Γεμάτο την Παρασκευή και ασφυκτικά γεμάτο το Σάββατο, το αρχαίο θέατρο αγκάλιασε τους αριστοφανικούς «Βατράχους» σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.
Ο Αύγουστος μπήκε με το δεξί στην Επίδαυρο. Την Παρασκευή 1η Αυγούστου, το κοινό έδειξε την πρόθεσή του να γεμίσει το αρχαίο θέατρο: 9.500 κόσμος επιφύλαξε θερμότατη υποδοχή στην κωμωδία «Βάτραχοι» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα, για να κορυφωθεί η προσέλευση μία μέρα μετά, με 10.200 θεατές, να προβιβάζουν την παράσταση σε sold out, το πρώτο των εφετινών Επιδαυρίων. Το Εθνικό Θέατρο είχε βγάλει ανακοίνωση από το απόγευμα του Σαββάτου, να μην κατέβει άδικα όποιος δεν είχε εξασφαλίσει εισιτήριο, καθώς είχαν εξαντληθεί. Ούτε αυτό όμως πτόησε κάποιους επίμονους και επίδοξους θεατές, οι οποίοι φώναζαν γύρω από την κεντρική είσοδο, αν κάποιος είχε κάποιο έξτρα εισιτήριο για να αγοράσουν. Η ατέλειωτη ουρά των αυτοκινήτων στον δρόμο από την Παλιά Επίδαυρο στο Αρχαίο Θέατρο, και ο μακρύς δρόμος που περπατούσες για να φτάσεις από εκεί που είχες παρκάρει ως την είσοδο του θεάτρου, ενέτειναν την προσμονή γι’ αυτό που είχες πάει να παρακολουθήσεις.
Τα ονόματα των πρωταγωνιστών, αναγνωρίσιμα και άκρως δημοφιλή στο ευρύ κοινό: Βασίλης Χαραλαμπόπουλος (Διόνυσος), Γιάννης Ζουγανέλης (Αισχύλος), Φάνης Μουρατίδης (Ευριπίδης), αλλά και ο νεότερος Πάνος Βλάχος (Ξανθίας). Ηταν τα δυνατά χαρτιά, «κράχτες» ικανοί για κοσμοσυρροή. Ομως δεν ήταν μόνο αυτό. Από τα πρώτα λεπτά της παράστασης, η χημεία μεταξύ των ηθοποιών όλου του θιάσου, μαρτυρούσε ότι θα βλέπαμε διαφορετικό Αριστοφάνη, «πειραγμένο» αλλά με την καλή έννοια. Εχοντας υποφέρει πολλές φορές στο παρελθόν από αριστοφανικά ανεβάσματα που ποντάρουν αποκλειστικά στη βωμολοχία και στις εξυπνάδες με σεξουαλικά υπονοούμενα που εκθέτουν ό,τι φύλο υπάρχει, πήγα στην παράσταση κρατώντας μικρό καλάθι. Υπήρχαν κι εδώ τα εύκολα αστειάκια που προκαλούν μηχανικό γέλιο στους θεατές (αν και προσωπικά ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί κάποιος ξεκαρδίζεται στο άκουσμα λέξεων που μας έκαναν να χασκογελάμε στο Δημοτικό), αλλά ευτυχώς εξαντλήθηκαν στο πρώτο μισάωρο του έργου. Και ύστερα ήρθε το καλό κομμάτι.
Η παράσταση απογειώθηκε με την είσοδο των Μουρατίδη-Ζουγανέλη, στον ρόλο των δύο μεγάλων τραγικών ποιητών, που επιδίδονται σε ντιμπέητ προκειμένου να αποδειχθεί ποιος είναι ο καλύτερος. Ο τρόπος με τον οποίον ο ένας μείωνε και κορόιδευε τα έργα του άλλου, καθώς και η ταυτόχρονη αναπαράσταση από ηθοποιούς των παθών των ευριπίδειων και αισχυλικών ηρώων, ήταν πραγματικά απολαυστικός. Ενα τεράστιο μπράβο σε ηθοποιούς όπως η Αγορίτσα Οικονόμου, η Μαρία Κωνσταντάκη, ο Λάμπρος Κτεναβός, η Αλεξάνδρα Ούστα,ο Ιβάν Σβιτάιλο, ο Βαγγέλης Χατζηνικολάου και πολλούς ακόμη, οι οποίοι ανήγαγαν τις ταχύτατες αλλαγές στα απαιτητικά κοστούμια της Εύας Νάθενα σε οπτικά εφέ. «Υπήρχαν τρεις ενδύτριες πίσω από τη σκηνή οι οποίες μας βοηθούσαν να αλλάξουμε τόσο γρήγορα. Στα παρασκήνια δίναμε μία δεύτερη παράσταση» με πληροφόρησε μετά το τέλος όλου αυτού του αγώνα δρόμου ο ηθοποιός Γιωργής Τσουρής.
Το σημείο με τον θίασο ντυμένο με καθημερινά ρούχα να απαγγέλλει σύγχρονους ποιητές, από Δημουλά και Λειβαδίτη μέχρι Ρίτσο θα μπορούσε να λείπει. Δεν λειτούργησε ως γέφυρα στο σήμερα, ήταν περισσότερο μια ανάπαυλα για εύκολο χειροκρότημα, με τους ηθοποιούς να πλησιάζουν ένας-ένας κοντά στο μικρόφωνο σα να λένε το ποίημα που τους ανέθεσε ο δάσκαλος στη μεγάλη σχολική γιορτή. Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς που ανοίγει και κλείνει την παράσταση απαγγέλοντας Σεφέρη στην αρχή και Ελύτη στο φινάλε, έδωσε στα σπουδαία λόγια των δύο μεγάλων λογοτεχνών αυτό ακριβώς που χρειάζονται: απλότητα για να (εισ)ακουστούν σε ένα κατάμεστο θέατρο. Το χειροκρότημα ήταν παρατεταμένο και δικαιολογημένο.