Δεκατρία χρόνια πριν, 1999. Ο Αλέξης Σολομός στο σπίτι της οδού Φωκυλίδου στο Κολωνάκι, είχε όρεξη να μιλήσει για θέατρο, ειδικά και γενικά. Να θυμηθεί τον αγαπημένο του Σαίξπηρ, αλλά και τους μαθητές του, το θέατρο και τα βιβλία, τους δασκάλους του, τον Αριστοφάνη, το αρχαίο δράμα…
Την περασμένη Τρίτη ο Αλέξης Σολομός, σε ηλικία 94 ετών, έφυγε από τη ζωή. Αφήνει πλούσια παρακαταθήκη – μεταφράσεις, σκηνοθεσίες, εκδόσεις. Μαθητής του Καρόλου Κουν στο Κολλέγιο Αθηνών, ξεκίνησε, όπως ο ίδιος θυμάται, να παίζει στις παραστάσεις του δασκάλου του αναλαμβάνοντας ρόλους… ζώων. Η συνέχεια ήταν καταιγιστική.Τον Οκτώβριο του 1999 ο Αλέξης Σολομός δέχτηκε να παραχωρήσει στο «Βήμα» μια μεγάλη συνέντευξη. Είχε ήδη επτά χρόνια να σκηνοθετήσει και ενδιαμέσως είχε αρνηθεί σχετικές προτάσεις. Είχε όμως πολλά να πει.
Για το αρχαίο δράμα: «Πολλά έχουν αλλάξει. Προτού ακόμη καταπιαστώ εγώ ο ίδιος με το θέατρο, είχα παρακολουθήσει παραστάσεις του Φώτου Πολίτη και του Δημήτρη Ροντήρη και με είχε συναρπάσει η μαγεία των αρχαίων δραματουργών – αυτών που θεμελίωσαν και το παγκόσμιο θέατρο. Τόσο ο θαυματουργός Πολίτης όσο και ο αυστηρός Ροντήρης είχαν σεβαστεί τη λέξη του τραγικού κειμένου καθώς και την οπτική και ακουστική πρόθεση των αρχαίων δημιουργών. Δεν επιχείρησαν αυθαίρετους εκσυγχρονισμούς, αλλά ούτε και νεκρανάσταση των παλιών εθίμων, όπως τα προσωπεία ή την ερμηνεία του γυναικείου ρόλου από άρρενες ηθοποιούς.
Στα χνάρια των δύο αυτών πρωτοπόρων βάδισαν αργότερα ο Μινωτής και ο Μουζενίδης και χάρη στους αξιολογότατους ηθοποιούς, μουσικούς, χορογράφους και σκηνογράφους η Επίδαυρος και το Ηρώδειο αποτέλεσαν προσκύνημα εγχωρίων και ξένων θεατών. Αντίθετα, σήμερα κυριαρχεί μια τάση να νεωτερισθούμε με κάθε δυνατό μέσο, φθάνοντας συχνά σε παρωδία της αρχαίας τραγωδίας. Ανάμεσα στους καταστροφικούς παράγοντες βρίσκονται και κάμποσοι ξένοι σκηνοθέτες που, αδιαφορώντας για τη σημασία των αρχαίων κειμένων, μεταφέρουν απ’ τις πατρίδες του άσχετους πειραματισμούς, εξαφανίζοντας με την πρόχειρη ευρηματικότητά τους την έννοια της ελληνικής τραγωδίας».

Για τον Αριστοφάνη: «Χρησιμοποίησα στις παραστάσεις μου στοιχεία από την ελληνική λαογραφία, στο μέτρο που τα δεχόταν ο οργανισμός του Αριστοφάνη. Παραμένει αθάνατος επειδή πριν από τόσους αιώνες έγραψε σαν να ήταν σύγχρονός μας. Τα κείμενά του είναι απόλυτα διαχρονικά ακόμη και χωρίς καμία αλλοίωση».
Για το θέατρο το 2000: «Γενικότερα μιλώντας και κρίνοντας από την πρωτοφανή πληθώρα της θεατρικής δραστηριότητας που παρατηρούμε στο τέλος του αιώνα μας, ο επόμενος θα αρχίσει αισιόδοξα. Σε αυτό δεν θα συμβάλουν μονάχα οι ταλαντούχοι νέοι θεατράνθρωποι αλλά και μερικοί παλαιότεροι που έγραψαν κιόλας ιστορία».
Για τους νέους: «Εστω κι αν έχει περιοριστεί η κινηματογραφική μας παραγωγή, υπάρχει σήμερα η τηλεόραση αλλά και μια πληθώρα θεάτρων. Ετσι οι σημερινοί νέοι, καθιερωμένοι ή εκκολαπτόμενοι, έχουν περισσότερες ευκαιρίες καλλιτεχνικής δράσης και οικονομικής άνεσης απ’ ό,τι οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους. Το μέλλον βρίσκεται στα χέρια τους και από ό,τι παρατηρώ το προετοιμάζουν με ενθουσιασμό και αυτοπεποίθηση».

Για το γράψιμο: «Στις λεύτερες ώρες που μου άφηναν οι πρόβες, μου άρεσε να ταξιδεύω στην ιστορία του θεάτρου. Ετσι έγραψα καμιά εικοσαριά βιβλία αρχίζοντας από την αρχαία κωμωδία και τραγωδία, περνώντας στο βυζαντινό μεσαίωνα και στην κρητική αναγέννηση, φθάνοντας στους δημιουργούς της εποχής μας και συγκεντρώνοντας τα άπαντα των αιώνων σ’ ένα «Θεατρικό Λεξικό»».

Για την Αλίκη Βουγιουκλάκη: «Την ξεχώρισα αμέσως από τη σχολή, είχε μια ξεχωριστή γοητεία».
Για τον Σπύρο Ευαγγελάτο: «Πολλά του χρωστάει η καλλιτεχνική ζωή της πατρίδας μας».
Για την κριτική: «Τότε η κριτική μπορεί να κατέβαζε ένα έργο. Τώρα πια δεν παίζει τέτοιο ρόλο».

Για την τελευταία παράσταση: «Η στερνή μου παράσταση ήταν η «Αντιγόνη» στην Επίδαυρο το 1992. Κατά σύμπτωση το έργο αυτό στάθηκε και η πρώτη μου σκηνοθεσία στον τραγικό τομέα, όταν μισόν αιώνα πριν το ανέβασα αγγλιστί με μαθητές μου της Δραματικής Ακαδημίας του Λονδίνου. Ετσι ο κύκλος ολοκληρώθηκε σοφόκλεια».
Αντί αυτοκριτικής: «Τα λάθη είναι ανθρώπινα και η μνήμη τους πάντα δυσάρεστη, συχνά μάλιστα κωμικοτραγική. Αρκεί να σας αναφέρω πως το πιο κωμικοτραγικό συμπέρασμα είναι πως τελείωσα τη θεατρική μου σταδιοδρομία όσο απένταρος την είχα ξεκινήσει! Μα στο κάτω-κάτω η ιδέα αξίζει περισσότερο από την ύλη».

Ο Μονκ, ο Μπρουκ και ο Σαίξπηρ
Τον Ιούνιο του 1999 ο Αλέξης Σολομός θυμήθηκε για το περιοδικό «Minima» ένα ταξίδι του στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, το Στράτφορντ-Απον-Εϊβον. Ηταν 1964, όταν παρακολούθησε δύο παραστάσεις που τελικά έμειναν χαραγμένες στη μνήμη του: «Κυμβελίνος» σε σκηνοθεσία του Νιούζεντ Μονκ και «Αγάπης Αγώνας Αγονος» από τον Πίτερ Μπρουκ.
«Ετυχε να ‘ναι η τετρακοσιοστή επέτειος της γέννησης του μεγάλου βάρδου κι εγώ αντιπροσώπευα την Ελλάδα στον διεθνή εορτασμό παίρνοντας μέρος σε γεύματα και βαδίζοντας σε μια μεγαλειώδη παρέλαση ανάμεσα σε έναν Σουδανέζο και μια Βραζιλιανή. Είχα επίσης ειδική άδεια να βρίσκομαι κάθε μέρα στο σαιξπηρικό θέατρο, όπου ετοιμάζονταν οι παραστάσεις τεσσάρων έργων από τρεις εγγλέζους σκηνοθέτες και έναν αμερικανό. Πολύτιμη εμπειρία, έστω κι αν η νεανική μου δυστροπία δεν ενέκρινε όλα όσα έβλεπα – γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να αντιληφθώ με πόσες διαφορετικές αντιλήψεις και τεχνοτροπίες μπορεί να ερμηνευθεί η σαιξπηρική παραγωγή. Με ενδιέφερε ιδιαίτερα η δουλειά του παλαίμαχου Νιούζεντ Μονκ και του πρωτόβγαλτου Πίτερ Μπρουκ, που αντιπροσώπευαν δύο ακραίες μεθόδους αναβίωσης: τη λιτή συμβατικότητα της ελισαβετιανής σκηνής και τη θεαματική πολυχρωμία της σημερινής οπερέτας. Ο Μονκ, διάσημος για την αφιέρωσή του στο ελισαβετιανό θέατρο, ετοίμαζε τον «Κυμβελίνο» και σεργιανίζοντας μαζί του στις όχθες του Εϊβον μου ανέπτυξε τις απόψεις του για το έργο. Ιδιαίτερα τον συγκινούσε η σκηνή που ο Ιάκιμος μπαίνει στην κρεβατοκάμαρα της κοιμισμένης Ιμογένης για να κλέψει το δαχτυλίδι αλλά χασομεράει διαβάζοντας ποιήματα. «Πρόκειται για μια ιδανική πτυχή του αγγλικού χαρακτήρα. Δεν συμφωνείτε;». Δεν θυμάμαι αν συμφωνούσα ή όχι, αλλά στον δικό μου «Κυμβελίνο» του Εθνικού Θεάτρου, δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Γιώργος Παπάς γονάτιζε πλάι στο κρεβάτι της Βάσως Μανωλίδου, είχα στον νου μου την «ιδανική πτυχή» του γερο-Μονκ.
Ανάλογο ενδιαφέρον είχε και η σκηνοθεσία του Πίτερ Μπρουκ στο «Αγάπης Αγώνας Αγονος», έστω και διαμετρικά αντίθετη. Με αυτόν δεν κουβεντιάσαμε σεργιανίζοντας αλλά πίνοντας τσάι σε ένα ζαχαροπλαστείο όπου με κάλεσε. Μου ανέπτυξε όλες τις ριζοσπαστικές απόψεις του για μια σαιξπηρική αναβίωση – που τις είχα άλλωστε αντιληφθεί και εγώ παρακολουθώντας τις πρόβες – και το μόνο που είχα βρει κάπως ασυνάρτητο ήταν η ιδέα του να χώσει ανάμεσα στα κοστούμια εποχής Βατό έναν μοντέρνο λονδρέζο αστυφύλακα! Αν μπορούσα να φανταστώ πως ο νεαρός αυτός σύντομα θα γινόταν μία από τις πιο δημιουργικές δυνάμεις του βρετανικού θεάτρου, θα είχα αποκομίσει μεγαλύτερη ωφέλεια από το καλλιτεχνικό εκείνο τσάι. Σίγουρα, ωστόσο, υπήρχε κάτι από τα κατακάθια του φλιτζανιού όταν, 30 χρόνια αργότερα, ανέβασα στο Εθνικό τη σαιξπηρική αυτή κωμωδία. Η ανάμνηση της παράστασης του Πίτερ Μπρουκ μου έδωσε θάρρος να ελευθεριάσω αρκετά, έστω και παραλείποντας τον παρείσακτο εκείνο λονδρέζο αστυφύλακα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ