Η ικανοποίηση στη φωνή του Ντέιβιντ Πάουντνι είναι έκδηλη όταν μιλάει για την «Πονηρή αλεπουδίτσα». Και δικαίως. Παρά τα 34 περίπου χρόνια που έχουν περάσει από το πρώτο ανέβασμά της από την Εθνική Οπερα της Ουαλίας και την Οπερα της Σκωτίας, η παράστασή του εξακολουθεί να συγκινεί το διεθνές κοινό. Ο βρετανός σκηνοθέτης λέει πως αν επρόκειτο να αναμετρηθεί εκ νέου με το γοητευτικό έργο του Γιάνατσεκ δεν θα άλλαζε απολύτως τίποτε. Δεν πιστεύει πως θα μπορούσε να το προσεγγίσει καλύτερα. «Κάποιος άλλος ίσως ναι, εγώ όμως όχι» λέει από την άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, μεταξύ αστείου και σοβαρού. Περιμένει με χαρά το άνοιγμα της αυλαίας στην Αθήνα, στη σκηνή του θεάτρου Ολύμπια από την Εθνική Λυρική Σκηνή και φιλοδοξεί να είναι παρών στην πρεμιέρα της 28ης Μαρτίου.
Η «Πονηρή αλεπουδίτσα» είναι η πρώτη όπερα του τσέχου συνθέτη που προστίθεται στο δραματολόγιο της ΕΛΣ. Ταυτόχρονα είναι και η πρώτη φορά που το έργο θα παρουσιαστεί σε κλειστό χώρο στην Ελλάδα. Πρόκειται για έναν ύμνο στον κύκλο της ζωής, δοσμένο με τρυφερότητα, χιούμορ και ρεαλισμό, μια αλληγορία με ονειρική μουσική, την οποία ο Γιάνατσεκ συνέθεσε στο τέλος της δημιουργικής του πορείας.
Συμπόνια για τους ανθρώπους
Μιλώντας για την αντοχή της συγκεκριμένης παραγωγής στον χρόνο, ο 68χρονος Πάουντνι –μέχρι πρότινος διευθυντής του Φεστιβάλ του Μπρέγκεντζ –αναφέρεται ιδιαίτερα στη δουλειά της σκηνογράφου και ενδυματολόγου Μαρία Μπγέρνσον η οποία έχει πλέον φύγει από τη ζωή. «Νομίζω ότι ο κόσμος βρίσκει τα σκηνικά πολύ φρέσκα, πνευματώδη και λειτουργικά» σχολιάζει αναφερόμενος στο παραμυθένιο καταπράσινο δάσος όπου ο θεατής «συναντά» πολύχρωμες κάμπιες με ακορντεόν, κουνούπια με προβοσκίδα και καλοσυνάτες αλεπούδες…
Σκηνοθέτης με μεγάλη εμπειρία στην όπερα και συνεργασίες με κορυφαία θέατρα και φεστιβάλ (Εθνική Οπερα της Αγγλίας, Κρατική Οπερα της Βιέννης, Οπερα της Ζυρίχης, του Βερολίνου, θέατρο Μπαλσόι της Μόσχας κ.ά.) ο Πάουντνι άρχισε την καριέρα του με τον Γιάνατσεκ και συγκεκριμένα με την «Κάτια Καμπάνοβα». Εκτοτε ο τσέχος συνθέτης απέκτησε σταθερά κομβική σημασία στην καριέρα του βρετανού σκηνοθέτη. «Αυτό που μου ταιριάζει ιδιαίτερα στον Γιάνατσεκ είναι η συναισθηματική του δύναμη και η συμπόνια που αποπνέει για την ανθρωπότητα. Ηταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα ενστικτώδης ο οποίος αποτύπωσε ό,τι ένιωθε με μεγάλη πρωτοτυπία. Η “Αλεπουδίτσα” είναι ένα αξιοθαύμαστα μοναδικό έργο, δεν υπάρχει κάποιο μοντέλο στο οποίο βασίστηκε ο συνθέτης…».
Ο Πάουντνι λέει πως η εν λόγω όπερα συγκεντρώνει πολλά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά: είναι αστεία και ταυτόχρονα έργο με βάθος, είναι τρυφερή και παράλληλα ουσιαστική, σου φτιάχνει τη διάθεση και την ίδια στιγμή είναι σύντομη. «Λέει όσα θα μπορούσε να πει ο Βάγκνερ στο ένα τέταρτο του χρόνου» σχολιάζει με χιούμορ ο σκηνοθέτης. «Προσωπικά βρίσκω ότι ο συμπαγής χαρακτήρας της “Αλεπουδίτσας” ταιριάζει πολύ στην εποχή μας».
Ο χρόνος κάνει τη διαφορά
Ο Πάουντνι έχει συνδέσει το όνομά του με την όπερα. Εχει όμως εργαστεί και στο θέατρο. Πόσο διαφορετικό είναι άραγε το ένα είδος από το άλλο; «Η βασική διαφορά είναι ο χρόνος» λέει, για να εξηγήσει αμέσως μετά: «Στην όπερα ο χρόνος είναι προδιαγεγραμμένος από τη μουσική. Οφείλεις να την ακολουθήσεις. Στο θέατρο, αντίθετα, πρέπει να ορίσεις εσύ τον χρόνο, το βήμα που θα ακολουθήσει η παράσταση. Το πόση ώρα θα περάσει από τη μια ατάκα στην άλλη, το πού θα πρέπει να γίνουν παύσεις, όλα αυτά είναι δουλειά του σκηνοθέτη».
Θεωρεί πως στην εποχή μας η όπερα διέρχεται τη φάση της όψης; Η εικόνα είναι αυτή η οποία δίνει τον τόνο στις παραγωγές; Απαντά πως το είδος «χωνεύει» μέσα του πάρα πολλά πράγματα. «Το κυριότερο, πέρα φυσικά από την ίδια τη μουσική, είναι οι χαρακτήρες και η αφήγηση. Η όψη είναι σημαντική στον βαθμό που εντάσσεις τους ήρωες στην ιστορία. Αν απλώς φτιάχνεις ωραίες εικόνες και αφήνεις τους ερμηνευτές να περιφέρονται, τότε απλώς δεν κάνεις θέατρο κατά τη γνώμη μου».
Ο Πάουντνι δεν πιστεύει σε διαχωρισμούς του τύπου «παραδοσιακό» και «μοντέρνο» σε ό,τι έχει να κάνει με μια νέα παραγωγή. Τον ενδιαφέρει μια καλή παράσταση. «Μπορείς να κάνεις ενδιαφέρουσες δουλειές χρησιμοποιώντας το “παραδοσιακό” λεξιλόγιο και εντελώς αδιάφορες και πάλι με αυτό. Το ίδιο και με το μοντέρνο, ό,τι και αν σημαίνει ο όρος. Σε τελική ανάλυση, όλα έχουν ξαναγίνει».
Αναφορικά με το πολυσυζητημένο θέμα της γήρανσης του κοινού της όπερας και της ανάγκης ανανέωσής του ο Πάουντνι λέει με χιούμορ: «Το αστείο είναι ότι οι άνθρωποι δεν σταματούν να γερνούν. Οι μεγάλες ηλικίες δεν εξαφανίζονται ποτέ. Η όπερα είναι είδος πνευματικό, σοφιστικέ, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι άνθρωποι συχνά το ανακαλύπτουν όταν έχουν πλέον φτάσει σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ζωής, όταν έχουν αποκτήσει κάποια εμπειρία. Είναι φυσιολογικό: οι άνθρωποι εξελίσσονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Συχνά οι νέοι επικοινωνούν καλύτερα με τα σύγχρονα έργα. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι και οι μεγαλύτεροι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να διατηρούν τα δικά τους ενδιαφέροντα. Δεν είμαι της άποψης να κρίνονται τα πάντα με βάση τι αρέσει στους νέους».
«Πονηρή αλεπουδίτσα» παντός καιρού
Τον κύκλο της ζωής μιας άτακτης αλεπούς καθώς μεγαλώνει, ερωτεύεται, κάνει οικογένεια και τελικά πεθαίνει παρακολουθεί η υπόθεση της όπερας. Το έργο μιλάει για το θαύμα της ζωής, απευθύνεται εξίσου σε μικρούς και μεγάλους ενώ με όχημα τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα καταφέρνει να σχολιάσει με απλό τρόπο πανανθρώπινες αξίες και διαχρονικά ιδεώδη. Η γοητευτική μουσική που συνέθεσε ο Γιάνατσεκ και τον κατέταξε στους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα στηρίζεται στη μουσικότητα της τσεχικής γλώσσας, αντλεί στοιχεία από την παράδοση της χώρας του, είναι έντονα λυρική και ατμοσφαιρική. Η «Πονηρή αλεπουδίτσα» βασίζεται σε κείμενο του ίδιου του συνθέτη, το οποίο στηρίζεται στο εικονογραφημένο μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Λαϊκά Νέα» του Μπρνο το 1920. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο του Μπρνο στις 6 Νοεμβρίου 1924.
Τον κύκλο της ζωής μιας άτακτης αλεπούς καθώς μεγαλώνει, ερωτεύεται, κάνει οικογένεια και τελικά πεθαίνει παρακολουθεί η υπόθεση της όπερας. Το έργο μιλάει για το θαύμα της ζωής, απευθύνεται εξίσου σε μικρούς και μεγάλους ενώ με όχημα τη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα καταφέρνει να σχολιάσει με απλό τρόπο πανανθρώπινες αξίες και διαχρονικά ιδεώδη. Η γοητευτική μουσική που συνέθεσε ο Γιάνατσεκ και τον κατέταξε στους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα στηρίζεται στη μουσικότητα της τσεχικής γλώσσας, αντλεί στοιχεία από την παράδοση της χώρας του, είναι έντονα λυρική και ατμοσφαιρική. Η «Πονηρή αλεπουδίτσα» βασίζεται σε κείμενο του ίδιου του συνθέτη, το οποίο στηρίζεται στο εικονογραφημένο μυθιστόρημα που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Λαϊκά Νέα» του Μπρνο το 1920. Η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε στο Εθνικό Θέατρο του Μπρνο στις 6 Νοεμβρίου 1924.
Στο επικείμενο ανέβασμα από την Εθνική Λυρική Σκηνή την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης έχουν οι αρχιμουσικοί Γιάροσλαφ Κίσλινγκ και Οντρεϊ Ολος, την αναβίωση της σκηνοθεσίας έχει αναλάβει η Ελέιν Τάιερ Χολ και ερμηνεύουν καταξιωμένοι λυρικοί τραγουδιστές. Συμμετέχουν η Χορωδία και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ καθώς και σπουδαστές της Σχολής Χορού της ΕΛΣ.
πότε & πού:Η «Πονηρή αλεπουδίτσα» του Γιάνατσεκ θα παρουσιαστεί στις 28, 29/3 και 1, 3, 4, 5/4 στο θέατρο Ολύμπια από την Εθνική Λυρική Σκηνή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



