ΓΙΑ ΝΑ επιλυθεί το Κυπριακό οριστικά και με τους ευνοϊκότερους για μας όρους θα χρειαστεί ριζική επανατοποθέτηση από μέρους μας. Ας δούμε γιατί.


Στο Κυπριακό από ελληνικής και ελληνοτουρκικής πλευράς επικράτησαν στην πράξη, από τη δεκαετία του 1950, δύο επιδιώξεις: α) η ανεξαρτησία με κυρίαρχους τους Ελληνοκύπριους και μειονότητα τους Τουρκοκύπριους και β) ο αλυτρωτικός στόχος της ένωσης ολόκληρης της νήσου (ΕΟΚΑ, ΕΟΚΑ Β’) με ελληνική διπλωματική και στρατιωτική υποστήριξη. Και οι δύο στόχοι ήταν και είναι ανέφικτοι και αποτέλεσαν τη βαθύτερη αιτία για τα γεγονότα που επακολούθησαν από το 1963 ως το 1974 (τουρκική εισβολή) αλλά και ως σήμερα. Ηταν ανέφικτοι κατ’ αρχήν λόγω της ισχυρής Τουρκίας σε απόσταση αναπνοής από τη μεγαλόνησο και λόγω των στρατηγικών συμφερόντων της Βρετανίας και των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο υπό καθεστώς Ψυχρού Πολέμου. Η κύρια αιτία όμως ήταν άλλη. Ηταν εγγενής, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες εθνοτικές και αποσχιστικές συγκρούσεις. Ηταν η ύπαρξη της ευμεγέθους τουρκοκυπριακής κοινότητας (18%). Ας δούμε τι σημαίνει αυτό.


Σημαίνει ότι το ποσοστό των Τουρκοκυπρίων ήταν τέτοιο ώστε δεν επέτρεπε αντιμετώπιση του προβλήματος σαν οι Τουρκοκύπριοι να ήταν απλή μειονότητα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η μειονοτική προστασία με αυστηρή τήρηση της δημοκρατικής αρχής της πλειοψηφίας είναι αποτελεσματική πολιτική και ικανοποιεί την εθνοτική μειοψηφία μόνο όταν αυτή συνιστά μικρό ποσοστό του πληθυσμού, συνήθως αρκετά κάτω του 10%. Οταν το ποσοστό είναι υψηλότερο, η λύση αυτή είναι συνήθως ανεπαρκής γιατί οδηγεί σε ένα είδος «τυραννίας της πλειοψηφίας» όπως καμιά φορά λέγεται, με τη μειονότητα στη θέση μιας ανήμπορης αντιπολίτευσης. Οταν μάλιστα μια εθνοτική μειονότητα θεωρείται ξένο σώμα ή υποδεέστερη, μοιραία γίνεται κεντρόφυγη και αποσχιστική. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι Κούρδοι, οι Σέρβοι στην Κροατία, οι Αλβανοί στο Κόσοβο και στην πΓΔΜ.


Οι λύσεις εξαναγκασμού σε βάρος της αριθμητικής μειονότητας σπάνια επιτυγχάνουν, ειδικά σήμερα. Αντίθετα, πιο βιώσιμες είναι οι από κοινού λύσεις, που καταλήγουν στην αμοιβαία αποδοχή και στην αποτελεσματική συμμετοχή και των δύο ή περισσότερων πολιτισμικών ομάδων με τη μορφή αυτονομίας, ομοσπονδίας ή με άλλο τρόπο.


Στην περίπτωση της Κύπρου και των άλλων περιπτώσεων που αναφέραμε, ο μόνος τρόπος για να παραμείνει η χώρα ενωμένη είναι η αποδοχή της ύπαρξης δύο (ή περισσότερων) λαών ως συστατικών εθνών της χώρας στα πλαίσια μιας εθνοτικά «συναινετικής» δημοκρατίας (consociational democracy). Σε αυτή τη μορφή της δημοκρατίας, που είναι η πιο κατάλληλη για εθνοτικά διχασμένες χώρες, δεν ισχύει αυστηρά η αρχή της πλειοψηφίας αλλά δίδεται αυξημένη δύναμη στις μικρότερες εθνότητες.


Οσον αφορά την αλυτρωτική λύση της ένωσης με την Ελλάδα, ας δούμε τη διεθνή νομική διάσταση, την αρχή της αυτοδιάθεσης. Η νομική αυτή αρχή, όπως διαμορφώθηκε μεταπολεμικά στη διεθνή κοινότητα, αφορά τις αποικίες και την πλειοψηφία σε μια χώρα. Ωστόσο, όταν υπάρχει το ενδεχόμενο εκτεταμένης εθνοτικής σύγκρουσης και κυριαρχίας επί της μειοψηφίας, συνεπεία της εφαρμογής της θέλησης της πλειοψηφίας, γίνεται προσπάθεια στα πλαίσια του ΟΗΕ και αλλού για την ανεύρεση λύσης που ικανοποιεί και τη μειοψηφία (άλλο αν αυτό δεν εφαρμόζεται πάντοτε στην πράξη). Στο Κυπριακό η λύση του 1959-60 αντανακλούσε αυτό το σκεπτικό.


Στο Κυπριακό η καλύτερη έκβαση θα ήταν μια ανεξάρτητη, διζωνική, δικοινοτική, χαλαρή ομοσπονδία της Κύπρου. Η δυνατότητα αυτή υφίσταται και σήμερα αν και εφόσον και οι δύο κοινότητες της Κύπρου δεν θέλουν να γίνουν απλές επαρχίες ή δορυφόροι της Τουρκίας και της Ελλάδας αντίστοιχα. (Αυτή η τάση θα μπορούσε να ενισχυθεί και για τις δύο πλευρές με το δέλεαρ της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση.) Αλλιώς θα επέλθει κάποια μορφή διχοτόμησης. Δηλαδή διπλή ένωση, δύο μικρά κράτη ή η πιο επισφαλής για μας λύση, η ένωση μόνο του τουρκοκυπριακού τμήματος με την Τουρκία. Πάντως τα περί «ενιαίου αμυντικού χώρου» ή «ελληνικής Κύπρου» απλώς νομιμοποιούν την υπάρχουσα κατάσταση και οδηγούν νομοτελειακά στη διχοτόμηση. Επίσης γεγονότα όπως αυτά του φετινού καλοκαιριού, όσο τραγικά και ηθικά κατακριτέα να είναι, δεν βοηθούν την κυπριακή υπόθεση αλλά ενισχύουν την πάγια τουρκική και τουρκοκυπριακή θέση ότι το κοινό κράτος με τους Ελληνοκυπρίους δεν μπορεί να υπάρχει.


Ο κ. Αλέξης Ηρακλείδης είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.