Στις 20.11.2014 ο κ. Καρακούσης δημοσίευσε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο στο ιστοτάξιο του Βήματος, με τίτλο «Ημεγάλη κρίση της δεξιάς παράταξης». Πιάνει μια σημαντική πλευρά ενός πολύ μεγαλυτέρου θέματος, αυτού της ιδιαίτερα μεγάλης ιδεολογικής επιρροής της Αριστεράς μετά τον εμφύλιο και δη μετά την χούντα. Επειδή αυτή η επιρροή, σχεδόν κυριαρχία μετά το 1981, υπήρξε αυτές τις 10ετίες μεγαλυτέρα από ό,τι σε οιαδήποτε άλλη δυτικοευρωπαϊκή και, προφανώς, ανατολικοευρωπαϊκή μετά την πτώσι του κομμουνισμού, χώρα, απαιτείται κάποια εξήγηση. Πολύ περισσότερο επειδή αυτή η κυριαρχία έχει εν πολλοίς καθορίσει τον δημόσιο διάλογο και πολιτικό λόγο εν Ελλάδι, μα και διαμορφώσει/-νει πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Εν πολλοίς έχει εμμέσως σταθή υπεύθυνη ακόμη και για την χρεωκοπία της χώρας και τις κακές επιδόσεις της οικονομίας της.

Για όσους μάλιστα βιάζονται, ιδού η εξήγηση εν συντομία (ενώ παρακάτω αναλύουμε το θέμα περισσότερο): Στην Ελλάδα για ιστορικούς λόγους υπήρξε πάντοτε ισχυροτάτη μία παράδοση κρατισμού, πολιτικού και οικονομικού. Ο οικονομικός ιδίως κρατισμός ενισχύθηκε μετά την χούντα, αρχής γενομένης με την «σοσιαλμανία» (διάφορες κρατικοποιήσεις, συνταγματική κατοχύρωση κρατικού μονοπωλίου στην ανωτάτη εκπαίδευσι κ.α.) του Κ. Καραμανλή, αλλά σε υπερθετικό βαθμό με το ΠΑΣΟΚ απ’ το 1981 και μετά (εξαιρούμε την σύντομη πλην ταλαίπωρη παρένθεσι Μητσοτάκη-Μάνου).

Τα επόμενα 30 χρόνια το Δημόσιο μεγάλωσε πολύ και σε αντιστρόφως ανάλογη σχέσι με την όποια θετική συνεισφορά του σε οικονομία και κοινωνία, ενώ συνεχίσθηκε η παραδοσιακή κρατική προστασία επαγγελμάτων και κλάδων απ’ τον ανταγωνισμό, καθώς και αι αλόγιστες παροχές σε μεγάλες ομάδες του πληθυσμού (π.χ., συνταξιούχους), για τις οποίες διαγκωνίζονταν τα 2 κόμματα εξουσίας της εποχής, πάντα υπό την πίεσι και σεγοντάρισμα της Αριστεράς. Το αποτέλεσμα υπήρξε η δημιουργία μιάς κοινωνικής πλειοψηφίας (άνω του 50%), που έμαθε να εξαρτάται απ’ το Δημόσιο για τα εισοδήματά της – δηλ. για τις αμοιβές της ή για την προσοδοθηρική προστασία της. Τα εισοδήματα αυτά παρείχοντο κυρίως μέσω του κρατικού δανεισμού (εξ ού και η σταδιακή υπερχρέωση της χώρας) και των «πακέτων» εξ Ευρώπης, ενώ το αναποτελεσματικό, αναξιοκρατικό, πλαδαρό και ογκώδες Δημόσιο είχε αυξανομένη επίπτωσι στην παραγωγικότητα της όποιας ιδιωτικής οικονομίας απέμενε ή επιχειρούσε.

Ιδού λοιπόν η αντικειμενική βάση για την ελληνική «αριστεροσύνη»: τα ίδια τα αστικά-δημοκρατικά κόμματα, με τον κρατισμό που τα χαρακτήριζε/-ζει, έφθασαν να «παίζουν τόπι» στο γήπεδο του αντιπάλου (δηλ. της Αριστεράς), καθώς δημιούργησαν μία κοινωνική πλειοψηφία, που ευνοεί και προκρίνει ένα πατερναλιστικό, πελατειακό κράτος. Μα πέραν αυτού, εντοπίζονται 2 ακόμη αιτίες για την ιδεολογική κυριαρχία της Αριστεράς: Η αδυναμία της όποιας αστικής τάξεως επήγε κατά καιρούς να ανδρωθεί και καταστεί ηγεμονική στην Ελλάδα, αλλ’ απέτυχε. Και, 2 γεγονότα με μακροχρονία ιδεολογική-ηθική σημασία: Αφ’ ενός η στήριξη των δημοκρατικών κομμάτων σε δοσιλόγους κατά τον Δεκέμβριο 1944 και μετά, για την αντιμετώπισι της αποπείρας των κομμουνιστών να καταλύσουν την ελληνική δημοκρατία. Αφ’ ετέρου δε, η για 7 έτη κατάλυση αυτής της δημοκρατίας από μία ακροδεξιά χούντα σε συνδυασμό με την ατυχήσασα και μάλλον βλακώδη προσπάθεια του Ιωαννίδη να «λύσει» το Κυπριακό διά καταλύσεως της κυπριακής δημοκρατίας! Αυτές, τέλος, αι αιτίες και γεγονότα ωδήγησαν σε ένα τρίτο, πολύ σημαντικό: την ένταξι των περισσοτέρων «διανοουμένων» και άλλων διαμορφωτών της «κοινής γνώμης» στην Αριστερά και όχι στο φιλελεύθερο, αστικοδημοκρατικό, στρατόπεδο.

Τώρα, βεβαίως, και επάνω στην βάσι που περιγράψαμε, ήλθε η χρεωκοπία και η ύφεση και «έδεσε το γλυκό». Πράγμα που θέτει επί τάπητος την ανάγκη να κάνουν τα αστικά-δημοκρατικά κόμματα, αν υπάρχουν, την αυτοκριτική των (γιά τον κρατισμό, τον πελατειασμό, τα ρουσφέτια, την διαφθορά), αν είναι ν’ αντιμετωπίσουν την πολιτική πλέον κυριαρχία της Αριστεράς – που όμως ήδη, σχεδόν αυτοκτονικά, μιμείται τις χειρότερες παραδόσεις των εγχωρίων αστικοδημοκρατικών κομμάτων εξουσίας, συνδυάζουσα αυτές με ιδιάζουσα ανικανότητα, αναξιοκρατία, διαφθορά και ακόμη περισσότερο κρατισμό – για όσο την παίρνει…

Μία ιστορική αναδρομή για την «διανόησι»

Πριν αναφερθούμε αναλυτικότερα στον ρόλο της «διανοήσεως» στην δόμησι της μεταπολεμικής ιδεολογικής κυριαρχίας της Αριστεράς εν Ελλάδι, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η δόμηση αυτή, ιδίως μετά την χούντα, συνέβη παράλληλα με το φαινόμενο μιάς «παρακμής» του αστικού πολιτισμού διεθνώς, όπως έχει καταδείξει ο Π. Κονδύλης στο ομώνυμο βιβλίο του (1991), και αφ’ ενός επηρεάσθηκε, αφ’ ετέρου διευκολύνθηκε, από αυτήν την παρακμή. Θεμελιώδη στοιχεία αυτής της παρακμής, είναι η γενικευομένη άρνηση κάθε ιεραρχίας, αξιοκρατίας και αξιολογήσεως, κάθε αξίας, που προϋποθέτει ή επιβάλλει κατηγοριοποίηση ανθρώπων ή ομάδων, η άρνηση της συνδέσεως δικαιωμάτων με υποχρεώσεις, καθώς και η αποθέωση ενός αφηρημένου όσο και «μοδάτου» «εξισωτισμού» (π.χ., η μη χρήση πληθυντικού).

Συμβαίνει δηλ., τα τελευταία 50-80 χρόνια, μία αποδυνάμωση του «αστισμού» διεθνώς (την είχε επισημάνει και ο Schumpeter απ’ το 1943), που απλώς, ενώ σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, δεν παίρνει σαφώς ή εκπεφρασμένα «αριστερή» μορφή (άλλωστε σε αυτές τις χώρες η αστική παράδοση, παρά την «παρακμή», παραμένει ευτυχώς κοινωνικά, ιδεολογικά και οικονομικά ισχυρή), στην Ελλάδα παίρνει τέτοια μορφή (λόγω των εγχωρίων ιστορικών ιδιομορφιών, όπως μη ηγεμονική αστική τάξη, που αναφέραμε πιό επάνω). Την ιδία στιγμή ο «γάμος» των διεθνών παρακμιακών τάσεων με την ελληνικής κοπής «αριστεροσύνη» δημιουργεί πλέον ένα μάλλον γελοίο όσο και αναποτελεσματικό μείγμα γεμάτο αντιφάσεις, ενώ, διόλου περιέργως, αποδυναμώνει τον λόγο της παραδοσιακής Αριστεράς (δηλ. του ΚΚΕ), του οποίου ωρισμένες πλευρές είναι πιό «αστικές», ως πρόγραμμα και ως τρόπος ζωής, από της ΝΔ!

Η «διανόηση» στην Ελλάδα υπήρξε πάντοτε μικρή σε νούμερα, αλλά και σε ποιότητα «παραγωγής» ιδεών. Πριν την εμφάνισι της κομμουνιστικής Αριστεράς το 1918, ελαχίστους πράγματι σημαντικούς διανοουμένους (στοχαστές ή λογοτέχνες) ΄μπορώ να διακρίνω: Ρήγα Φεραίο, Αδ. Κοραή, Θ. Καϊρη, Κων/νο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων, Δ. Σολωμό, Κ. Παπαρρηγόπουλο, Εμμ. Ροϊδη, Αλ. Παπαδιαμάντη, Κ. Καβάφη, Κωστή Παλαμά. Ηταν σημαντικοί, άλλοι μεν με την έννοια της «διά λόγου και δι’ ερμηνείας» συμβολής στο «εθνικό αφήγημα» της εποχής των, άλλοι δε με την έννοια της αιχμηρής και εύστοχης κριτικής στο όποιο καθεστωτικό αφήγημα ή κατάστασι. Απ’ τους αναφερθέντες, διεθνή αναγνωρισιμότητα βεβαίως επέτυχε μόνον ο Καβάφης (και, καθόλου συμπτωματικά, ο μόνος που «έδρασε» στο εξωτερικό). Αυτήν την έλλειψι διεθνούς αναγνωρισιμότητος αποδίδω στο ότι η πραγματική οικονομική και κοινωνική κατάσταση του νεαρού έθνους δεν παρείχε τα ερεθίσματα για ευρυτέρους προβληματισμούς, που, ιδανικά, θα ΄μπορούσαν να είχαν συμβάλει στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό / επιστημονικό γίγνεσθαι, αλλά αυτοί περιωρίσθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην εθνική υπόθεσι, ενίοτε δε στις μίζερες εκφάνσεις της. Επαιξε εδώ ρόλο και η πολύ μικρή νεόκοπη αστική τάξη, που ελαχίστη σχέσι είχε με τον δυναμισμό των «αυθεντικών» αστικών τάξεων Δ. Ευρώπης και ΗΠΑ. Αλλωστε, το κύριο μέρος του ελληνικού αστισμού ήταν αυτό που «ανδρώθηκε» στο εξωτερικό ως «παρακολούθημα» ξένων αστικών τάξεων ή κοινωνικών σχηματισμών, κι όχι εντός του ελληνικού κρατιδίου. Ούτε λοιπόν αυτή η τάξη είχε τα ερεθίσματα ή τις δυνατότητες για διεθνούς ενδιαφέροντος πνευματική παραγωγή.

Τρία αναπτυξιακά κύματα

Με την ίδρυσι του ΚΚΕ το 1918 αρχίζει εν Ελλάδι η δυναμική εκπροσώπηση σοσιαλιστικών ιδεών, που είχαν μεν εμφανισθή από πριν, μα επήραν ριζοσπαστική ώθησι με την επιτυχία της Οκτωβριανής «επαναστάσεως» (πραξικοπήματος, καλύτερα) στην Ρωσία. Εδώ να σημειώσουμε τα 3 καθοριστικά κύματα οικονομικής/βιομηχανικής αναπτύξεως της Ελλάδος (σημαντικά για την Ελλάδα, καίτοι μικρά βάσει διεθνών συγκρίσεων): (α) Η «τρικουπική» φάση (1882-93), (β) Η μεταμικρασιατική φάση (1922-38), (γ) Η μεταπολεμική φάση (1953-72). Ουδέν εκ των τριών κυμάτων είχε, από μόνο του, συνέχεια: Το πρώτο σκόνταψε στο πελατειακό πολιτικό σύστημα και την αντίθεσι της λαϊκιστικής αντιπολιτεύσεως (Κουμουνδούρος, Δηλιγιάννης) και μεγάλου τμήματος του λαού στην εκσυγχρονιστική προσπάθεια του Τρικούπη.

Το δεύτερο, στον Β’ ΠΠ και την εξ αιτίας του αποδυνάμωσι (οικονομική, ιδεολογική) κάποιας αστικής τάξεως, που είχε αρχίσει να συγκροτήται ήδη απ’ τις αρχές του 20ού αιώνος, αλλ’ ήλθε δυναμικά στο προσκήνιο μετά την στρατιωτική επανάστασι του 1909 και την πρωθυπουργία Βενιζέλου, κυρίως δε, με την ευκαιρία για βιομηχανική ανάπτυξι, την οποία προσέφερε η είσοδος εκ. χιλ. προσφύγων εκ Μικράς Ασίας το 1922.

Το τρίτο, στην αδυναμία – λόγω γεγονότων, που θ’ αναλύσουμε – της όποιας αστικής τάξεως απέμενε ή άρχισε ν’ αναδημιουργήται μεταπολεμικά να ηγεμονεύσει στην ελληνική κοινωνία, ώστε να είναι τόσο η αστική τάξη όσο η πλειοψηφία της κοινωνίας σε θέσι ν’ αντισταθούν στις σειρήνες του λαϊκισμού, πρώτη (μετά την χούντα) και πιό εμβληματική ανάμεσα στις οποίες υπήρξε ο Ανδρέας Παπανδρέου (ο οποίος και παρέσυρε όλο το πολιτικό σύστημα σε πολύ περισσότερο λαϊκιστική / πελατειακή / ρουσφετολογική κατεύθυνσι από αυτήν, που είχε ήδη).

Το τρίτο κύμα

Ομως γιατί συνέβη καν το «τρίτο κύμα» οικονομικής/βιομηχανικής αναπτύξεως (1953-72); Επειδή αι μετεμφυλιοπολεμικές συνθήκες («υλική» κυριαρχία του «κράτους της Δεξιάς» με τις διώξεις, τα φακελλώματα, την δικτατορία, αλλά και η εντεινομένη αστυφιλία λόγω αποδυναμώσεως της υπαίθρου συνεπεία του εμφυλίου – άρα και η συγκέντρωση διαθεσίμων εργατών στις πόλεις) ήταν τέτοιες, που ευνοούσαν την επανέναρξι και ισχυροποίησι διαδικασιών συσσωρεύσεως κεφαλαίου. Αι τελευταίες, παντού και πάντοτε, σε «καπιταλισμό» και «κομμουνισμό», συνοδεύονται από μορφές ισχυρής ή και σκληρής εξουσίας, που, ιδίως ελλείψει δημοκρατίας, δεν πολυκοιτάζει «δικαιώματα» και συναφή, μα τις ανάγκες της παραγωγής. Ειδικά όμως η «υλική» κυριαρχία του κράτους, που επιβλέπει και «ενθαρρύνει» τις διαδικασίες συσσωρεύσεως κεφαλαίου, γίνεται συνήθως τόσο πιό «αστυνομοκρατική» και καταπιεστική όσο δεν υπάρχουν άλλες συνθήκες, που εξασφαλίζουν, ολίγο ή πολύ, την αποδοχή εκ μέρους του πληθυσμού αυτών των διαδικασιών, κυρίως δε, την «φυσικότητα» και αναγκαιότητα αυτών. Τέτοιες συνθήκες ΄μπορεί να είναι η δημιουργία προλεταριάτου, δηλ. η συγκέντρωση διαθεσίμων εργατών, χωρίς προσωπική περιουσία, στις πόλεις – προ πάντων όμως είναι η ιδεολογική κυριαρχία μιάς ηγεμονευούσης κυριάρχου τάξεως. Ε, αυτό ακριβώς ήταν που έλειπε απ’ το «τρίτο κύμα» της Ελλάδος! (Οπως και απ’ το πρώτο και εν μέρει απ’ το δεύτερο.)

Απουσία ηγεμονίας

Η απουσία ιδεολογικής και πραγματικής ηγεμονίας της αστικής τάξεως της Ελλάδος οφείλεται, με την σειρά της, σε 3 παράγοντες: Πρώτος ήταν η εξ αρχής απουσία μιάς ηγεμονευούσης και επομένως κοινωνικά αποδεκτής κυριάρχου τάξεως μες στον ελληνικό πληθυσμό λόγω της τουρκοκρατίας, καθώς ο αλλόφυλος/αλλόθρησκος Τούρκος δεν ΄μπορούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο, το δε ελληνικό κράτος, ιδίως μετά την δολοφονία Καποδίστρια, συγκροτήθηκε ως δοτό από ξένες δυνάμεις και με ξένο προκαθήμενο, χωρίς ιθαγενές και κυρίαρχο «ενδιάμεσο» στρώμα ή τάξι μεταξύ του κρατικού μηχανισμού και του «λαού». Δεύτερος ήταν (ακριβώς λόγω της απουσίας τέτοιου στρώματος) η ανάδειξη του ιδίου του κράτους (δηλ. της «Διοικήσεως» και των μηχανισμών της) ως κυριάρχου δυνάμεως στην ελληνική κοινωνία (αν μη τι άλλο, επειδή ήταν η μόνη δύναμη, που είχε λεφτά, έστω και δανεικά!) – το οποίο κράτος όμως, για να νομιμοποιηθεί ιδεολογικά, χρειάσθηκε να προχωρήσει σε ταχεία απόδοσι του δικαιώματος ψήφου στο σύνολο των Ελλήνων ενηλίκων αρρένων – ως το 1844 για την ακρίβεια (ενώ στην Βρεταννία, όπου υπήρχε ηγεμονεύουσα κυρίαρχος τάξη, αυτό δεν ολοκληρώθηκε παρά το 1918). Τρίτος παράγων ήταν η ευρυτάτη κατανομή εγγείου ιδιοκτησίας στον πληθυσμό (σχεδόν όλος αγροτικός), που σε συνδυασμό με το καθολικό δικαίωμα ψήφου εμπόδισε την επεξεργασία και εφαρμογή πολιτικών, που θα στόχευαν στην βιαία πλην αναγκαία συσσώρευσι βιομηχανικού κεφαλαίου (που, ως γνωστόν, προϋποθέτει την ύπαρξι προλεταριάτου, άρα ακτημόνων).

Δύο ιστορικές ευκαιρίες

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάς έχασε δύο ιστορικές ευκαιρίες: (α) Αν είχε νικήσει στον μικρασιατικό πόλεμο, θα είχε εδραιωθή στην Ελλάδα μία κυρίαρχος, ηγεμονεύουσα αστική τάξη – αλλ’ η Ελλάς ηττήθη. (β) Υπήρξε εν τούτοις δευτέρα ευκαιρία: Η είσοδος άνω του 1 εκτμ. προσφύγων εκ Μικράς Ασίας, που προσέφεραν, προς στιγμήν, το αναγκαίο προλεταριάτο – εξ ού και το δεύτερο κύμα αναπτύξεως, που αναφέραμε πιό επάνω. Εδώ επήγε να εδραιωθεί μία ηγεμονεύουσα αστική τάξη, φάση η οποία ανέδειξε και αξιολογωτάτη διανόηση, που, διόλου περιέργως, ασχολήθηκε με την αναζήτησι και διατύπωσι της «ελληνικότητος»: Το γνωστό ρεύμα της «γενιάς του ‘30» (είτε ως έργο είτε ως λογοτεχνική γενιά), που «ανδρώθηκε» την εποχή εκείνη ή, μεταπολεμικά, επήρε τα ερεθίσματά της από αυτήν: Βενέζης, Γ. Βλάχος (της Καθημερινής), Ελύτης, Εμπειρίκος, Θεοτοκάς, Καββαδίας, Καζαντζάκης, Καραγάτσης, Μυριβήλης, Ρίτσος, Σικελιανός, Σεφέρης, Τερζάκης, Τσίρκας, Γιαλουράκης (τινές των οποίων, άλλωστε, ήταν αριστεροί). Ομως ήλθε ο Β’ΠΠ και ο εμφύλιος.

Ο Δεκέμβριος του 1944

Στις λύσσες αυτής της 10ετίας (1939-49) τμήμα της νεόκοπης αστικής τάξεως – ίσως το πλέον ικανό να είχε μετεξελιχθή, στο πλαίσιο μιάς άλλης ιστορικής πορείας, σε μία αυθεντική εθνική αστική τάξη – επήγε με την Αριστερά (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εν τω συνόλω του ενστερνιζόταν την «κρυφή ατζέντα» του ΚΚΕ – καλή ώρα όπως η «κρυφή ατζέντα» της Αριστερής Πλατφόρμας του Σύριζα σήμερα). Αλλο της τμήμα κατεστράφη οικονομικά. Τρίτο τμήμα είτε συνεργάσθηκε με τον κατακτητή είτε έμεινε αμέτοχο, ενώ αρκετά μέλη της εν γένει αστικής τάξεως εδολοφονήθησαν απ’ την Αριστερά ήταν/δεν ήταν συνεργάτες του εχθρού, μόνο και μόνο επειδή ήταν «αστοί». Το κρίσιμο, όμως, σημείο υπήρξε ο Δεκέμβριος 1944: σε μιά καθημαγμένη Ελλάδα, το πιό ενεργό και ίσως πιό πατριωτικό τμήμα του πληθυσμού (το 30%;) απαιτούσε δημοκρατία, πρόοδο και εθνική ανεξαρτησία, ταυτίζον αυτά (μετά την διπλή εμπειρία μεταξικής δικτατορίας και Κατοχής) με το πρόγραμμα του ΕΑΜ. Την στιγμή εκείνη θα έπρεπε ένας τίμιος άνθρωπος να ήταν εξαιρετικά διορατικός ή «ψαγμένος» δημοκρατικός – ή από παράδοσι «δεξιός» – για να μην είναι με το ΕΑΜ.

Εδώ έγιναν δύο καθοριστικά λάθη: Η μεν ηγεσία της Αριστεράς εκμεταλλεύθηκε τον αγνό πατριωτισμό και δημοκρατική διάθεσι εκ. χιλ. ατόμων, που την είχαν εμπιστευθή, για να επιδιώξει επιβολή κομμουνιστικής δικτατορίας – και γι’ αυτό ταχέως απεχώρησε απ’ την μετακατοχική κυβέρνησι, την νομιμότητα της οποίας είχε όμως προηγουμένως δεχθή το ΚΚΕ! Εν τέλει όχι μόνο έχασε την μάχη των Αθηνών (που ουδείς λόγος, πέραν της επιθυμίας για εξουσία διά των όπλων, υπήρχε να την αρχίσει), μα και απογοήτευσε πολλούς οπαδούς του ΕΑΜ, που δεν ήταν κομμουνιστές, μα δημοκράτες. Ταυτοχρόνως, τους εξέθεσε σε διώξεις.

Η δε ηγεσία των «αστικών» κομμάτων (Γ. Παπανδρέου κλπ.) δεν εμπιστεύθηκε τον λαό ώστε να προχωρήσει ομαλά σε εκλογές (που πολύ δύσκολα θα έδιναν απόλυτη πλειοψηφία στο ΚΚΕ – απ’ την άλλη όμως, πόσο βέβαιο ήταν πως, με το ΚΚΕ να κυριαρχεί στρατιωτικά σε μέγα μέρος της χώρας, αι όποιες εκλογές θα ήταν αδιάβλητες;), μα ετράβηξε από μεριάς της το σχοινί, εν μέρει υποτασσομένη στους Εγγλέζους (που ωργάνωσαν τους φόνους ειρηνικών διαδηλωτών στο Σύνταγμα την 3η Δεκ. 1944), εν μέρει επιζητούσα την στήριξι τόσο των Εγγλέζων όσο, δυστυχώς πλην αναποφεύκτως, των δωσιλόγων συνεργατών (κυρίως των λεγομένων «γερμανοτσολιάδων») προκειμένου να καταστείλει την κομμουνιστική ανταρσία (μιά που οι «Ριμινίτες» και ο ΕΔΕΣ δεν επαρκούσαν για τον σκοπό αυτόν).

Και η μεν μετέπειτα ιστορία (της Ευρώπης, του ελληνικού εμφυλίου και του κομμουνισμού εν γένει) δικαίωσε κατ’ ουσίαν την αντικομμουνιστική στάσι της κυβερνήσεως Παπανδρέου, που έσωσε την ελληνική δημοκρατία. Αλλά, μάλλον αναποφεύκτως ενώπιον των συνθηκών, την έσωσε με βρώμικο και ανήθικο τρόπο, στερώντας ταυτοχρόνως απ’ την ελληνική αστική τάξι – αυτήν την ήδη αδύναμη για τους αντικειμενικούς λόγους, που αναφέραμε – το ηθικό ανάστημα και υπεροχή, που χρειάζεται κάθε «ανωτέρα» τάξι προκειμένου να επιβάλει την ιδεολογία της και να καταστεί ηγεμονική.

Πολλώ δε μάλλον, που οι πιό πολλοί διανοούμενοι της αστικής τάξεως – άλλοι της «γενιάς του ‘30», άλλοι νεώτεροι -, δεν ΄μπορούσαν πλέον να ομιλήσουν με πειθώ υπέρ του «αστικού καθεστώτος» και των «αστικών αξιών»: είτε επειδή ήταν τίμιοι άνθρωποι και συνεπώς δεν ΄μπορούσαν παρά να ταχθούν με την Αριστερά μετά τα γεγονότα είτε επειδή, καίτοι τίμιοι, πάντως μη αριστεροί (ως ο Θεοτοκάς, ο Σεφέρης, ο Ελύτης), δεν είχαν ακόμη στην διάθεσί των τα εμπειρικά εκείνα στοιχεία, που αργότερα θα κατεδείκνυαν τοις πάσι την καταπιεστική, αντιδημοκρατική και οικονομικά αναποτελεσματική φύσι του κομμουνισμού. Ετσι, τον ιδεολογικό τόνο μετά τον εμφύλιο έδωσαν κυρίως αριστεροί διανοούμενοι, ως ο Λειβαδίτης, ο Λουντέμης, ο Ρίτσος, ο Σαμαράκης, η Σωτηρίου, ο Τσίρκας, ο Γιαλουράκης, ο Δ. Φωτιάδης, ο Μ. Αυγέρης ή, πιό μετά, ο Β. Βασιλικός – ενώ η «δεξιά» ιδεολογία δεν είχε ανανεωθή σε σχέσι με τον 19ο αιώνα, παραμορφώθηκε δε σε βαθμό γελοιότητος με την χούντα, οπότε και ολοκληρώθηκε η απαξίωσή της.

Υπήρξαν, ασφαλώς, μεταπολεμικά πολύ αξιόλογοι μη αριστεροί διανοούμενοι, τινές των οποίων είναι, ευτυχώς, ακόμη μαζί μας: Κική Δημουλά, Ελύτης, Θεοτοκάς (π.χ., «Ασθενείς και Οδοιπόροι»), Κουμανταρέας, Σεφέρης ή η ιδιάζουσα περίπτωση του Ρένου Αποστολίδη – στον δε μη αυστηρά λογοτεχνικό χώρο, ο Π. Κανελλόπουλος, ο Ευ. Παπανούτσος, ο Ξ. Ζολώτας, ο Στ. Ράμφος, ο Χρ. Γιανναράς, ο Ι. Μαρίνος (του Οικ. Ταχ.) κ.α. Μα δεν έχουν «ενισχυθή» από μία ευρυτέρα ομάδα καθηγητών, δημοσιολόγων και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πολιτικών, με «έξυπνο» και «νεωτερικό» φιλοσοφικό, πολιτικό ή οικονομολογικό έργο και φωνή ευρυτέρας απηχήσεως, που, όπως στην Δ. Ευρώπη ή τις ΗΠΑ, να εκλαϊκεύουν, εξηγούν και υποστηρίζουν τις αρχές και πλεονεκτήματα της ελευθέρας οικονομίας και δημοκρατίας έναντι του (παντός χρώματος) πολιτικού ολοκληρωτισμού και οικονομικού κρατισμού. Η «περιρρέουσα» πραγματικότης και ατμόσφαιρα εν Ελλάδι – και, βεβαίως, τα ΜΜΕ – δεν έχουν βοηθήσει! Αυτή η «πραγματικότης» και αυτή η «ατμόσφαιρα» είναι, αν μη τι άλλο, «αριστερόστροφες» – πιο πολύ από ό,τι ήταν ή είναι σε κάθε άλλη (κάπως ανεπτυγμένη) Δυτική χώρα.

Η χούντα

Το κερασάκι στην τούρτα υπήρξε βεβαίως η 7χρονη χούντα (1967-74), που σε σημαντικό βαθμό απαξίωσε στα μάτια μεγάλου μέρους του λαού το κυριώτερο – καίτοι απολύτως ορθό – επιχείρημα της ελληνικής αστικής παρατάξεως υπέρ της αντικομμουνιστικής της στάσεως: το ότι ο κομμουνισμός στρέφεται κατά της δημοκρατίας. Εξ άλλου ήδη η χώρα χαρακτηριζόταν από οικονομικά, κοινωνικά και ιδεολογικά αδύναμη αστική τάξι, καθώς και ένα κρατιστικό οικονομικό σύστημα, που δεν ήταν μεν κομμουνιστικό, αλλ’ ετεροβαρές υπέρ του κράτους και της γραφειοκρατίας του και με την τελευταία δύσπιστη, αν όχι ανοικτά εχθρική, απέναντι στην επιχειρηματικότητα και τον ιδιωτικό τομέα – εν μέρει ευλόγως, μετά μία 10ετία πολέμων και με την αστική τάξι αδύναμη!

Με άλλα λόγια είχαμε εδώ έναν πληθυσμό, που (κατ’ ουσίαν από ιδρύσεως ελληνικού κράτους) δεν ήταν «φυσικά» εξοικειωμένος με το τι σημαίνει ελευθέρα οικονομία, ανταγωνισμός, ατομικά δικαιώματα και συναφή. Γι’ αυτό άλλωστε το ελληνικό πολιτικό σύστημα («Δεξιά», «Κέντρο» και, φυσικά, «Αριστερά») ανέκαθεν είχε κρατιστική / πατερναλιστική ιδεολογία ή, ακριβέστερα, νοοτροπία – γεγονός που απλώς διευκόλυνε τα μέγιστα την απήχησι του λόγου της Αριστεράς!

Η δε κατάρρευση της χούντας, ενώ ήταν αναγκαία και επιθυμητή (αλλ’ όχι με τον τρόπο με τον οποίον έγινε – βλ. Κύπρο) άνοιξε τον ασκό του Αιόλου: Ωδήγησε σε ένα πολιτικό γίγνεσθαι, που ήταν μεν ουσιωδώς πολύ πιό δημοκρατικό απ’ ό,τι πριν την χούντα (χάρις στον Κ. Καραμανλή), αλλά δεν είχε από οπίσω του εκείνη την κοινωνική δύναμι – μιά ισχυρά, ηγεμονεύουσα, αστική τάξη -, που επιτρέπει και επιβάλλει στην νεωτερική δημοκρατία να «πραγματώνεται» συνδυαζομένη με «νόμο και τάξι» και με γενικωτέρα αποδοχή και δικαιολόγησι της αξιοκρατίας, του επιχειρηματικού κέρδους και των κανόνων της ελευθέρας οικονομίας. Πώς θα ήταν αυτό δυνατόν, ιδίως μετά την ηθική απαξίωσι της λεγομένης «Δεξιάς»; (Στην οποία απαξίωσι συνεισέφεραν τα μέγιστα η στήριξη σε δωσιλόγους μετά την Κατοχή και, βεβαίως, η χούντα.)

Η μεταπολίτευση

Ούτε όμως η νέα πολιτική κατάσταση (η «μεταπολίτευση») είχε πιά την «αστυνομοκρατία» και τα κατασταλτικά μέτρα, που μετά τον εμφύλιο και ως τις αρχές του 1973 είχαν επιτρέψει την κάποια ανασυγκρότησι μιάς αστικής τάξεως και την εντυπωσιακή οικονομική/βιομηχανική ανάπτυξι της περιόδου. Στο δημιουργηθέν κενό ώρμησαν ο λαϊκισμός και η ανομία, που, ειδικά μετά το 1980, άλωσαν το κράτος μεγαλώνοντάς το ταυτόχρονα και, φυσικά, καθιστώντας το πιό σπάταλο, αναποτελεσματικό και πατερναλιστικό. Αυτή η εξέλιξη, με την σειρά της, αφ’ ενός ωδήγησε σε σημαντική αποβιομηχάνισι και απαξίωσι της επιχειρηματικότητος, αφ’ ετέρου μεγέθυνε κατά πολύ το τμήμα της κοινωνίας, που είτε ευθέως πιά εξηρτάτο απ’ το κράτος οικονομικά (δημ. υπάλληλοι, ομάδες επιδοματούχων, κρατικοδίαιτοι «επιχειρηματίες») είτε επετύγχανε την «εύνοιά» του σε θέματα φοροδιαφυγής ή φοροαποφυγής ή κατοχυρώσεως συγκεκριμένων συντεχνιών.

Αυτό έγινε σε τέτοιον βαθμό, που είναι θεμιτό να λέμε πλέον πως κυρίαρχη τάξη της ελληνικής κοινωνίας σήμερα δεν είναι κάποια, αποδυναμωμένη άλλωστε, «αστική τάξη», μα οι κρατικοδίαιτοι διαφόρων ειδών, με πυρήνα τους δημ. υπαλλήλους ως ομάδα. Αυτός ο ανθρώπινος πληθυσμός και εσμός συμφερόντων γύρω απ’ το κράτος, αποτελούντες το βασικό εργαλείο κυριαρχίας των πολιτικών και των κομμάτων εξουσίας, πλέον αποτελεί τάξι με την μαρξιστική έννοια του όρου, καθώς αξιοποιεί την πολιτική του ισχύ για να απομυζά οικονομικά την υπόλοιπη κοινωνία ώστε να ζεί καλά (δηλ. ν’ απολαμβάνει προσόδων) χωρίς να προσφέρει αντίστοιχα. Τούτο φαίνεται περίτρανα σήμερα, που το κράτος φορολογεί μέχρις εξοντώσεως (του ιδιωτικού τομέως και της μεσαίας τάξεως) – άρα και ηλιθίως – προκειμένου να μην εξαναγκασθεί σε δραστική περικοπή του μεγέθους και δαπανών του.

Η πρόκληση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων

Ο ίδιος αυτός πληθυσμός (και, φυσικά, η ψήφος του) – και οι πολιτικοί και κόμματα που στηρίζονται σε αυτόν – αποτελούν το κυριώτερο αντικειμενικό εμπόδιο σήμερα για τις μεταρρυθμίσεις, που έχει ανάγκη η χώρα – μεταρρυθμίσεις που χρονίζουν απ’ το 1981 (και ίσως απ’ το 1830!). Προσθέστε σε αυτήν την κατάστασι την ιδεολογική κυριαρχία του «κρατισμού» παντός χρώματος και την «ηθική» κυριαρχία της Αριστεράς, που οικοδομήθηκε μετά τον εμφύλιο και ιδίως μετά την χούντα για λόγους που παρατέθηκαν ανωτέρω, και η αδυναμία της Ελλάδος σήμερα να ξεπεράσει την τρέχουσα κρίσι καθίσταται ευεξήγητη.

Η εξήγηση συνίσταται στο ότι η υπέρβαση της κρίσεως προϋποθέτει την ριζική αλλαγή του κρατιστικού – πελατειακού – ρουσφετολογικού – ανομικού συστήματος -, που το στηρίζουν όμως ευρέα στρώματα, κυρίως δημοσιοϋπαλληλίας, «προστατευμένων» επαγγελματιών και μεγάλων φοροφυγάδων, εν τέλει δε, το στηρίζει το ίδιο το πολιτικό σύστημα. Με την σειρά της, αυτή η αναγκαία αλλαγή κατ’ ανάγκην σημαίνει την στροφή προς ένα αξιοκρατικό, ανταγωνιστικό σύστημα ελευθέρας οικονομίας, με το κράτος μικρό, αποτελεσματικό, έντονα φιλικό προς την υγιά επιχειρηματικότητα, προστάτη των ατομικών δικαιωμάτων, ικανό να προσφέρει «νόμο και τάξι» και να στηρίζει το εθνικό συμφέρον σε κάθε τομέα, με ρόλο κυρίως επόπτη, εγγυητή και ρυθμιστή, όχι όμως με ρόλο επιχειρηματία ή προστάτη προσοδούχων.

Ετσι δεν είναι παράξενο που ειδικά στην Ελλάδα η πολιτική και κοινωνική αντίσταση στις εν πολλοίς αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, που προέβλεπαν τα «μνημόνια», υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη (καθιστώντας την Ελλάδα «ειδική περίπτωση», καθώς ειδικά αι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις των «μνημονίων» δεν εφαρμόσθηκαν ή υπονομεύθηκαν), με την αντίστασι αυτή να αποκτά ιδεολογικό περιτύλιγμα «δανεισμένο» απ’ την ήδη μεγάλη ιδεολογική απήχηση της Αριστεράς. Η απήχηση αυτή έχει να κάνει, όπως δείξαμε, με κοινωνικοοικονομικούς και ιστορικούς λόγους, ενισχύθηκε δε απ’ την συγκυρία (δηλ. την κρίσι), τον διαχρονικό «κρατισμό», μα και την διπλή «ρετσινιά», που φέρει η αστική παράταξη ως «προπατορικό αμάρτημα» (τον Δεκέμβριο 1944 και την χούντα). Είναι μιά «ρετσινιά», που σβήνει για πολλούς τόσο την κατάρρευσι του ευρωπαϊκού κομμουνισμού το 1989 όσο το ότι τυχόν επικράτηση του κομμουνισμού στην Ελλάδα το 1944 ή μετά θα είχε οδηγήσει ακριβώς από τότε στον θάνατο της ελληνικής δημοκρατίας (και σχεδόν σίγουρα στην απώλεια Μακεδονίας και Θράκης).

Μα, ευεξήγητα, αυτή είναι και η ώρα ενάρξεως της αντιστρόφου πορείας. Ο λόγος είναι επίσης αντικειμενικός: Στην σημερινή εποχή της συναρθρώσεως των οικονομιών και του διεθνούς ανταγωνισμού ο κρατισμός α λα ελληνικά, δηλ. ο δανειοδίαιτος κρατισμός, «δεξιός», «κεντρώος» ή «αριστερός», είναι αδύνατον να επιβιώσει. Ταυτοχρόνως η «αριστερή» υποκουλτούρα της αναξιοκρατίας, των δικαιωμάτων άνευ υποχρεώσεων και της ανομίας (μαζί και της διαφθοράς!) ως «δικαίωμα» πολλαπλασιάζει πλέον υπερθετικά φαινόμενα διαλύσεως και καταρρεύσεως – πράγμα που επίσης καμμία κοινωνία δεν ΄μπορεί ν’ αντέξει επί μακρόν, ιδίως σε εποχή κρίσεως.

Η απομυθοποίηση της Αριστεράς και των δοξασιών της (αλλά και της κρατιστικής / πελατειακής «λαϊκής» Δεξιάς και Κέντρου – για να μη ξεχνιόμαστε!) έχει αρχίσει ακριβώς την ώρα, που ένα αριστερό κόμμα ήλθε πρώτο στις εκλογές της 25ης Ιαν. και της 20ής Σεπτ. – για να ευρεθεί, τον Ιούλιο 2015, στην ανάγκη το ίδιο αυτό κόμμα (ή, έστω, η ηγεσία του) να αναιρέσει τις ανερμάτιστες υποσχέσεις, που είχε δώσει προεκλογικά στον ελληνικό λαό. Η εξέλιξη αυτή – και αυτά που θα επιφέρει – απλώς θα επιταχύνουν την απομυθοποίησι, καθώς το ιδεολογικό και «ηθικό» πλεονέκτημα θα φύγει απ’ τους κρατιστές παντός χρώματος – άρα και της Αριστεράς – και, με ολίγη τύχη και πολλή φαιά ουσία εκ μέρους των ενδιαφερομένων, θα περάσει επιτέλους στους θιασώτες της ελευθέρας οικονομίας, του «μικρού» Δημοσίου, των χαμηλών φόρων, της αξιοκρατίας και της δημοκρατίας. Αλλά με τι κόστος…