Κενή πολιτικού περιεχομένου, άκαιρη και επικοινωνιακά επιζήμια θεωρήθηκε από το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη η συζήτηση που επιχειρήθηκε να ανοίξει για την αναβάθμιση του εκλογικού στόχου της 25ης Ιουνίου και την επιδίωξη να κερδίσει η ΝΔ, όχι απλώς την αυτοδυναμία, αλλά πλειοψηφία 180 εδρών στην επόμενη Βουλή.

Το θέμα προέκυψε από μια μαξιμαλιστική δήλωση του Αδωνη Γεωργιάδη την επομένη των εκλογών: «Να πούμε στον κόσμο ότι τώρα το στοίχημα στις δεύτερες εκλογές δεν είναι η ΝΔ να είναι κυβέρνηση, αλλά να πάρουμε 180 έδρες μόνοι μας και να πάμε να αλλάξουμε το Σύνταγμα» είπε το πρωί της Δευτέρας ο αντιπρόεδρος της ΝΔ, αγνοώντας ουσιαστικά την έκκληση του Κυριάκου Μητσοτάκη για αποφυγή των εκδηλώσεων έπαρσης και αλαζονείας.

Τη λογική αυτή αποδοκίμασε ευθέως και κατηγορηματικώς ο ίδιος ο πρόεδρος της ΝΔ. Στην πρώτη του μετεκλογική συνέντευξη (Alpha) ο Κυριάκος Μητσοτάκης υπογράμμισε: «Ηταν λάθος αυτές οι δηλώσεις. Νομίζω ότι διορθώθηκαν στην πορεία και δεν αποτυπώνουν σε καμία περίπτωση τη δική μου φιλοσοφία. Είναι πρακτικά αδύνατον η ΝΔ να πάρει 180 έδρες στις επόμενες εκλογές, ειδικά αν μπουν περισσότερα κόμματα στη Βουλή. (…) Αρα, μακριά από μένα οποιαδήποτε λογική ότι «θέλω να αλλάξω το Σύνταγμα μόνος μου, σε μία κατεύθυνση που ικανοποιεί μόνο εμένα». Ούτε είναι στις προθέσεις μου, ούτε αριθμητικά θα είναι εφικτό, ούτε η φιλοσοφία του Συντάγματος είναι τελικά αυτή».

Η σύγχυση με τη διαδικασία

Πέραν των όποιων επικοινωνιακών αναταράξεων που μπορεί να προκάλεσε, έστω προσωρινά, η υπερβολική αυτή αναφορά στον στόχο των 180 εδρών, είναι και άνευ πολιτικής ουσίας. Και αυτό επειδή ακόμη και αν κατόρθωνε η ΝΔ κάτι τέτοιο, δεν θα μπορούσε να προχωρήσει σε αλλαγή του Συντάγματος, παρά μόνο σε μία πρόταση επί των αναθεωρητέων διατάξεων, καθώς η Βουλή η οποία θα εκλεγεί στις 25 Ιουνίου δεν είναι αναθεωρητική, αλλά «προτείνουσα».

Το περιεχόμενο της αναθεώρησης συζητείται και ψηφίζεται στη μεθεπόμενη, αναθεωρητική Βουλή, με πλειοψηφία είτε τριών πέμπτων (180 βουλευτών), είτε απόλυτη (151), και αναλόγως της πλειοψηφίας που έχει διαμορφωθεί για κάθε αναθεωρτητέο άρθρο στην πρόταση της αναθεώρησης.

Θεωρητικώς δηλαδή η όποια συζήτηση για το ουσιαστικό περιεχόμενο της συνταγματικής αναθεώρησης του άρθρου 16 ή όποιου άλλου θα μπορούσε να ξεκινήσει το 2027, αν υποτεθεί ότι η Βουλή των εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023 θα εξαντλήσει την τετραετή θητεία της.

Η πλειοψηφία για την προεδρική εκλογή

Η πλειοψηφία των 180 εδρών δεν έχει κάποια σημασία ούτε και κατά τη διαδικασία της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία θα γίνει το 2025. Ο λόγος είναι ότι βάσει της συνταγματικής αναθεώρησης του 2020, η εκλογή μπορεί να γίνει ακόμη και με σχετική πλειοψηφία. Στις σχετικές παραγράφους 3 και 4 του αναθεωρημένου άρθρου 32 του Συντάγματος για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας αναφέρεται:

«3. Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνολικού αριθμού των βουλευτών.

Aν δεν συγκεντρωθεί η πλειοψηφία αυτή, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες.

Aν δεν επιτευχθεί ούτε στη δεύτερη ψηφοφορία η οριζόμενη πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ακόμη μία φορά ύστερα από πέντε ημέρες, οπότε εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών.

4. Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη αυτή πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Αν δεν επιτευχθεί ούτε αυτή η πλειοψηφία, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ύστερα από πέντε ημέρες και εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκείνος που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στην πρώτη ψηφοφορία της προηγούμενης παραγράφου».

Οι αριθμητικές και πολιτικές απιθανότητες

Πέραν της προφανούς έλλειψης κάθε ουσίας, η συζήτηση για την κατάκτηση πλειοψηφίας 180 εδρών είναι και κατά μείζονα λόγο ανεδαφική. Προκειμένου να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος, θα πρέπει στις εκλογές της 25ης Ιουνίου να συντρέξουν αριθμητικοί όροι και πολιτικές προϋποθέσεις στα όρια του απίθανου. Αν υποτεθεί ότι σε αυτή την αναμέτρηση καταγραφούν τα ίδια συντριπτικά ποσοστά με εκείνα της 21ης Μαΐου, η κατανομή των εδρών στη Βουλή θα ήταν η εξής:

Η ΝΔ με 40,79% θα καταλάμβανε 171 έδρες, έναντι 146 με το σύστημα της απλής αναλογικής, ο ΣΥΡΙΖΑ 61 έναντι 71 και το ΠαΣοΚ-Κίνημα Αλλαγής θα εξέλεγε 34 βουλευτές έναντι 41. Σημειωτέον, το υψηλό σύνολο των εδρών της ΝΔ σε μία τέτοια περίπτωση θα οφειλόταν σε μια παράμετρο: Οτι το ποσοστό της θα είχε υπερβεί το 40% και έτσι το μπόνους των εδρών δεν περιορίζεται στις 40, αλλά αυξάνεται στις 50.

Τα μυστικά του εκλογικού νόμου

Βάσει του ισχύοντος πλέον νόμου της ενισχυμένης αναλογικής και του κλιμακωτού μπόνους, για το πρώτο κόμμα ισχύει ότι εφόσον φτάσει στο 25%, εξασφαλίζει το μπόνους και ξεκινά από τις 20 έδρες. Για κάθε μισή μονάδα πάνω από αυτό το ποσοστό, το πρώτο κόμμα εκλέγει και έναν επιπλέον βουλευτή.

Σύμφωνα με αυτά, ο στόχος των 180 εδρών υπό τις ίδιες αριθμητικές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και ένα σύνολο 16% εκτός Βουλής, θα ήταν εφικτός με ένα ποσοστό στη σφαίρα του 45,2%. Κάθε διαφοροποίηση στις παραμέτρους αυτές, όπως το ενδεχόμενο εισόδου στη Βουλή ενός ακόμη κόμματος, είτε μειώνει τις έδρες του πρώτου κόμματος είτε αυξάνει το απαιτούμενο ποσοστό για την επίτευξη του υποθετικού και υπέρμετρα φιλόδοξου στόχου των 180 εδρών. Πρόκειται για ένα σενάριο το οποίο δεν εξετάζεται στο εκλογικό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη, για πολλούς και διάφορους λόγους. Εν πρώτοις, τοποθετεί αδικαιολόγητα ψηλά τον εκλογικό πήχη, δίχως προφανή πολιτικό λόγο. Και την ίδια στιγμή ενεργοποιεί αρνητικά αντανακλαστικά σε κάποιες ομάδες ψηφοφόρων, οι οποίοι θα ήταν πρόθυμοι να λάβουν υπόψη την παράμετρο της ασύμμετρης κυριαρχίας ενός και μοναδικού κόμματος στους πολιτικούς συσχετισμούς.