Ορόσημο στον τρόπο αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ήταν η διάσκεψη του G20 στο Τορόντο του Καναδά τον Ιούνιο του 2010. Υπό τον φόβο των υπερβολικών ελλειμμάτων και των χρεών, οι ισχυρές χώρες του πλανήτη αποφάσισαν να αποσύρουν πρόωρα τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης των οικονομιών τους «για να μην καταντήσουν σαν την Ελλάδα»! Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι απενεργοποιούσαν συνειδητά το βασικό όπλο εσωτερικής μακροοικονομικής πολιτικής που είχαν στη διάθεσή τους και έτσι ο μόνος δρόμος που απέμενε για την ανάκαμψη ήταν αυτός των εξαγωγών.
Οταν όμως όλες οι χώρες ταυτοχρόνως αναζητούν τη σωτηρία της ψυχής στις εξαγωγές, μοιραία το διεθνές εμπόριο από αμοιβαία επωφελές γίνεται συγκρουσιακό, με αποδεδειγμένα οδυνηρές συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία και ειρήνη. Για τον Κέινς η εγκατάλειψη της επεκτατικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής και η προσφυγή στο συγκρουσιακό διεθνές εμπόριο είναι ένα «μέσο απελπισίας για τη διατήρηση της εγχώριας απασχόλησης», μια προσπάθεια επίλυσης των εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων εις βάρος των άλλων (beggar-thy-neighbour policy).
Ενα από τα βασικά αίτια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ήταν οι μόνιμες εμπορικές ανισορροπίες, η πόλωση μεταξύ χωρών με πλεονάσματα και ελλείμματα. Για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση πρέπει να εξαλειφθούν οι εμπορικές αυτές ανισορροπίες. Αυτό σημαίνει παράλληλη συρρίκνωση των εμπορικών ελλειμμάτων και πλεονασμάτων. Γιατί χωρίς πλεονάσματα δεν υπάρχουν ελλείμματα και αντιστρόφως.
Γι’ αυτό πιέσεις προσαρμογής δεν πρέπει να ασκούνται μόνο στις ελλειμματικές χώρες αλλά και στις πλεονασματικές! Είναι η πρόταση που έκανε ο Κέινς στο Μπρέτον Γουντς το 1944. Προς αυτή την κατεύθυνση φαίνεται να κινείται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που αποφάσισε πρόσφατα να βάλει στο στόχαστρο τα τεράστια και μόνιμα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας ενεργοποιώντας τον άρτι θεσμοθετηθέντα μηχανισμό οικονομικού συναγερμού, τη Διαδικασία Μακροοικονομικών Ανισορροπιών. Πρόκειται για μια αχτίδα ορθολογισμού, εντελώς διαφορετική από τις ριπές ανοησίας και ηθικολογίας που δεχόμαστε ανελέητα την τελευταία εξαετία.
Κανείς δεν ζητεί από τη Γερμανία δανεικά κι αγύριστα. Αυτό που ζητούν οι χώρες του Νότου είναι μια πολιτική γενναίας τόνωσης της εσωτερικής αγοράς της για να δημιουργηθεί η αναγκαία ζήτηση που θα απορροφήσει τα προϊόντα τους όσο οι ίδιες είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν πολιτικές δημοσιονομικής εξυγίανσης. Να κάνει δηλαδή ό,τι έκαναν και οι χώρες του Νότου την εποχή που αυτή πάσχιζε να αντιμετωπίσει το θηριώδες κόστος της επανένωσης.
Οι μόνιμοι πρωταθλητές των πλεονασμάτων Κίνα και Γερμανία, που αρνούνται επίμονα να εγκαταλείψουν το μοντέλο της αχαλίνωτης εξωστρέφειας, πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι το ελεύθερο εμπόριο δεν είναι αυτοσκοπός. Για να είναι βιώσιμο πρέπει να οδηγεί σε αμοιβαία επωφελείς και ισορροπημένες εμπορικές σχέσεις. Ειδάλλως η προσφυγή στον προστατευτισμό είναι θέμα χρόνου.
Ο πλανήτης μας δεν έχει ανάγκη από ανταγωνιστικές υπερδυνάμεις που σαρώνουν τις διεθνείς αγορές δημιουργώντας συνθήκες εμπορικού πολέμου. Αυτό που χρειάζεται επειγόντως είναι ένα πνεύμα διακρατικής αλληλεγγύης, μια αίσθηση κοινού πεπρωμένου και συλλογικής ευημερίας.
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ