδοτο», είχε προσωρινώς ανακοπεί με τα γεγονότα του ’65 και απειλούσε να αποκτήσει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στο άμεσο μέλλον. Είναι γεγονός ότι στο μέτρο που οι τάσεις αυτές δεν φαίνονταν πια δυνατόν να αναστραφούν μέσω νέων «αποστασιών» ή εσωτερικών ανακατατάξεων του πολιτικού προσωπικού, η κατεστημένη εξουσία βρισκόταν σε «κατάσταση ανάγκης».
Οι αδόκητες συνέπειες
Πράγματι, η πλειοψηφία του λαού φαινόταν να έχει απαλλαγεί από τη βαρεία ιδεολογική κληρονομιά του Εμφυλίου. Εφεξής, μια νεοπαγής πλειοψηφική πολιτική και ταξική συμμαχία ανάμεσα στην ΕΔΑ και στη ριζοσπαστικοποιημένη Ενωση Κέντρου έμοιαζε αναπόφευκτη. Διαθέτοντας λοιπόν πάντα το μονοπώλιο της υλικής βίας, η εξουσία αντιμετώπιζε το πρωτόγνωρο στρατηγικό δίλημμα είτε να στέρξει στην επικείμενη ιστορική αποδυνάμωση των προνομιών της είτε να παρέμβει βιαίως. Η απόληξη ήταν ίσως νομοτελειακά αναπόφευκτη. Εστω διστακτικά, έστω με οπισθοβουλίες, έστω με τακτικές παλινωδίες (που εκφράστηκαν με το βασιλικό αντιπραξικόπημα λίγους μήνες αργότερα) η κατεστημένη εξουσία δεν είχε άλλη «λύση» από το να αντιτάξει τα τανκς της ενάντια στη σοβούσα «δημοκρατική απειλή».
Eκ των υστέρων βεβαίως οι συνέπειες αυτής της επιλογής υπήρξαν εν πολλοίς αδόκητες. Ειρωνικά, η ενότητα της «ευπρεπούς» εθνικόφρονος παράταξης που αντλούσε τον αυτοσεβασμό της από την (εν πολλοίς υποκριτική) τήρηση των ξεπερασμένων προσχημάτων φαινόταν πια να πνέει τα λοίσθια. Ηδη από την πρώτη ημέρα είχαν δημιουργηθεί προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός ευρύτατου δημοκρατικού αντιδικτατορικού μετώπου που, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Δεκεμβρίου 1967, έμελλε να συμπεριλάβει ακόμη και τους μοναρχικούς. Ανοίγοντας πια τον δρόμο για μιαν ευρεία εθνική δημοκρατική συμφιλίωση, σχεδόν ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος συντασσόταν εφεξής με την ανάγκη άμεσης εγκαθίδρυσης ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού καθεστώτος, δίχως αποκλεισμούς και δίχως περιορισμούς. Ηδη λοιπόν από το 1967 το δημοκρατικό ιδεώδες αναδεικνυόταν στη μόνη απαρέγκλιτη ιδεολογική και πολιτική αξία. Ακόμη και αν η πλήρης και ανόθευτη δημοκρατία δεν εγκαθιδρύθηκε παρά με τη Μεταπολίτευση του 1974, η σφυρηλάτηση μιας πάνδημης πλέον δημοκρατικής συναίνεσης υπήρξε το αθέλητο αποτέλεσμα του χουντικού πραξικοπήματος.
Αυτή ακριβώς υπήρξε η κρατούσα ανάγνωση ως πρόσφατα. Τα τελευταία όμως χρόνια η προσέγγιση αυτή έχει αρχίσει να μετατοπίζεται. Μολονότι η Χούντα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο ανεπιφύλακτης πολιτικής απαξίωσης, τα γεγονότα του 1967 τείνουν πλέον να φωτίζονται από διαφορετική οπτική γωνία. Η Χούντα δεν αντιμετωπίζεται πια τόσο ως συνέχεια και ιστορική απόληξη ενός αντιδημοκρατικού καθεστώτος που είχε απολέσει την ιστορική του δυναμική, αλλά ως μια πρωτογενής κατάλυση μιας τυπικά λειτουργούσας δημοκρατίας. Η ελλιπής (η «καχεκτική», σύμφωνα με τον Ηλία Νικολακόπουλο) δημοκρατία των ετών 1950 – 1967 αντιμετωπίζεται πια με αποστασιοποιημένη ιστορική επιείκεια. Αντίθετα με τον παπαδοπουλικό «γύψο» που αποδοκιμάζεται ανεπιφύλακτα, το ψευδοδημοκρατικό μετεμφυλιακό καθεστώς των εκτάκτων μέτρων, της θεσμοποιημένης μισαλλοδοξίας, της απροκάλυπτης παραεξουσίας και των «δισυπόστατων ελευθεριών» (σύμφωνα με την προσφυή διατύπωση του Νίκου Αλιβιζάτου) προσλαμβάνεται αναδρομικά ως πολιτειακώς αναπόφευκτο ή ακόμη και ιστορικώς αναγκαίο. Με αποτέλεσμα η Χούντα να τείνει πλέον να αντιμετωπίζεται ως απλή ιστορική παρένθεση ολοκληρωτισμού ανάμεσα σε δύο «κανονικές» δημοκρατικές περιόδους.
Η βαθμιαία ολίσθηση του τρόπου ανάγνωσης της πρόσφατης ιστορίας μας δεν μπορεί να είναι τυχαία. Και οι λόγοι είναι προφανώς πολλαπλοί. Από τη μια μεριά, η ίδια η πάροδος του χρόνου αμβλύνει τις αναμνήσεις μιας εποχής που σε κάθε περίπτωση χαρακτηριζόταν από μια προοδευτική απομείωση των αυθαίρετων αντιδημοκρατικών παρεμβάσεων. Από την άλλη, πρέπει να ληφθεί ίσως υπ’ όψιν ότι το σύνολο του προδικτατορικού πολιτικού προσωπικού έχει πια ανεπιφύλακτα προσχωρήσει στο δημοκρατικό στρατόπεδο. Η ιδεολογική αντιπαράθεση δημοκρατίας και αυταρχισμού μοιάζει πλέον να έχει εντελώς ξεχαστεί.
Δύο διακριτές συνιστώσες
Υπάρχουν όμως και άλλοι βαθύτεροι λόγοι που ανάγονται σε ευρύτερες ιδεολογικές μεταλλαγές. Πράγματι τα τελευταία χρόνια, και κυρίως από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση, παρατηρούμε μια συστηματική ολίσθηση της πρόσληψης της δημοκρατίας. Ολο και περισσότερο το δημοκρατικό πολίτευμα φαίνεται να αποσυντίθεται σε δύο διακριτές συνιστώσες. Από τη μια μεριά, στο πλαίσιο της μεγάλης φιλελεύθερης παράδοσης, η ατομική αυτονομία που εκφράζεται με την άνευ όρων και ορίων εγγύηση προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων παραμένει θεμελιώδης. Δεν συγχωρείται να υπάρχουν όρια στην ελευθερία του σκέπτεσθαι, του δραν, του εκφράζεσθαι, του κινείσθαι και του επιχειρείν. Αντικριστά όμως, και από την άλλη μεριά, η συλλογική αυτονομία που εκφράζεται με τη λαϊκή κυριαρχία φαίνεται πια να τίθεται σε δεύτερη μοίρα. Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία οδήγησε στην προϊούσα τεκνοποίηση της πολιτικής, τη φτωχοποίηση του «αντικειμενικού» οικονομιστικού ορθολογισμού και τη συνακόλουθη υποχώρηση του ταξικού χαρακτήρα των κοινωνικών διακυβευμένων. Στο πλαίσιο της λεγόμενης «μετα-δημοκρατίας», η πολιτική δεν έχει άλλη επιλογή από το να κινείται σε στενά πλαίσια που της επιβάλλονται «έξωθεν», από αόρατες συχνά δυνάμεις. Αυτήν ακριβώς τη μετάλλαξη εκφράζει το δόγμα ΤΙΝΑ (δεν υπάρχει εναλλακτική λύση). Και με αυτήν την έννοια, οι ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες συρρικνώνονται. Ακόμη και αν οι σύγχρονες δημοκρατίες σέβονται τύποις τα κατά παράδοσιν αναπαλλοτρίωτα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εξαναγκάζεται να κινείται στα πλαίσια που υπαγορεύει η άμωμη εργαλειακή λογική. Ολο και περισσότερο, ο κυρίαρχος λαός δεν φαίνεται πια να είναι σε θέση να διατρανώνει την αξιωματική αυτονομία του: επί ποινή αποβολής του από την παγκόσμια κοινωνία των «ορθώς σκεπτομένων» παραμένει τύποις και μόνο κυρίαρχος. Η εκπεφρασμένη βούλησή του γίνεται σεβαστή μόνο υπό τον όρο ότι «συμμορφώνεται προς τας υποδείξεις».
Η μεταλλαγή αυτή εκφράζεται κυρίως στο ιδεολογικό επίπεδο. Ακόμη και αν ο λαός δεν «παραιτήθηκε» ποτέ από τη συλλογική αυτονομία του, όλα συμβαίνουν ως εάν έχει πλέον εκών ή άκων αποδεχθεί την έξωθεν χειραγώγησή του ως ορθολογική, νομοτελειακή και ιστορικά αναπόφευκτη. Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε όταν τον έβαζαν βιαίως στον «γύψο», ο λαός φαίνεται πια να έχει προσαρμοσθεί στην αποδοχή των «αναισθητικών» φαρμάκων που συνταγογραφούνται από τους «γνωστούς-αγνώστους» που διεκδικούν την αποκλειστική αρμοδιότητα να «γνωρίζουν», να αποφαίνονται και να εντέλλονται.
Υπό τις νέες αυτές συνθήκες, η επανάγνωση της πρόσφατης ιστορίας μοιάζει εύλογη. Πράγματι, από πολλές απόψεις η εξέλιξη της μεταδημοκρατίας φαίνεται να εμφανίζει, προοπτικά τουλάχιστον, μια σειρά από κοινά χαρακτηριστικά με την οιονεί δημοκρατία των ετών 1950 – 1967. Και στις δύο περιπτώσεις, η προστασία των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων εμφανιζόταν συνταγματικά εγγυημένη. Και στις δύο περιπτώσεις, τύποις τουλάχιστον, τα πολιτικά δικαιώματα ασκούνταν ανελλιπώς. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, οι μεγάλες πολιτικές επιλογές βρίσκονταν στα χέρια εξωθεσμικών παραγόντων. Οπως επίσης και στις δύο περιπτώσεις, οι εξουσίες επικαλούνταν μια διαρκή κατάσταση ανάγκης για να δικαιολογήσουν την εμμονή στην «τελική» τους αρμοδιότητα να αποφασίζουν για την πολιτική σωτηρία της πατρίδας ή για την οικονομική αναπαραγωγή του κυρίαρχου «συστήματος». Και στις δύο περιπτώσεις δηλαδή, οι εξωθεσμικοί εγγυητές παρέμεναν υπεύθυνοι για τη μεθόδευση και διεκπεραίωση της αναγκαίας χειραγώγησης ενός εκλογικού σώματος με περιορισμένες εξουσίες.

Από τον γύψο στο χλωροφόρμιο
Βεβαίως, οι ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στην ελλιπή δημοκρατία και στην τρέχουσα μεταδημοκρατία είναι κολοσσιαίες. Ενώ στην πρώτη η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων ισχύει μόνο για τη μάζα των «εθνικοφρόνων» πολιτών, η δεύτερη δεν γνωρίζει πια θεσμικούς αποκλεισμούς. Με αυτήν την έννοια, εις πείσμα της ραγδαίας όξυνσης των αυταρχικών φαινομένων, και τουλάχιστον μέχρι αποδείξεως του εναντίου, η μεταδημοκρατία παραμένει γνησίως φιλελεύθερη. Εχοντας αντικαταστήσει τον αποκρουστικό γύψο με ένα εκ πρώτης όψεως ανώδυνο χλωροφόρμιο, οι τρέχουσες κατεστημένες εξουσίες επινόησαν νέους και κατά πολύ αποτελεσματικότερους τρόπους διαιώνισης της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων. Τα αποτελέσματα όμως είναι παραπλήσια. Από τη στιγμή που το πολιτικό υποσύστημα έχει απεκδυθεί από την αρμοδιότητα λήψης των σημαντικών αποφάσεων, ο κίνδυνος της πολιτικής, άρα και της πάντα ελλοχεύουσας κοινωνικής ανατροπής, απομακρύνεται.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, η σχετική αξιακή «αποκατάσταση» του προδικτατορικού καθεστώτος εμφανίζεται εύλογη. Οπως εύλογο είναι το γεγονός ότι η επταετής χούντα αναγιγνώσκεται πλέον ως ιστορική «παρένθεση» ανάμεσα στην ψυχροπολεμική «οιονεί δημοκρατία» και στην υπό εξέλιξιν σήμερα «μεταδημοκρατία». Και εδώ ακριβώς εντάσσονται οι σοβαρότατες ιδεολογικές παρενέργειες της νέας αυτής αφηγηματικής εκδοχής. Από τη στιγμή που η ιδέα της δημοκρατίας εξαντλείται με τη θεσμικά κατοχυρωμένη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και δεν περιλαμβάνει την ελευθερία του συλλογικώς κρίνειν, του από κοινού αποφαίνεσθαι και του πολιτικώς προτάσσειν, το μέλλον της λαϊκής κυριαρχίας μοιάζει δυσοίωνο. Είναι γεγονός ότι ενώ η δημοκρατία είναι εξ υποθέσεως φιλελεύθερη, ο φιλελευθερισμός δεν είναι πάντα και κατ’ ανάγκην δημοκρατικός. Εμμέσως λοιπόν πλην σαφώς, οι «φιλελεύθερες» αφηγηματικές εκδοχές της κατάλυσης της δημοκρατίας που παρακάμπτουν το ζήτημα της λαϊκής κυριαρχίας διαφοροποιούνται από τις «δημοκρατικές» προσεγγίσεις που a priori αποκρούουν οποιονδήποτε περιορισμό των ελευθεριών και δικαιωμάτων, τόσο στην ατομική όσο και στη συλλογική κλίμακα. Και ως έναν βαθμό τουλάχιστον, το εγχείρημα αυτό φαίνεται να έχει στεφθεί με επιτυχία.
Μάθημα αλήθειας και ευπρέπειας

Προφανώς, το κείμενο αυτό είναι ιδεολογικά φορτισμένο. Οι λόγοι είναι πολλοί. Από τη μια μεριά, με πάει πίσω στα νιάτα μου, σε μιαν εποχή που πίστευα, αφελώς ίσως, ότι είμαστε σε θέση να βραχυκυκλώσουμε την πάντα ελλοχεύουσα ιστορική πανουργία. Από την άλλη μεριά, μου θυμίζει ότι τα πρώτα μου δημοσιεύματα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχαν το ίδιο αντικείμενο, τη Χούντα. Τέλος, αναφέρεται σε μια συγκυρία που υπήρξε εξίσου ασφυκτική με τη σημερινή.

Το γεγονός ότι παραμένει ακόμη άγνωστο αν «Το Βήμα» θα μπορέσει να συνεχίσει την ιστορική πορεία του δεν είναι παρά ένα από τα συμπτώματα της διάχυτης αβεβαιότητας που μας περιβάλλει. Γράφοντας τις γραμμές αυτές, νιώθω λοιπόν πως συμμετέχω σε ένα «τέλος εποχής» που συνοψίζει και τη δική μου ατομική μοίρα. Πράγματι, είμαι τακτικός ή ευκαιριακός αρθρογράφος της εφημερίδας εδώ και περισσότερο από 40 χρόνια. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η πρώτη μου «συνεργασία» με «Το Βήμα» χρονολογείται από πολύ παλαιότερα. Πάνε 60 ακριβώς χρόνια, την εποχή του Μήτσου Λαμπράκη, είχα εγκατασταθεί παρέα με τον Λέοντα Καραπαναγιώτη σε ένα σκονισμένο δωμάτιο στην Χρήστου Λαδά. Μου είχαν αναθέσει να μεταφράζω από τον ξένο Τύπο περίεργες ειδήσεις του τύπου «Ενα φίδι δάγκωσε έναν άνθρωπο. Πέθανε το φίδι». Στους λίγους μήνες που έμεινα, διδάχθηκα όμως πολλά. Και κυρίως την αλφαβήτα μιας δημοσιογραφικής δεοντολογίας που επέμενε όχι μόνο στην αλήθεια αλλά και στην ευπρέπεια. Και ελπίζω πως το μάθημα αυτό θα με συνοδεύει εσαεί.

Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ