H ανάγκη απαγκίστρωσης από το δόγμα της σκληρής λιτότητας δεν αφορά μόνο την Ελλάδα και τις χώρες που αντιμετώπισαν πρόβλημα χρέους. Το πρόσφατο παράδειγμα της Γαλλίας, με την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών, αλλά και η ύφεση στην οποία εισέρχεται η ιταλική οικονομία ενισχύουν την άποψη ότι η κρίση χτυπά την καρδιά της Ευρώπης. Οι εξελίξεις αυτές αποτελούν σε μεγάλο βαθμό απόρροια της εμμονής της Γερμανίας σε μια πολιτική που ουσιαστικά μετατρέπει τα ελλείμματα του Νότου σε δικά της πλεονάσματα. Ωστόσο ακόμη και η γερμανική οικονομία φαίνεται να απειλείται, με τον ρυθμό ανάπτυξης να επιβραδύνεται αισθητά και το επιχειρηματικό κλίμα να επιδεινώνεται.
Με δεδομένο μάλιστα ότι οι τρεις αυτές χώρες καλύπτουν τα δύο τρίτα της οικονομίας της ευρωζώνης, οι προβλέψεις για το άμεσο μέλλον είναι κάθε άλλο παρά αισιόδοξες. Η ασθενική ανάκαμψη που είχε σημειωθεί το προηγούμενο διάστημα σε επίπεδο ευρωζώνης έχει ήδη ανακοπεί, ενώ ο πληθωρισμός βρίσκεται στο 0,3%.
Είναι επομένως καιρός για γενναίες αποφάσεις με στόχο την αποκατάσταση συνθηκών ανάπτυξης όχι μόνο στην Περιφέρεια αλλά και στον πυρήνα της ευρωζώνης. Η ελάφρυνση του δημοσίου χρέους, η έκδοση ευρωομολόγων, η χαλάρωση των τραπεζικών κριτηρίων, η αξιοποίηση δραστικών εργαλείων νομισματικής πολιτικής και μέτρων για την ενίσχυση της συνολικής ζήτησης είναι σήμερα ουσιαστικές προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση της στασιμότητας και την αναχαίτιση της ανεργίας, που λαμβάνει όλο και πιο απειλητικές διαστάσεις στην Ευρώπη.
Η καχεκτική οικονομία, η ύφεση και ο αποπληθωρισμός αρχίζουν να υποσκάπτουν τα ίδια τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Είναι ίσως η πλέον κατάλληλη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση να θέσει το ζήτημα της αλλαγής πολιτικής, με στροφή από τη σκληρή λιτότητα στην ανάπτυξη μέσω ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους, έκδοσης ευρωομολόγων και χαλάρωσης των τραπεζικών κριτηρίων.
Οι δράσεις αυτές, ιδιαίτερα για την Ελλάδα, αλλά και πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, είναι αναγκαίες για την έξοδο από την κρίση και την επιστροφή στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Για να αποφευχθεί ένας νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός στη χώρα μας και κυρίως για να αποκατασταθούν οι απώλειες που προκάλεσε η ύφεση θα απαιτηθεί στα επόμενα χρόνια ένας μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης άνω του 3%.
Η δυναμική και διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα ανάπτυξη που χρειάζεται η χώρα απαιτεί και την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στο εσωτερικό με αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης που δεν εκπορεύονται από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των εταίρων και των δανειστών της. Απαιτείται η ανάδειξη ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος το οποίο θα εστιάζει στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, στην καινοτομία και στην οικονομία της γνώσης. Κινητήριος μοχλός σε αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να είναι πλέον το κράτος αλλά η εξωστρεφής και ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα.
* Ο κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος είναι πρόεδρος του ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



