«Δεν μπορώ να πάω πίσω στο χθες, γιατί ήμουν κάποιος άλλος»
Lewis Caroll
Η αποτίμηση της πορείας ενός κόμματος αποτελεί πάντα μια πρόκληση, αφού, όπως παρατηρούσε και ο Γκράμσι, «το να γράψει κανείς την ιστορία ενός κόμματος δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο από το να γράψει την ιστορία της χώρας από συγκεκριμένη σκοπιά… [και αυτό] προκύπτει από τη σύνθετη απεικόνιση της κοινωνίας και του κράτους στην ολότητά τους». Επιπλέον, προϋποθέτει διαδικασίες και κουλτούρα κριτικού διαλόγου, που δεν επηρεάζεται από επιλογές και συμφέροντα της συγκυρίας. Παρ’ όλο που το τελευταίο, λόγω της ακραίας πολιτικής πόλωσης, απουσιάζει, αξίζει ίσως τον κόπο να τεθούν κάποια ερωτήματα που η προσέγγισή τους θα συμβάλει τόσο στην αποτίμηση της σαραντάχρονης πορείας του ΠαΣοΚ όσο και στην προφανή αγωνία για το μέλλον του.
Η αποτίμηση της πορείας αλλά και της προοπτικής του ΠαΣοΚ θα πρέπει με ψυχραιμία να συζητήσει τα παρακάτω ερωτήματα: Πώς ένα πολιτικό κίνημα που εισήλθε στη μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή με χαρακτηριστική ριζοσπαστική (αν και αντιφατική) ορμή, ώστε οι αντίπαλοί του να το τοποθετούν στην «αριστερά της Αριστεράς», αναδείχθηκε στο ηγεμονικό κόμμα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας; Ποιο το περιεχόμενο και τα όρια της αδιαμφισβήτητης συμβολής του σε σημαντικές δημοκρατικές, φιλελεύθερες και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις; Πώς συμβίωσαν στις τάξεις του ανταγωνιστικές(;) τάσεις και αντιλήψεις; Πώς για δεκαετίες διατηρήθηκαν οι ισορροπίες ανάμεσα στους λεγόμενους εκσυγχρονιστές και στους «παπανδρεϊκούς», όταν αυτοί έβλεπαν τους πρώτους σαν παρείσακτους εχθρούς του γενετικού ριζοσπαστικού προτύπου του κόμματος και εκείνοι με τη σειρά τους αντιμετώπιζαν τους εσωκομματικούς τους αντιπάλους ως εμπόδιο στην αναγκαιότητα του «εκσυγχρονισμού»; Πώς από τις επιλεκτικές και συχνά ανακόλουθες κοινωνικές του αναφορές και πολιτικές πρωτοβουλίες, οδηγήθηκε στην πλήρη κρατικοποίησή του; Πώς, με άλλα λόγια, το ΠαΣοΚ μετασχηματίστηκε σε «κρατικοδίαιτο» κόμμα ή καλύτερα «κόμμα του κράτους»; Γεγονός που επιβεβαιώθηκε με δραματικό τρόπο από το πώς αντιμετώπισε την κρίση η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Πώς και γιατί φαίνεται να αναδεικνύεται σε έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό μηχανισμό του καθεστώτος, σε βαθμό μάλιστα που, πέρα από τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς, είναι απαραίτητο για το σύστημα διακυβέρνησης;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα θα βοηθούσαν να καταλάβουμε το πώς προδιαγράφεται το μέλλον του εσαεί κυβερνητικού κόμματος. Θα βοηθούσε ίσως να εξηγήσουμε το πώς το ΠαΣοΚ των δημοκρατικών, φιλελεύθερων και κοινωνικών «κεκτημένων» συμμετέχει ενεργά σε μια κυβέρνηση που ελάχιστη πίστη δείχνει στις αρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού και του κράτους δικαίου. Θα βοηθούσε επίσης για παράδειγμα να κατανοήσουμε το πώς οι «παπανδρεϊκοί» του λεγόμενου «λαϊκού» ΠαΣοΚ πασχίζουν με τους εσωκομματικούς τους αντιπάλους τους να κρατήσουν στη ζωή το πάλαι ποτέ κραταιό κόμμα. Θα βοηθούσε ίσως να κατανοήσουμε το παράδοξο: ενώ οι δύο εναπομείναντες πόλοι του ΠαΣοΚ παλεύουν για την πολιτική τους επιβίωση, την ίδια στιγμή κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για «πασοκοποίηση»; Κατηγορία διπλής επιδίωξης, αφού εκφράζει: είτε την επιθυμία και επιδίωξη για να «μαλακώσει» ο ριζοσπαστισμός στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είτε τη στρατηγική, που προωθεί η νέα συμμαχία νεοφιλελεύθερων και νεοσυντηρητικών, ώστε να διατηρηθεί ο φόβος για τον επερχόμενο «νεοπασοκικό» «εθνολαϊκισμό»(sic) του ΣΥΡΙΖΑ. Δυστυχώς τα παραπάνω ερωτήματα είτε παρακάμπτονται είτε προσεγγίζονται με γνώμονα συγκυριακές επιλογές από όσους έχουν διαχρονικά στηρίξει τις επιλογές του δικομματικού συστήματος διακυβέρνησης, έτσι είτε περιπίπτουν σε αντιφάσεις και υπερβολές είτε –και αυτό είναι ίσως πιο σοβαρό –αποφεύγουν τη συστηματική συζήτηση του ερωτήματος του «πώς φτάσαμε ως εδώ».
Η αλήθεια για το μέλλον του ΠαΣοΚ είναι ωστόσο άλλη. Το ριζοσπαστικό κίνημα που ξεκίνησε με μια αυθαίρετη και υπερβολική επιφύλαξη απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, στη συνέχεια συμπορεύθηκε με αυτό το ιστορικό ρεύμα της Αριστεράς και τελικά υιοθέτησε τις δραματικές μεταλλάξεις του, όπως αυτές εκφράστηκαν από τα μεγάλα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας. Μεταλλάξεις που χαρακτηρίστηκαν από τη διολίσθησή τους στην ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και δυστυχώς εσχάτως σε εκείνη του νεο-συντηρητισμού. Υπ’ αυτή την έννοια το ΠαΣοΚ ακύρωσε το γενετικό του μοντέλο και το μόνο που έχει απομείνει είναι η ελπίδα συμμετοχής σε κυβερνητικά σχήματα που υλοποιούν δεδομένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Αυτή δυστυχώς είναι η πικρή αλήθεια όχι μόνο για το ΠαΣοΚ αλλά για όλη τη λεγόμενη Κεντροαριστερά εντός και εκτός συνόρων: το βάθος και η ποιότητα της καπιταλιστικής κρίσης ακυρώνουν τη νομιμοποιητική βάση της στρατηγικής του και συρρικνώνουν την εκλογική του αποτελεσματικότητα, γεγονός που δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από ποτάμια, γέφυρες και ελιές. Ετσι το μέλλον του ΠαΣοΚ φαίνεται να είναι συνυφασμένο με την καταφυγή στο αγοραίο κράτος. Είναι το μόνο που του απομένει και άλλωστε είναι το μόνο που ξέρει να διαχειρίζεται πολύ καλά, ακόμη και ως μικρομέτοχος μιας κυβερνητικής συμμαχίας με αβέβαιο μέλλον.
* Ο κ. Μιχάλης Σπουρδαλάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ