Η νεόνυμφη Αννα έχει μια μεγάλη επιθυμία: στη διάρκεια του γαμήλιου ταξιδιού της με τον Ανδριανό στην Ιταλία θέλει να επισκεφθεί το Βατικανό και να δει από κοντά τον… Ποντίφικα! Καθώς ο σύζυγος αρνείται να ενδώσει, το ζευγάρι διακόπτει τον μήνα του μέλιτος και επιστρέφει. Ακούγοντας τις συμβουλές της μητέρας της, η Αννα οδηγεί τα πράγματα στα άκρα. Οταν όμως βλέπει ότι κινδυνεύει να διαλύσει τον γάμο της, αλλάζει συμπεριφορά και… ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
Τα παραπάνω συμβαίνουν στη σκανδαλώδη οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Θέλω να δω τον Πάπα!» που παρουσιάζεται για πρώτη φορά από την Εθνική Λυρική Σκηνή στο πλαίσιο της ευρύτερης προσπάθειας η οποία έχει ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια με σκοπό την «επανανακάλυψη» του «πατέρα» της ελληνικής εκδοχής του είδους. Η οπερέτα ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1920, σε λιμπρέτο του ίδιου του συνθέτη –το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε στη φάρσα «Οικιακές χαρές» (1894) του Μορίς Ενεκέν – και εντάσσεται στα έργα σύγχρονης αστικής θεματολογίας του Σακελλαρίδη όπου μεταξύ άλλων ασκείται βιτριολική κριτική στον θεσμό της οικογένειας. Στην παραγωγή της Λυρικής τη μουσική διεύθυνση έχουν αναλάβει ο Ανδρέας Τσελίκας και ο Γιώργος Αραβίδης, τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Βασίλης Παπαβασιλείου και πρωταγωνιστούν καταξιωμένοι έλληνες μονωδοί.
Συνομιλία με τον… γάμο


«Γραμμένος στα τέλη της νεοελληνικής μπελ επόκ, δύο χρόνια πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο «Πάπας» συνομιλεί με ένα από τα βάθρα του αστικού κόσμου, της ιδεολογίας και της πραγματικότητάς του, τον γάμο» σημειώνει ο σκηνοθέτης της παράστασης. «Το κάνει με έναν τρόπο συστατικό του είδους που λέγεται οπερέτα: με ιλαρότητα» συνεχίζει ο Βασίλης Παπαβασιλείου. «Κοντολογίς, ο Σακελλαρίδης βρίσκεται στον αντίποδα του Ιψεν και του Στρίντμπεργκ. Η διασκέδαση, βασική αξία και αυτή του αστικού σύμπαντος, υπηρετείται από τη διασταύρωση πρόζας με τη μουσική σε επίπεδο φόρμας και από την παιγνιώδη ανατροπή των βεβαιοτήτων σε επίπεδο δραματουργίας».
Ο σκηνοθέτης υποστηρίζει πως αν τελικά πρέπει να συγκρατήσουμε κάτι από το διάβημα του Σακελλαρίδη και τη γενικότερη λειτουργία της οπερέτας, ίσως είναι ακριβώς αυτό: πίσω από τις δογματικές βεβαιότητες και τις αντίστοιχες ακαμψίες διεξάγεται ένας αδυσώπητος αγώνας ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει», ανάμεσα στον κοινωνικό τύπο και τη διασάλευσή του. «Υπάρχει ένα πεδίο μάχης ανάμεσα στην επιθυμία και την εκπλήρωσή της, ανάμεσα στην κανονικότητα και την παρέκκλιση» σημειώνει και πάλι ο Βασίλης Παπαβασιλείου. «Στην περίπτωση του δράματος» καταλήγει «ο αγώνας αυτός σηματοδοτείται συχνά από το αίμα, ενώ στην οπερέτα κλείνει σχεδόν πάντα με τον ήχο που συνοδεύει το άνοιγμα της σαμπάνιας».

Αφορμή ενός φόνου


Το «Θέλω να δω τον Πάπα!» πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο Παπαϊωάννου από τον ομώνυμο θίασο στις 6 Ιουλίου 1920 και σημείωσε άμεση επιτυχία. Το ομότιτλο τραγούδι όχι μόνο αγαπήθηκε και ερμηνεύθηκε αλλά έγινε και νούμερο επιθεωρήσεων και πραγματικό σουξέ της χρονιάς. Μέσα στο 1920 δόθηκαν 72 παραστάσεις, γεγονός που το κατέταξε στις μεγάλες επιτυχίες της σεζόν.
Ωστόσο, ήδη από την έναρξη των παραστάσεων υπήρξαν αντιδράσεις από την Καθολική Εκκλησία η οποία διαμαρτυρήθηκε για το σκανδαλιστικό περιεχόμενο της οπερέτας και τη γελοιοποίηση του Προκαθημένου της. Το αποκορύφωμα της σκανδαλώδους διαδρομής του έργου ήρθε στις 11 Δεκεμβρίου 1921, όταν το ομότιτλο τραγούδι έγινε αφορμή ενός φόνου μπροστά από την Καθολική Εκκλησία του Πειραιά. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού, τα επόμενα χρόνια το έργο παίχθηκε με άλλους τίτλους –«Νυφικό κρεβάτι» ή «Ταξίδι του μέλιτος» –ενώ στην επιθυμία της πρωταγωνίστριας Αννας ο Πάπας αντικαταστάθηκε από τον συνθέτη Πουτσίνι
Στην παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής την επιμέλεια και την αποκατάσταση του μουσικού κειμένου έχει κάνει ο Γιάννης Μπελώνης ενώ το ποιητικό κείμενο έχει επιμεληθεί ο σκηνοθέτης και θεατρολόγος Αλέξανδρος Ευκλείδης, γνωστός για την ενασχόληση και την αγάπη του για την οπερέτα. Ο τελευταίος ασχολείται με το είδος και ερευνητικά και εύχεται η σχετική δουλειά την οποία κάνει επάνω στον Θεόφραστο Σακελλαρίδη να καταλήξει κάποτε σε ένα βιβλίο…

«Μέσα από αυτό το πρίσμα έδωσα μια διπλωματική εργασία στη φοιτήτριά μου στο Τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μυρτώ Αδαλή η οποία οδήγησε στην αποκατάσταση του κειμένου του «Πάπα». Στην πραγματικότητα, αυτό που έκανα εγώ ήταν η επιμέλεια της εργασίας της Μυρτώς, η αντιπαράθεση με το χειρόγραφο και κάποιες άλλες πηγές και η τελική φροντίδα του κειμένου που δόθηκε στον σκηνοθέτη»
εξηγεί συγκεκριμένα.
Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης εξηγεί πως ουσιαστικά το «Θέλω να δω τον Πάπα!» είναι σχεδόν μετάφραση της φάρσας του Ενεκέν, ενός λησμονημένου σήμερα δημιουργού ο οποίος όμως ήταν δημοφιλής στις αρχές του 20ού αιώνα και ο Σακελλαρίδης γνώριζε πολύ καλά τα έργα του. Στη δική του φαρσοκωμωδία «Ο βαφτιστικός της κυρίας» (1916), άλλωστε, βασίστηκε και η γνωστότερη οπερέτα του Σακελλαρίδη, ο περίφημος «Βαφτιστικός». «Μπορώ να πω πως τα πιο επιτυχημένα έργα του πατέρα της ελληνικής οπερέτας ήταν μεταφράσεις του Ενεκέν» λέει ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, εξηγώντας όμως ότι εν προκειμένω μιλάμε και για μια ενδιαφέρουσα δραματουργική απόδοση με δεδομένο ότι τα έργα στα οποία βασίστηκαν ήταν θεατρικά. «Ο Σακελλαρίδης εντάσσει τα μουσικά μέρη και τα τοποθετεί στην ελληνική αστική ζωή της εποχής» συνεχίζει ο ίδιος. Λέει πως το «Θέλω να δω τον Πάπα!» είναι ένα από τα τελευταία έργα του συνθέτη που ανήκει στην παράδοση της βιεννέζικης οπερέτας με γαλλικές επιρροές. «Εχουμε ακόμη μαζούρκα και πόλκα ενώ αργότερα θα επικρατήσει το φοξ τροτ, το one step, το τσάρλεστον, οι αμερικανικοί ρυθμοί… Από το ’22-’23 και μετά η ελληνική οπερέτα είναι συντονισμένη απολύτως με την αμερικανική εκδοχή του είδους».

Τίτλος, σαφές υπονοούμενο


Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης επισημαίνει το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο «Πάπας» από θεματολογική άποψη. Λέει ότι η οπερέτα του Σακελλαρίδη είναι πολύ πιο αξιόλογη από τη φάρσα του Ενεκέν. «Ο τίτλος και μόνο δίνει έμφαση στο θρησκευτικό ζήτημα που είναι ψευδοπρόβλημα, ενδεχομένως για να σκανδαλίσει. Ο τίτλος αποτελεί σαφές υπονοούμενο. Στη δεύτερη εκδοχή του έργου ο Πάπας αντικαταστάθηκε από τον Πουτσίνι. Οι σεξουαλικές προεκτάσεις είναι σαφείς. Στην ουσία πρόκειται για μια επιτυχημένη μετωνυμία».
Η εμμονή του συνθέτη με το ζήτημα του γάμου έχει ιδιαίτερη σημασία σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Ευκλείδη. Το γιατί, προσθέτει, παραμένει ένα ερώτημα που χρήζει περαιτέρω έρευνας. Είναι κάτι πάντως που δεν συναντάται σε άλλους συνθέτες οπερέτας. «Και το «Θέλω να δω τον Πάπα!» και η «Κόρη της Καταιγίδος»» εξηγεί «ξεκινούν την ημέρα του γάμου. Στους συνθέτες της οπερέτας όμως δεν είναι απαραίτητο να αναζητούμε κάποιο ιδιαίτερο μήνυμα. Η οπερέτα κρινόταν με μέτρα ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Τον Σακελλαρίδη τον ενδιέφερε σαφώς η ανταπόκριση του κοινού και αυτά τα έργα έκαναν μεγάλο αριθμό παραστάσεων. Βέβαια, σαφώς υπήρχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα που χρήζει, επαναλαμβάνω, ιδιαίτερης έρευνας».
Τι έχουν, άραγε, να πουν αυτά τα έργα στον σημερινό θεατή; Θα μπορούσε να ανιχνευθεί κάποιου είδους σύνδεση με την εποχή μας; Ο Αλέξανδρος Ευκλείδης απαντά πως η σύγχρονη λογική –η τοποθέτηση στη συγχρονία από τον ίδιο τον συνθέτη –χαρίζει στην οπερέτα μια διαρκή ζωτικότητα. «Η σχέση με το σήμερα είναι ότι οι χαρακτήρες του έργου σκιαγραφούνται με τρόπο ανελέητο» λέει ο ίδιος. «Γι’ αυτό είναι μεγάλο λάθος τελικά να παίζονται αυτά τα έργα «στον παλιό εκείνο τον καιρό». Είναι έργα τού εδώ και του τώρα. Το σεξ τη δεκαετία του ’20 αντιμετωπιζόταν διαφορετικά από ό,τι σήμερα, αλλά όχι και τόσο διαφορετικά στην πραγματικότητα».

Ανακαλύπτοντας τον θησαυρό
Στο «Θέλω να δω τον Πάπα!» η σφιχτή φάρσα του Ενεκέν αποδίδεται σε ρέοντα θεατρικό λόγο από τον Σακελλαρίδη, ο οποίος και στο έργο αυτό επιτυγχάνει μια ιδεώδη δραματουργία διανθίζοντας την πλοκή με τα 15 μουσικά νούμερα της οπερέτας. Αναφερόμενος στη διαδικασία της αποκατάστασης, ο Αλέξανδρος Ευκλείδης λέει πως τα κατάλοιπα του Σακελλαρίδη –γύρω στα 35-40 έργα που βρίσκονται στο Θεατρικό Μουσείο και σε κάποιες ιδιωτικές συλλογές –δεν βρίσκονται σε τόσο κακή κατάσταση. Στην πραγματικότητα μιλάμε για το υλικό που λίγο-πολύ χρησιμοποιούνταν στις παραστάσεις. «Σε ελάχιστα έργα όμως διαθέτουμε παρτιτούρα μαέστρου, κι αυτό όχι γιατί χάθηκε αλλά γιατί δεν υπήρχε. Αυτή είναι η πιο επίπονη δουλειά. Και στον «Πάπα» η παρτιτούρα του μαέστρου φτιάχτηκε από τις πάρτες των μουσικών. Στην οπερέτα ο συνθέτης έφτιαχνε το σπαρτίτο με ενορχηστρωτικές οδηγίες τις οποίες ο ενορχηστρωτής περνούσε κατευθείαν σε πάρτες οργάνων. Ο μαέστρος, που συνήθως ήταν ο ίδιος ο συνθέτης, διηύθυνε από το σπαρτίτο. Η αποκατάσταση του μουσικού υλικού είναι λοιπόν πιο περίπλοκη υπόθεση. Ας έχουμε υπόψη μας ότι η αρχική εκδοχή ήταν για μικρές ορχήστρες –18 ως 20 όργανα, όταν είχαν 25 το διαφήμιζαν ιδιαίτερα –κι αυτό λόγω των περιορισμών των ελληνικών συνόλων της οπερέτας. Τα νεότερα χρόνια η ενορχήστρωση έγινε πιο πλούσια».

Από την πλευρά του ο Ανδρέας Τσελίκας κάνει λόγο για «μουσικό θησαυρό» αναφερόμενος στον «Πάπα». Λέει πως το έργο έχει πανέμορφα ντουέτα, σχεδόν εφάμιλλα της «Εύθυμης Χήρας». Επισημαίνει εκ νέου τη διαχρονικότητα του θέματος, αφού «το έργο περιλαμβάνει στοιχεία τα οποία στην κοινωνία μας συναντώνται ακόμη: διάφορα κοινωνικά στερεότυπα, για παράδειγμα, ή οι επεμβάσεις των γονιών στη ζωή των παιδιών, ακόμη κι όταν αυτά παντρευτούν». Υπογραμμίζει την καλή συνεργασία με την Ορχήστρα της ΕΛΣ. «Το διασκεδάζουμε όλοι μαζί» καταλήγει.

πότε & πού:

Η οπερέτα «Θέλω να δω τον Πάπα!» παρουσιάζεται στις 14, 15, 18, 20, 21, 22/2 και 17, 19/4 στο θέατρο Ολύμπια από την Εθνική Λυρική Σκηνή. Με τους Ελενα Κελεσίδη, Δημήτρη Πακσόγλου, Γεωργία Ηλιοπούλου, Βαγγέλη Χατζησίμο κ.ά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ