Οι οίκοι αξιολόγησης καθυστερούν πάρα πολύ να εντοπίσουν τους κινδύνους και να υποβαθμίσουν τις χώρες, ενώ οι επενδυτές συμπεριφέρονται σαν αγέλες, συχνά αγνοώντας την συσσώρευση των κινδύνων για πάρα πολύ καιρό, και μετά αλλάζουν ταχύτητες απότομα προκαλώντας υπερβολικές διακυμάνσεις στις αγορές.
Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της αναταραχής στην αγορά, ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης για τα οικονομικά τσουνάμι μπορεί να είναι δύσκολο να δημιουργηθεί, αλλά ο κόσμος το χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ. Λίγοι άνθρωποι προέβλεπαν την κρίση των ενυπόθηκων δανείων υψηλού ρίσκου (subprimes) του 2008, τον κίνδυνο μη αποπληρωμής των δανείων στην ευρωζώνη, ή την τρέχουσα αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε όλο τον κόσμο.
Πολιτικοί, τράπεζες, και υπερεθνικοί οργανισμοί έχουν κατηγορηθεί για όλα αυτά. Αλλά οι οίκοι αξιολόγησης και οι αναλυτές οι οποίοι υποτίμησαν την ικανότητα αποπληρωμής των οφειλετών – συμπεριλαμβανομένων των κυβερνήσεων – την γλίτωσαν πολύ ελαφριά.
Κατ ‘αρχήν, οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας που βασίζονται σε στατιστικά μοντέλα του παρελθόντος είναι συχνά μια υποκειμενική υπόθεση. Αναλυτές σε οίκους αξιολόγησης παρακολουθούν τις εξελίξεις στη χώρα για την οποία είναι υπεύθυνοι και, όταν είναι αναγκαίο, ταξιδεύουν εκεί για να επανεξετάσουν την κατάσταση.
Αυτή η διαδικασία σημαίνει ότι οι αξιολογήσεις είναι συχνά οπισθοδρομικές, οι υποβαθμίσεις γίνονται πολύ αργά, και οι χώρες συνήθως αλλάζουν βαθμίδα με βάση το πότε τις επισκέπτονται οι αναλυτές, παρά το πότε αλλάζουν οι βασικοί δείκτες της οικονομίας.
Και όμως οι αξιολογήσεις του δημόσιου χρέους έχουν τεράστια σημασία. Για πολλούς επενδυτές, οι αξιολογήσεις της πιστοληπτικής ικανότητας υπαγορεύουν πού και πόσο μπορούν να επενδύσουν. Οι βαθμολογίες επηρεάζουν το πόσο οι τράπεζες είναι πρόθυμες να δανείσουν, και πόσο οι αναπτυσσόμενες χώρες – και οι πολίτες τους – πρέπει να πληρώσουν για να δανειστούν.
Λαμβάνοντας υπόψη τα προβλήματα με τους οίκους αξιολόγησης, επενδυτές και ρυθμιστικές αρχές αναγνωρίζουν την ανάγκη για μια διαφορετική προσέγγιση. Οι επενδυτές έχουν προσπαθήσει να προσδιορίσουν τις καλές εναλλακτικές λύσεις – και έχουν σε μεγάλο βαθμό αποτύχει. Διότι δεν υπάρχει ένας συστηματικός μηχανισμός για την αποκάλυψη κρυμμένων κινδύνων και την αποφυγή κρίσεων.
Μια συνολική αξιολόγηση του μακροοικονομικού επενδυτικού ρίσκου μιας χώρας προϋποθέτει συστηματική εξέταση για να εντοπιστούν όλοι οι κίνδυνοι, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και την πραγματική οικονομία.
Χρησιμοποιώντας 200 ποσοτικές μεταβλητές και παράγοντες για να αξιολογήσουμε 174 χώρες σε τριμηνιαία βάση, έχουμε εντοπίσει μια σειρά από χώρες όπου οι επενδυτές δεν βλέπουν τους κινδύνους – ούτε τις ευκαιρίες.
Στην ευρωζώνη, αξιολογήσεις είχαν επισημάνει κόκκινες σημαίες ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 2000 στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες της περιφέρειας. Πιο πρόσφατα, η Ιρλανδία και η Ισπανία μπορεί να αξίζουν να αναβαθμιστούν, μετά από τη δημοσιονομική εξυγίανση και τις μεταρρυθμίσεις. Αλλά η Ελλάδα είναι μια άλλη υπόθεση. Ακόμη και με ουσιαστική μεταρρύθμιση για τη βελτίωση του δυναμικού της για ανάπτυξη, η Ελλάδα δεν θα είναι ποτέ σε θέση να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος της, και χρειάζεται σημαντική ελάφρυνση.
Ο Νουριέλ Ρουμπινί είναι Νομπελίστας οικονομολόγος, καθηγητής στο Stern School of Business του πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης.